Το διατλαντικό άνοιγμα του Μπάιντεν

Το διατλαντικό άνοιγμα του Μπάιντεν

Του Gary J. Schmitt

Οι διατλαντιστές χωρίς αμφιβολία χάρηκαν με την ομιλία που εκφώνησε ο Πρόεδρος Μπάιντεν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου την προηγούμενη εβδομάδα. Ξεκινώντας με την αποστροφή: «Η Αμερική επέστρεψε. Η διατλαντική συμμαχία επέστρεψε», ο Πρόεδρος διαβεβαίωσε ότι η «συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών είναι και πρέπει να παραμείνει ο θεμέλιος λίθος όλων όσων ελπίζουμε να πετύχουμε στον 21ο αιώνα».

Ο κατάλογος των θεμάτων συνεργασίας συμφωνα με τον Πρόεδρο Μπάιντεν είναι μακρύς: η αντιμετώπιση της πανδημίας, η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια οικονομία, η κυβερνοασφάλεια, η μη διάδοση πυρηνικών όπλων, και η δημιουργία κανόνων για την τεχνητή νοημοσύνη και τη βιοτεχνολογία. Ο Πρόεδρος επίσης επεσήμανε ότι οι ΗΠΑ θα «επαναδιεκδικήσουν τη θέση τους» στους διεθνείς θεσμούς, επεκτείνοντας τη συμφωνία ελέγχου των στρατηγικών όπλων με τη Ρωσία και συνεργαζόμενες εκ νέου με την Ευρώπη για την αντιμετώπιση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, κάτι που ακούστηκε ευχάριστα στους περισσότερους Ευρωπαίους. Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον θα συντονιστεί με τους συμμάχους ως προς τα επόμενα βήματα στο Αφγανιστάν, θα σταματήσει την απόσυρση των Αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία και διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του είναι «πλήρως δεσμευμένη» έναντι της σημασίας και του Άρθρου 5 - την συμμαχική δέσμευση με την οποία κάθε μέλος εκφράζει τη βούλησή του να υπερασπιστεί τα άλλα. Χωρίς να εκστομίσει καθόλου τη λέξη «Τραμπ», ο Μπάιντεν προσπάθησε να τραβήξει μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στη δική του προσέγγιση έναντι των διατλαντικών σχέσεων και αυτή του προκατόχου του.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια κάποια συνέχεια με τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της Κυβέρνησης Τραμπ σε ό,τι αφορά την Κίνα και τη Ρωσία. Σύμφωνα με τον Μπάιντεν, αντιμετωπίζουμε «έναν μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό με την Κίνα» στο πλαίσιο του οποίου η υπεράσπιση του “παγκόσμιου συστήματος” των διεθνών κανόνων συμπεριφοράς θα είναι «μια από τις αποτελεσματικότερες προσπάθειες» που μπορεί να αναλάβει η δημοκρατική Δύση. Ομοίως, η Ρωσία του Πούτιν επιχειρεί να «υπονομεύσει» τους διατλαντικούς δεσμούς. Και ενώ «οι προκλήσεις με τη Ρωσία μπορεί να διαφέρουν από τις αντίστοιχες με την Κίνα… είναι εξίσου πραγματικές».

Το πώς ακριβώς η Ευρώπη και η Αμερική θα συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν αυτές τις συγκεκριμένες προκλήσεις ασφάλειας δεν ειπώθηκε. Καθώς επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη ομιλία του προέδρου Μπάιντεν σε ένα διεθνές ακροατήριο και η ομάδα εθνικής ασφαλείας του μόλις συστάθηκε, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Ούτε θα αποτελέσει έκπληξη στην ομάδα του το γεγονός ότι θα υπάρξουν εμπόδια στη διαμόρφωση αυτής της ατζέντας.

Το πιο θεμελιώδες ίσως από αυτά είναι ότι ο αμερικανικός στρατός δεν έχει ούτε ο μέγεθος, ούτε τους πόρους για να αντιμετωπίσεις τις απειλές ασφάλειας και στις δύο άκρες της Ευρασίας. Η Ρωσία και η Κίνα συνεχίζουν να επεκτείνουν το δυναμικό των ενόπλων δυνάμεών τους, ενώ ο στρατός των ΗΠΑ ουσιαστικά παρέμεινε στο ίδιο μέγεθος την τελευταία δεκαετία. Έγιναν σχέδια για να καλυφθεί το κενό μεταξύ της στρατηγικής και των δυνατοτήτων των ΗΠΑ, όμως αυτά τα σχέδια δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς περισσότερες δαπάνες - και σίγουρα δεν μπορούν να υλοποιηθούν αν ο προϋπολογισμός του Πενταγώνου περικοπεί περαιτέρω από αξιωματούχους της διοίκησης και τους Δημοκράτες του Κογκρέσου.

Παραμένει γεγονός ότι η ανάγκη για μεγαλύτερη διατλαντική συνεργασία σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής συνδέεται με την πραγματικότητα ότι, καθώς οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις μετακινούνται ολοένα και περισσότερο για να εστιαστούν στο θεάτρο της Ασίας, θα υπάρχουν ακόμη περισσότερες απαιτήσεις προς τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ώστε να συμβάλλουν στην κάλυψη του κενού. Η ομάδα Μπάιντεν μπορεί να μη διαλαλεί το ίδιο έντονα με την κυβέρνηση Τραμπ ποιος ξοδεύει και ποιος όχι το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα, ούτε όμως είναι πιθανό να αφήσουν αυτό το ζήτημα να περάσει έτσι. Η Ομάδα εθνικής ασφαλείας του Μπάιντεν είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια που ενεπλάκη στη «στροφή προς την Ασία» της κυβέρνησης Ομπάμα, και με τη σειρά της δεν υποχώρησε όταν ο τότε Υπουργός Αμύνης Robert Gates επέκρινε τους συμμάχους για την απροθυμία τους να αφιερώσουν δαπάνες στην άμυνα.

Είναι αλήθεια ότι συνολικά οι σύμμαχοι δαπανούν περισσότερα στις ένοπλες δυνάμεις τους και το ΝΑΤΟ έχει κάνει κάποιες αλλαγές για να βελτιώσει την ικανότητά του να υπερασπιστεί την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το αν όμως αυτό επαρκεί, καθώς και το αν η τάση ως προς τις δαπάνες θα συνεχιστεί όσο συσσωρεύονται τα κόστη της πανδημίας παραμένει ανοιχτό ζήτημα. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμευθεί να αυξήσει τις δαπάνες του. Οι άλλες όμως σημαντικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Γερμανία και η Γαλλία είναι λιγότερο σίγουρο ότι θα πράξουν το ίδιο καθώς οι σημερινές ηγεσίες των δύο χωρών ανησυχούν λιγότερο για την απειλή της Ρωσίας. Ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν αμφισβητεί ανοιχτά τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ και προσπαθεί να υποβαθμίσει τα προβλήματα που θέτει ο Πούτιν και το Κρεμλίνο θεωρώντας τα απόνερα από την πτώση του κομμουνισμού. Στο μεταξύ, η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ προωθεί την ολοκλήρωση του Nord Stream II, υποστηρίζει ότι η ρωσική απειλή είναι περιορισμένη και αφορά υβριδικό πόλεμο, και ο διάδοχός της στο γερμανικό CDU και πιθανόν και στην καγκελαρία επικρίνει όσους δαιμονοποιούν τον Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία. Και, όπως φάνηκε από την πρόσφατη υπογραφή της επενδυτικής συμφωνίας ΕΕ-Κίνας, ούτε το Παρίσι, ούτε το Βερολίνο ενδιαφέρονται αυτή τη στιγμή να αμφισβητήσουν την Κίνα και να θέσουν σε κίνδυνο τους εμπορικούς δεσμούς με τη χώρα.

Ο Πρόεδρος Πούτιν σηματοδότησε την προθυμία του να ανοικοδομήσει τους διατλαντικούς δεσμούς σε μια σειρά από μέτωπα. Στο σημαντικότερο όμως από τα μέτωπα αυτά, την ασφάλεια στον πυρήνα της, έχει ένα δύσκολο έργο μπροστά του για να πετύχει την εμπέδωση μιας κοινής προσέγγισης στο επίπεδο της συμμαχίας.

--

Ο Gary J. Schmitt είναι ερευνητής του American Enterprise Institute με ειδίκευση στις στρατηγικές μελέτες και τους αμερικανικούς θεσμούς.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Φεβρουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τον άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.