Του John Ashmore*
Ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών συχνά πλαισιώνεται από την εκστρατεία για τη διασφάλιση του δικαιώματος ψήφου στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες σε διάφορα δυτικά κράτη απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα μέσα του 19ου αιώνα λαμβάνει λιγότερη προσοχή.
Πριν από την περίοδο αυτή, το σύστημα της “υπανδρείας” (coverture) σήμαινε πως μία γυναίκα μετέφερε με το γάμο όλα τα μετρητά, τις τραπεζικές της καταθέσεις και κάθε άλλη κινητή περιουσία στον άνδρα της. Ενώ μπορούσε να είναι η ιδιοκτήτρια ενός σπιτιού ή γης, ο άνδρας της είχε το δικαίωμα να τα νοικιάσει και να κρατήσει τα κέρδη.
Δεν υπάρχουν οικονομικές δικαιολογίες
Το ηθικό επιχείρημα για τον τερματισμό αυτής της διαρρύθμισης δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις, αλλά μία νέα μελέτη καταδεικνύει ότι οι χώρες που διεύρυναν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των γυναικών γνώρισαν επίσης απτά οικονομικά οφέλη.
Όπως εξηγούν οι ακαδημαϊκοί Moshe Hazan, David Weiss και Hosny Zoabi, η αρνητική διάκριση της υπανδρείας είχε σοβαρές οικονομικές καθώς και κοινωνικές επιπτώσεις:
“Αναλογιστείτε τα στρεβλά κίνητρα που δημιουργούσε η υπανδρεία. Δεν ήταν συνετό μια ελεύθερη γυναίκα να βάλει τα χρήματά της στην τράπεζα, ή να έχει οποιαδήποτε άλλη περιουσία πέρα από γη, καθώς ο μελλοντικός της άνδρας θα μπορούσε απλώς να της την αφαιρέσει. Οι γονείς που ήθελαν να δώσουν στις κόρες τους δώρα ή κληροδοτήματα θα δίσταζαν ομοίως να καταθέσουν χρήματα στην τράπεζα, και θα προτιμούσαν να χρησιμοποιούν περιουσία γης”.
Η έρευνα των τριών επιστημόνων που έχει ως αντικείμενο τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο πριν και μετά το τέλος του θεσμού της υπανδρείας καταδεικνύει ότι η ενίσχυση της θέσης της γυναίκας ενίσχυσε με τη σειρά της σημαντικά και την αμερικανική οικονομία. Όπως καταδεικνύει το παρακάτω γράφημα, στις πολιτείες όπου οι γυναίκες είχαν περισσότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα αυξήθηκαν οι τραπεζικές καταθέσεις και τα δάνεια, ενώ μειώθηκαν τα επιτόκια.
Το έμμεσο αποτέλεσμα των χαμηλότερων επιτοκίων και του μεγαλύτερου δανεισμού ήταν σύμφωνα με τους ερευνητές ή αύξηση της εκβιομηχάνισης. Αυτό σημαίνει ότι δεν ωφελήθηκαν από την κατάργηση αυτής της αρνητικής διάκρισης μόνο οι γυναίκες, οι οποίες πλέον είχαν μεγαλύτερο έλεγχο επί των οικονομικών τους, αλλά και οι άνδρες που μετακινήθηκαν από την κοπιώδη αγροτική εργασία προς τις κάπως λιγότερο κοπιώδεις και καλύτερα αμειβόμενες βιομηχανικές θέσεις εργασίας.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα πρέπει να προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη. Όπως έχουν καταδείξει οικονομολόγοι σαν τον Paul Romer, η ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι κομβικό στοιχείο της βιώσιμης οικονομικής επιτυχίας. Αυτή η διαπίστωση έχει σημαντικές συνεπαγωγές σε ό,τι αφορά τις αρνητικές διακρίσεις. Οφείλουμε βεβαίως να τερματίσουμε την ανισότητα στην αντιμετώπιση ως μια ηθική πρόκληση. Αλλά μία κοινωνία με λιγότερες διακρίσεις επιτρέπει επίσης σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων να πραγματώσουν τις δυνατότητές τους, να αναπτύξουν το ανθρώπινο κεφάλαιό τους, πλουτίζοντάς μας έτσι όλους.
Πρόκειται για ακόμη ένα παράδειγμα του πώς οι φιλελεύθερες κοινωνικές πολιτικές που βασίζονται στη νομοκρατία οδηγούν σε πετυχημένες οικονομίες. Είναι βεβαίως πιθανό μία χώρα να πλουτίσει χωρίς να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους πολίτες της, αλλά όπως καταδεικνύει εναργώς η προαναφερθείσα έρευνα, αυτό μπορεί να επιτευχθεί πολύ πιο γρήγορα και εύκολα αν όλοι έχουν ίση αντιμετώπιση.
Και ενώ μεγάλο μέρος του διαλόγου για το μέλλον εστιάζει στους κινδύνους και της ευκαιρίες διάφορων πανακειών της τεχνολογίας - της τεχνητής νοημοσύνης, του αυτοματισμού, των ρομπότ και ούτω καθεξής - για το 40% των χωρών όπου οι γυναίκες ακόμη δεν απολαμβάνουν πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα, υπάρχουν εύκολες οικονομικές νίκες που απλώς περιμένουν να κατακτηθούν.
*O John Ashmore είναι συντάκτης του μπλογκ CapX.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Μαρτίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.