Η εξέγερση στην Κούβα και η κοινωνική αλλαγή που κατέλαβε τη δικτατορία εξ απήνης

Η εξέγερση στην Κούβα και η κοινωνική αλλαγή που κατέλαβε τη δικτατορία εξ απήνης

Τον προηγούμενο Δεκέμβριο έγραψα ένα άρθρο γνώμης (στα Ισπανικά) με τίτλο «Ο φόβος χάνεται στην Κούβα» (Losing Fear in Cuba) όπου καταδείκνυα μια απ' ό,τι φαίνεται σημαντική, νέα εξέλιξη: οι καθημερινοί Κουβανοί παύουν να φοβούνται να διαδηλώνουν δημοσίως εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η μαζική εξέγερση σε ολόκληρη τη χώρα αυτή την εβδομάδα όπου οι Κουβανοί φώναξαν «Κάτω η δικτατορία» τραγουδώντας «ελευθερία» ήταν εντυπωσιακή καθώς δεν είχε προηγούμενο στο αστυνομικό κράτος της Κούβας. Κατέδειξε όμως επίσης ότι οι Κουβανοί έχουν όντως χάσει τον φόβο τους να αψηφούν ανοιχτά το καθεστώς.

Πρόκειται για μια βαθιά αλλαγή στην κουβανική κοινωνία που κατέλαβε τη δικτατορία εξ απήνης. Εξανάγκασε ένα καθεστώς που επιθυμεί να διατηρήσει την εξουσία με κάθε κόστος να καταστείλει βίαια τον πληθυσμό - μέσω ξυλοδαρμών, εξαφανίσεων και δολοφονιών - σε εύρεια κλίμακα και φανερά, κάτι που διαφέρει από τη συνήθη μέθοδο των πιο περιορισμένων και κρυφών μορφών καταπίεσης.

Ο ανεξάρτητος Κουβανός δημοσιογράφος Reinaldo Escobar περιγράφει την επίδραση της εξέγερσης της 11ης Ιουλίου ως εξής: «Η πλειονότητα των Κουβανών αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά το επίπεδο της κυρίαρχης δυσαρέσκειας… Οι εικόνες που δείχνουν διαδηλωτές σε διάφορες πόλεις να φωνάζουν “Δεν φοβόμαστε”, “Θέλουμε αλλαγή”, ή απλώς να επαναλαμβάνουν τη λέξη “Ελευθερία” κατέστησαν σαφές στον καθένα ότι αυτό που σκεφτόταν και δεν τολμούσε να πει δεν ήταν μια ακραία προσωπική σκέψη, αλλά μάλλον ένα κοινό αίσθημα».

Το καθεστώς βεβαίως είναι αντιδημοφιλές εδώ και καιρό, αλλά η έκφραση αυτής της δυσαρέσκειας υπήρξε επικίνδυνη και συνήθως γινόταν ιδιωτικώς. Οι μαζικές διαδηλώσεις επικύρωσαν αυτά τα συναισθήματα και κατέδειξαν την ευρύτητά τους. Δεν είχαν προηγούμενο στην Κούβα και κατ’ άλλους τρόπους. Οι διαδηλώσεις ήταν οι πρώτες που υπήρξαν μαζικές σε εθνικό επίπεδο και ταυτόχρονες. Ήταν οι πρώτες που ζητούσαν να τερματιστεί η δικτατορία και οδήγησαν στην καταστροφή κυβερνητικών οχημάτων, άλλης κρατικής ιδιοκτησίας και φωτογραφιών του Φιντέλ Κάστρο.

Γι’ αυτούς τους λόγους, ο πρώην ηγέτης των ανταρτών από το Ελ Σαλβαδόρ Joaquin Villalobos υποστηρίζει ότι το καθεστώς εξωθήθηκε σε μια θέση που επιθυμούσε να αποφύγει. Κι αυτό γιατί εδώ και καιρό βασιζόταν σε ένα σύστημα επιλεκτικής καταστολής και μαζικού κοινωνικού ελέγχου και συλλογής πληροφοριών που έχει ως στόχο να εμποδίσει τα πράγματα να ξεφύγουν. Σύμφωνα με τον Βιγιαλόμπος, συνήθως «οι συλλήψεις είναι επιλεκτικές, ο βασανισμός δεν αφήνει σημάδια και κάποια μέλη της αντιπολίτευσης, αντί να δολοφονούνται, πεθαίνουν από "ατυχήματα" ή "αυτοκτονούν"». Οι πρόσφατες εξεγέρσεις, εξηγεί, ξέφυγαν από τα δίχτυα του εκτεταμενου αυτού συστήματος πρόληψης και κατασκοπίας.

Γιατί λοιπόν συνέβη η εξέγερση; Η άμεση αιτία είναι η έντονη και εντεινόμενη οικονομική κρίση της χώρας που επιβαρύνεται περαιτέρω από την πανδημία την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αναποτελεσματικά. Οι οικονομικές συνθήκες σήμερα είναι κατά πολλούς τρόπους χειρότερες απ’ ό,τι οποτεδήποτε άλλοτε κατά τη μετασοβιετική περίοδο. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος των μαζικών επιδοτήσεών της προς την Κούβα, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 35%, εξέλιξη που υποδαύλισε την τελευταία, πιο περιορισμένη διαμαρτυρία το 1994. Στη συνέχεια, η Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες έσπευσε να παράσχει μαζικές επιδοτήσεις, αλλά κι αυτός ο αγωγός στέρεψε τα τελευταία χρόνια καθώς η ίδια η σοσιαλιστική οικονομία της Βενεζουέλας βυθίστηκε σε κρίση. Ο οικονομολόγος Carmelo Mesa‐​Lago υπολογίζει ότι «οι περισσότεροι οικονομικοί δείκτες παραμένουν κάτω από το επίπεδο του 1989».

Η έλλειψη εξωτερικής χρηματοδότησης για τη διατήρηση της σοσιαλιστικής οικονομίας στη ζωή εξηγεί τις ακραίες ελλείψεις τροφίμων και βασικών ειδών ανάγκης (συμπεριλαμβανομένου του νερού), τις διακοπές ηλεκτροδότησης, και τις πρόσθετες δυσκολίες του κορονοϊού εξαιτίας ενός υπό κατάρρευση κρατικού συστήματος υγείας. Οι συνθήκες αυτές δημιούργησαν τεράστια αγανάκτηση, αλλά δεν εξηγούν το γιατί συνέβη μια αυθόρμητη, μαζική πανεθνική εξέγερση.

Το άρθρο μου τον Δεκέμβριο είχε ως αφορμή τη σύλληψη μιας ομάδας καλλιτεχνών, γνωστών ως το Κίνημα του Σαν Ισίντρο, που επρόκειτο να διαμαρτυρηθούν εναντίον εντός νόμου του 2018 που καθιστούσε υποχρεωτική την κρατική προέγκριση για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Το καθεστώς χρησιμοποίησε την εφαρμογή νόμων που είχαν ως σκοπό την πρόληψη της εξάπλωσης του κορονοϊού ως πρόφαση για να συλλάβει τα μέλη της ομάδας τον Νοέμβριο που μας πέρασε. (Δείτε την έκθεση του Human Rights Watch για το πώς η Κούβα χρησιμοποιεί τους κανόνες για τον κορονοϊό για να εντείνει την καταστολή). Το αξιοσημείωτο είναι ότι την ημέρα μετά τις συλλήψεις, τριακόσιοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Υπουργείο Πολιτισμού για να διαμαρτυρηθούν. Ήταν η Κουβανή καλλιτέχνις Tania Bruguera που παρατήρησε τότε πως οι Κουβανοί «χάνουν τον φόβο τους κι αυτό είναι κάτι που κανείς δεν θα μπορέσει να σταματήσει».

Η αντιπολιτευτική φωνή γνωστών Κουβανών καλλιτεχνών, ο ολοένα και μεγαλύτερος ρόλος των επιδραστικών λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και η αυξανόμενη πρόσβαση στο διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια επέτρεψε στην εξέγερση της 11ης Ιουλίου να συμβεί. Ο συνδυασμός του ηγετικού ρόλου ανθρώπων από τον κόσμο των τεχνών και του πολιτισμού καθώς και της της νέας τεχνολογίας σπάει το προληπτικό σύστημα επιτήρησης και ελέγχου της Κούβας. Ένα παράδειγμα του ρόλου που διαδραματίζουν οι καλλιτέχνες στη διάδοση της αντιπολιτευτικής στάσης είναι το μουσικό βίντεο “Patria y Vida” που έγινε viral φέτος στο οποίο συμμετέχουν επιφανείς Κουβανοί μουσικοί στην Κούβα και στο εξωτερικό (και κάποιοι καλλιτέχνες από το Κίνημα Σαν Ισίντρο) το οποίο εκφράζει τη διαμαρτυρία εναντίον του καθεστώτος. (Ο τίτλος του βίντεο σημαίνει «Πατρίδα και ζωή» και αντιπαραβάλλεται στο σύνθημα του καθεστώτος «Πατρίδα ή θάνατος»)

Οι πιο πρόσφατες αντιπολιτευτικές φωνές χτίζουν στα θεμέλια δεκαετιών μιας μακράς λίστας πολιτικών αντιφρονούντων και υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που περιλαμβάνουν τους Oswaldo Payá, José Daniel Ferrer, Berta Soler και τις Γυναίκες με τα Λευκά, καθώς και τη Yoani Sánchez, η οποία σε μια μελέτη του Cato το 2010 είπε: «Τώρα που το κράτος ξέμεινε από χρήματα και δεν υπάρχουν άλλα δικαιώματα για να ανταλλάξει με επιδόματα, το αίτημα της ελευθερίας αναδύεται». Παρατήρησε επίσης ότι το διαδίκτυο εξελίσσεται σε ισχυρό εργαλείο που δίνει φωνή σε μια κοινότητα κυβερνο-αντιφρονούντων: «αυτός ο εικονικός χώρος μοιάζει με ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης όπου οι Κουβανοί πηγαίνουν για να μάθουν ξανά τις ελευθερίες που έχουν ξεχάσει. Το δικαίωμα του σχετίζεσθαι μπορεί να βρεθεί στο Facebook, στο Twitter και σε άλλα κοινωνικά δίκτυα, ως ένα είδος αποζημίωσης για το έγκλημα της ‘παράνομης συγκέντρωσης’ που προβλέπει ο κουβανικός ποινικός κώδικας».

Πόσο δίκιο είχε! Οι νέες συνθήκες στην Κούβα συνέβαλαν στην επίλυση ενός προβλήματος συλλογικής δράσης και στην ενθάρρυνση των Κουβανών πολιτών. Η εξέγερση που ξεκίνησε σε μια μικρή πόλη κοντά στην Αβάνα εξαπλώθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη χώρα καθώς οι Κουβανοί είδαν τι συνέβαινε στα κοινωνικά μέσα. Όπως το είδε και ο υπόλοιπος κόσμος. Και μολονότι το διαδίκτυο κόπηκε και έκτοτε έχει μόνο μερικώς αποκατασταθεί, τη βιαιότητα του καθεστώτος την βλέπουν επίσης οι Κουβανοί και οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα κινητά τηλέφωνα υπάρχουν παντού, και οι Κουβανοί βιντεοσκοπούν τις βιαιότητες και τις μοιράζονται στα κοινωνικά μέσα.

Αυτό έχει τεράστια σημασία. Πέραν του ότι συντρίβει τον μύθο ότι οι Κουβανοί είναι ικανοποιημένοι με τον κομμουνισμό καθώς σπανίως σημειώνονται αναταραχές και οι στρατιωτικές δυνάμεις ποτέ δεν φαίνεται να καταστέλλουν τους πολίτες, οι εικόνες που φτάνουν από την Κούβα θυμίζουν στον κόσμο ότι η κουβανική κυβέρνηση είναι στην πραγματικότητα μια στρατιωτική δικτατορία. Τα βίντεο δείχνουν πούλμαν από Κουβανούς να φτάνουν σε συγκεκριμένες γειτονιές οπλισμένοι με ρόπαλα και ραβδιά για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές. Στην πραγματικότητα, αυτά τα πούλμαν ανήκουν στον στρατό, και οι επιβάτες τους είναι στρατιώτες με πολιτικά. Αυτός ο τραμπουκισμός δεν ξεγελά κανέναν. Άλλες δυνάμεις ασφαλείας δείχνουν μάλιστα πιο στρατικοποιημένες.

Ακόμη, αν τα πράγματα φτάσουν στο σημείο όπου πρέπει να κληθεί ο στρατός για να πυροβολήσει εναντίον πολιτών, ο πρώην Μεξικανός Υπουργός Εξωτερικών Jorge Castañeda εξηγεί ότι οι μέρες του καθεστώτος θα ήταν μετρημένες. Η ανάληψη τέτοιας δράσης θα υπονομεύσει τα επαναστατικά εχέγγυα του καθεστώτος ενώ η άρνησή της θα σημάνει την πτώση του. Δεν βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο σήμερα, και η στρατιωτική κυβέρνηση σίγουρα διατηρεί το πάνω χέρι, αλλά πρόκειται για ένα δίλημμα που οι διαδηλωτές μπορεί κάποτε να θέσουν στη δικτατορία.

Εξάλλου, η δικτατορία παίρνει μαθήματα καταστολής από τη Βενεζουέλα, της οποίας την κυβέρνηση ελέγχει, και από τη Νικαράγουα επί της οποίας διατηρεί μεγάλη επιρροή. Και οι δύο αυτές δικτατορίες έχουν καταστείλει βιαίως μαζικές διαδηλώσεις και προς το παρόν, διατηρούν την εξουσία.

Δεν είναι εφικτό να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η Κούβα είναι σήμερα ένα διαφορετικό μέρος απ’ ό,τι ήταν πριν την 11η Ιουλίου. Οι Κουβανοί έχουν χάσει τον φόβο τους και η φθορά της ιδεολογικής νομιμοποίησης του καθεστώτος έχει σημασία για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, ιδίως σε μια περίοδο όπου η λαϊκιστική και ακραία αριστερά συνεχίζει να αποτελεί μια σοβαρή απειλή σε χώρες ολόκληρης της περιοχής.

--

Ο Ian Vásquez είναι αντιπρόεδρος διεθνών μελετών του Cato Institute και διευθυντής του Center for Global Liberty and Prosperity.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Νοεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.