Η Ευρώπη και ο στόχος των μηδενικών εκπομπών άνθρακα

Η Ευρώπη και ο στόχος των μηδενικών εκπομπών άνθρακα

Της Sorana Gheorghiade

Πάνω από τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή, τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ συμφωνούν με τον νέο στόχο της επίτευξης ουδετερότητας άνθρακα μέχρι το 2050. Καθώς η ΕΕ ευθύνεται για το 10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αυτή η μακροχρόνια στρατηγική σκοπεύει να επιτύχει τους αρχικούς στόχους που συμφωνήθηκαν στο Παρίσι το 2016 και να προσθέσει μια σειρά από υποσχόμενα, ενεργειακώς αποδοτικά μέτρα. Η μείωση των εκπομπών κατά περισσότερο από 40% μέσα στα επόμενα 10 χρόνια είναι ένας τολμηρός στόχος καθαυτός. Μεγαλύτερα όμως κράτη με εντατική χρήση ενέργειας όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ αθροίζουν το 41,8% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καταδεικνύοντας ότι η ΕΕ μπορεί να μην είναι εντέλει ένας τόσο σημαντικός παίκτης. 

Τούτου δοθέντος, μήπως η επίτευξη ουδετερότητας άνθρακα στα επόμενα 30 χρόνια να είναι ένας υπερφιλόδοξος στόχος; Και αν ναι, ποιο είναι το οικονομικό κόστος; Ίσως τα κράτη που δεν συμφωνούν τόσο έντονα να γνωρίζουν κάτι που μας διαφεύγει. Ο πολωτικός χαρακτήρας αυτής της διαμάχης - ανάμεσα στο δυτικό μπλοκ και την ομάδα του Βίσεγκραντ, δηλαδή την Εσθονία, την Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία - σχετίζεται με τις εσωτερικές οικονομικές διαφορές και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού. Δυστυχώς, ακόμη και αν η ΕΕ καταφέρει να μηδενίσει τις εκπομπές άνθρακα, υπάρχουν μεγαλύτεροι παίκτες σε αυτή την περιβαλλοντική αρένα.

Όπως και με το να κοιτάζει κανείς έναν λαβύρινθο στο χαρτί, το να μπορείς να δεις την εκκίνηση και τον τερματισμό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα μπορέσεις να βρεις εύκολα τη σωστή διαδρομή. Η πρόληψη των επιπτώσεων της παγκόσμιας θέρμανσης δεν είναι κάτι το εύκολο και περιλαμβάνει σχέδια μετάβασης για τα πεδία της οικονομίας, της παραγωγής και της κοινωνίας. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η παραδοσιακή παραγωγή ενέργειας συνδέονται αδιαχώριστα, μολονότι αυτό παρεβλεπόταν μέχρι πρόσφατα. Στο παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επί της συνολικής ενεργειακής ζήτησης περιορίζεται στο 10,4% ενώ τα ορυκτά καύσιμα διατηρούν ένα σταθερό ποσοστό της τάξης του 81%.

Η υιοθέτηση ενός ουδέτερου ως προς τον άνθρακα τρόπου ζωής κοστίζει, αλλά τα οφέλη θα μπορούσαν να είναι τεράστια για τις μελλοντικές γενιές. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα Κλιματικής Δράσης και Ενέργειας Miguel Arias Canete δήλωσε ότι «η μετάβαση στην ουδετερότητα άνθρακα θα ενθαρρύνει επενδύσεις σε λύσεις καθαρής ενέργειας για την Ευρώπη που θα φτάσουν σχεδόν τα 300 δις ευρώ το χρόνο». Και η διάχυση των θετικών εξωτερικοτήτων δεν σταματά εδώ. Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνιστά μια μεγάλη απειλή για το στρώμα του όζοντος, κυρίως λόγω των εκπομπών αμμωνίας και την καύση των καυσίμων. Οι δράσεις για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουν και αυτά τα προβλήματα - για παράδειγμα, μπορούν να δοθούν κίνητρα σε αγρότες από τις κυβερνήσεις ώστε να υιοθετήσουν πιο καινοτόμες τεχνολογίες, μεθόδους καλλιέργειας χαμηλών εκπομπών και εξελιγμένα βιοκαύσιμα στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΑΠ που μείωσε άλλες επιδοτήσεις.

Στη σύνοδο της 20ης Ιουνίου, η Πολωνία ηγήθηκε της αντιπολίτευσης, με την στήριξη της Τσεχίας και της Ουγγαρίας. Ένας από τους λόγους για αυτή την τόσο έντονη αντίθεση είναι η μεγάλη εξάρτηση από άνθρακα των χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Οι ιδιαιτερότητες των κρατών μελών θα πρέπει συνεπώς να ληφθούν υπόψη στην εκτίμηση του βαθμού ετοιμότητάς τους να αναλάβουν μέτρα προστασίας του κλίματος. Τα κράτη-μέλη έχουν περιθώριο μέχρι το τέλος του έτους για να βελτιώσουν τα σχέδιά τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως ο πλήρης εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας παραγωγής εκπομπών άνθρακα θα απαιτούσε ετησίως 175 με 290 δις ευρώ σε επενδύσεις υποδομές ενέργειας. Αυτό θεωρείται μεγάλο εμπόδιο για την Τσεχία, την Εσθονία, την Ουγγαρία και την Πολωνία - τις 4 χώρες που μπλοκάρουν την περαιτέρω ανάπτυξη της συμφωνίας για τον στόχο του 2050.

Ο κύριος λόγος αυτής της αντίθεσης της Πολωνίας έναντι του στόχου για το 2050 είναι η προστασία των συμφερόντων των Πολωνών επιχειρηματιών. Η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να μην τους φορτώσει το ρίσκο της επιπρόσθετης φορολόγησης και του κόστους μετασχηματισμού που συνεπάγεται ο εκσυγχρονισμός των διάφορων κλάδων. Οι εγχώριες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης δεν συμβαδίζουν με τη δυτική Ευρώπη, καθώς η Πολωνία καταναλώνει περίπου τη μισή κατά κεφαλήν ενέργεια των αντίστοιχων δυτικών χωρών. Συνεπώς, ο εκσυγχρονισμός των επιμέρους κλάδων παραγωγής ενέργειας και η αναδόμηση της διανομής της σε έναν πιο φιλικό προς το περιβάλλον μηχανισμό καταναλώνει μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της χώρας αυτής απ' ό,τι ισχύει για τους δυτικούς της εταίρους. Ακόμη, έντονες είναι οι πιέσεις από τις βιομηχανίες του κλάδου του άνθρακα και τους διανομείς ορυκτών καυσίμων που κράτησαν μια επιφυλακτική στάση έναντι της πρωτοβουλίας αυτής.

Στο μεταξύ, η Ουγγαρία εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο να στηρίξει τον στόχο για το 2050 λίγες μέρες πριν την σύνοδο, αλλά υπογράμμισε τον ρόλο της πυρηνικής ενέργειας. Το βέτο όμως που άσκησε η χώρα στον στόχο βασίζεται στα «τεράστια κόστη» που θα μετατραπούν σε «βάρος στην παραγωγή» όπως καταδεικνύει η εξάρτηση των ανανεώσιμων από τη χρηματοδότηση της ΕΕ. Η ουγγρική κυβέρνηση αρκείται στο γεγονός ότι κατάφερε να κρατήσει χαμηλά τους λογαριασμούς για τα νοικοκυριά και εκτιμά πως η εφαρμογή των νέων ευρωπαϊκών μέτρων ουδέτερων εκπομπών θα οδηγήσει τους λογαριασμούς ενέργειας σε αυξήσεις της τάξης του 30-40%. Από την άλλη πλευρά, μια πόλη ουδέτερων εκπομπών άνθρακα κόστους 1 δις ευρώ θα οικοδομηθεί από το μηδέν στα βορειοδυτικά της χώρας. Η πόλη αυτή που θα ενεργοδοτείται από βιοαέριο και ηλιακή ενέργεια, αποδεικνύει την προοδευτική προσέγγιση αυτού του κράτους-μέλους. Οι υπόλοιποι εταίροι που αντιτάσσονται, η Εσθονία και η Τσεχία, αρνήθηκαν να υιοθετήσουν τον χρονικό στόχο αν οι πλουσίοτερες χώρες δεν αναλάβουν μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού. Το κύριο αίτημά τους είναι ένα πολύ λεπτομερειακό πακέτο αποζημίωσης.

Η υπόθεση όμως δεν περιορίζεται στα χρήματα. Ένας από τους λόγους που δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία είναι και τα στενά συμφέροντα των ρυπογόνων βιομηχανιών των ανατολικών κρατών. Η προστασία των αναγκών των επιχειρήσεων και των πολιτών είναι για τα κράτη-μέλη του Βίσεγκραντ υψηλότερη προτεραιότητα από το περιβάλλον. Εξ ου και η διττή αντίθεση. Ακόμη όμως και με τις καλύτερες προσπάθειες όλων των ευρωπαϊκών κρατών-μελών, οι υπόλοιπες ρυπογόνες χώρες, που ευθύνονται για το 90& των εκπομπών, επιτείνουν την κατάσταση. Αν λοιπόν χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα ή οι ΗΠΑ δεν υιοθετήσουν μια παρόμοια συμφωνία, η υιοθέτηση του στόχου για το 2050 μπορεί απλά να μην αξίζει τον κόπο.

--

Η Sorana Gheorghiade κάνει την πρακτική της στην έρευνα στο Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης