Tου James Pethokoukis
Ο Ντόναλντ Τραμπ έφυγε, ο λαϊκισμός όμως επιβιώνει. Από τη μια πλευρά, ο Πρόεδρος Μπάιντεν, όπως και ο προκάτοχός του υπέγραψε μια εκτελεστική εντολή με θέμα “Αγοράστε αμερικανικά” για ομοσπονδιακές αγορές που υποτίθεται ότι θα ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή. (Ενδιαφέρουσα πληροφορία: Οι οικονομολόγοι Gary Hufbauer και Euijin Jung εκτιμούν ότι οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές υποχρεώσεις από το πρόγραμμα “Αγοράστε αμερικανικά” κόστισαν στους Αμερικανούς φορολογούμενους επιπλέον 94 δις δολάρια το 2017). Από την άλλη, ο Μπάιντεν δεν φαίνεται να βιάζεται να καταργήσει τους υφιστάμενους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα. Μπορεί επίσης κανείς να αναφερθεί στο οικονομικό του σχέδιο που δεν φαίνεται να νοιάζεται πολύ για τα αποτελέσματα που θα έχει στο επίπεδο του κρατικού χρέους. Ακόμη, υπάρχουν σημάδια μιας επιθετικής ρυθμιστικής στάσης έναντι της Wall Street και της Silicon Valley. Σε ένα άρθρο του στο American Prospect τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Robert Kuttner καλούσε τον Μπάιντεν να κυβερνήσει ως “προοδευτικός λαϊκιστής” και να διεκδικήσει εκ νέου “τον οικονομικό λαϊκισμό που αποτελούσε κάποτε την ουσία του Δημοκρατικού Κόμματος και πηγή έλξης για τους ψηφοφόρους του”.
Τίποτα απ’ όλα αυτά - που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε “λάιτ λαϊκισμό” - δεν εκπλήσσει πιθανότατα τους οικονομολόγους που συνέγραψαν το πρόσφατο άρθρο στο VoxEU με τίτλο “Το κόστος του λαϊκισμού: Δεδομένα από την Ιστορία” (The cost of populism: Evidence from history). Οι ερευνητές έχτισαν μια βάση δεδομένων για διάφορες χώρες, εντοπίζοντας 50 λαϊκιστές προέδρους και πρωθυπουργούς κατά την περίοδο 1900-2018. Και ένα από τα πορίσματά τους είναι ότι ο λαϊκισμός συχνά δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Από την ανάλυσή τους:
“Το κεντρικό μήνυμα από το διάγραμμα είναι ότι ο λαϊκισμός στο κυβερνητικό επίπεδο φαίνεται να έχει σοβαρές διαστάσεις, καθώς παρατηρείται στις ίδιες χώρες ξανά και ξανά. Εντοπίζουμε μακρές και επαναλαμβανόμενες περιόδους λαϊκιστικής διακυβέρνησης. Το να έχει μια χώρα κυβερνηθεί από λαϊκιστές στο παρελθόν αποτελεί ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα λαϊκιστικής διακυβέρνησης σήμερα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι οι μισές από τις χώρες με επαναλαμβανόμενες λαϊκιστικές περιόδους… είδαν μεταβάσεις από τον αριστερό στον δεξιό λαϊκισμό ή το αντίστροφο.
Οι περισσότεροι πολιτικοί βέβαια έχουν λαϊκίστικες εκφάνσεις από καιρό σε καιρό. Θυμηθείτε το θέμα της εκστρατείας του Αλ Γκορ το 2000 “Ο λαός εναντίον των ισχυρών”. Αλλά για να χαρακτηριστεί ένας ηγέτης λαϊκιστής, σύμφωνα με τους Manuel Funke, Moritz Schularick, και Christoph Trebesch, θα πρέπει να τοποθετεί την “υποτιθέμενη πάλη του λαού (‘ημών’) ενατίον των ελίτ (‘εκείνων’) στο επίκεντρο της πολιτικής του εκστρατείας και του ύφους διακυβέρνησής του (για παράδειγμα, βάσει αυτού του ορισμού οι Πούτιν, Ρήγκαν ή Ομπάμα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκιστές, αλλά οι Μπολσονάρο, Μπερλουσκόνι και Τραμπ ξεκάθαρα μπορούν).
Βάσει αυτών των κριτηρίων, δεν νομίζω ότι ο Μπάιντεν μπορεί - τουλάχιστον προσώρας - να χαρακτηριστεί λαϊκιστής, καθώς τουλάχιστον η εκστρατεία του βασίστηκε στο θέμα της ενότητας και όχι στη σύγκρουση. Βεβαίως, μπορεί κανείς φυσικά να περιμένει ότι κάποιος άλλος προεδρικός υποψήφιος στο μέλλον θα παρουσιαστεί πιο ρητά ως λαϊκιστής, βάσει τόσο της εκλογικής επιτυχίας του Τραμπ, όσο και των ιστορικών δεδομένων που συνέλεξαν οι οικονομολόγοι.
Πράγμα που μας οδηγεί στο άλλο σημαντικό πόρισμα:
“Όταν οι λαϊκιστές ανέλθουν στην εξουσία μπορούν να κάνουν μόνιμη οικονομική και πολιτική ζημιά. Οι χώρες που κυβερνιούνται από λαϊκιστές γνωρίζουν μια σημαντική μείωση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Κοινά στοιχεία της διακυβέρνησης από λαϊκιστές είναι οι πολιτικές προστατευτισμού στο εμπόριο, οι μη βιώσιμες δυναμικές χρέους και η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών. Υπάρχουν μόλις 9 περιπτώσεις όπου οι λαϊκιστές έφυγαν από την εξουσία εύτακτα. Στη μεγάλη τους πλειονότητα (32 περιπτώσεις) αυτές οι έξοδοι έγιναν ακανόνιστα, δηλαδή οι λαϊκιστές ηγέτες αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία μολονότι έχασαν τις εκλογές ή συμπλήρωσαν το όριο θητειών (8 περιπτώσεις), πέθαναν κυβερνώντας (3 περιπτώσεις), παραιτήθηκαν (13 περιπτώσεις) ή υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν λόγω πραξικοπήματος, καθαίρεσης ή ψήφου μομφής (8 περιπτώσεις). Η διάβρωση των δημοκρατικών κανόνων μπορεί να εξηγήσει τόσο την επιμονή, όσο και τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες του λαϊκισμού”.
Σήμερα, οι ανησυχίες για τον λαϊκισμό επικεντρώνονται περισσότερο στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής παρά σ’ αυτό των οικονομικών πολιτικών. Αυτό μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο αν τα επόμενα δύο χρόνια εκτυλιχθούν όπως πολλοί προβλέπουν. Η πιθανή επιμονή όμως της λαϊκιστικής οικονομικής σκέψης μπορεί να αποτελέσει μια πιο μακροπρόθεσμη απειλή έναντι της ευημερίας των Αμερικανών.
--
Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Δεκεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.