Η λογοκρισία στα κοινωνικά μέσα: Θα θεραπεύσει διαιρετικές τομές ή θα δημιουργήσει νέες;

Η λογοκρισία στα κοινωνικά μέσα: Θα θεραπεύσει διαιρετικές τομές ή θα δημιουργήσει νέες;

Του Bronwyn Howell

Για πολλά χρόνια, πολλοί πίστευαν ότι το διαδίκτυο θα γίνει η απόλυτη πλατφόρμα επικοινωνίας, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από εμπόδια που εγείρει το κόστος και η γεωγραφία και επιτρέποντας πραγματικά σε όλους και παντού να συνδεθούν με άλλους. Σε αυτό το ουτοπικό όραμα, ο διαδικτυακός λόγος μπορούσε πραγματικά να είναι «ελεύθερος» (ιδίως αν οι άνθρωποι μπορούσαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους), και το διαδίκτυο θα λειτουργούσε ως μια θετική δύναμη για εναλλακτικές θεωρήσεις που μπορεί να μην προσέλκυαν την προσοχή των συμβατικών μέσων. Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μάλιστα έφτασε να διακηρύξει ότι οι εφαρμογές των κοινωνικών μέσων θα είναι η «Πέμπτη Εξουσία» καθώς θα επιτρέπουν στους καθημερινούς ανθρώπους να εκφράζουν απόψεις και στην αλήθεια να ελέγχει πολύ πιο αποτελεσματικά την εξουσία απ’ ό,τι ήταν ποτέ εφικτό με την «Τέταρτη Εξουσία» - τα παραδοσιακά μέσα.

Σήμερα, εν έτει 2021, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να συμφιλιωθούν αυτοί οι φιλόδοξοι στόχοι για την ελευθερία του λόγου με τις πράξεις των πλατφορμών των κοινωνικών μέσων. Σχεδόν καθημερινά, οι πλατφόρμες κλείνουν λογαριασμούς και αρνούνται την πρόσβαση σε συγκεκριμένα άτομα (πχ ο μόνιμος αποκλεισμός του Ντόναλντ Τραμπ από το Twitter, ή του Robert F. Kennedy, Jr. από το Instagram), ή αφαιρούν περιεχόμενο (πχ η «αποδημοσίευση» αναρτήσεων της Great Barrington Declaration από το Facebook) με δικαιολόγηση ότι οι απόψεις που εκφράζονται είναι επιβλαβείς, προκαλούν το διχασμό της κοινωνίας, ή απλώς - όπως στην περίπτωση του Great Barrington Declaration - αντίκεινται στις «προδιαγραφές της κοινότητας», όπως κι αν ορίζονται αυτές. Κι αυτό έρχεται να προστεθεί στην αφαίρεση περιεχομένου σε κάποιες χώρες μετά από αίτημα των εκεί κυβερνήσεων, μολονότι αυτό μπορεί να το δει κανείς ελεύθερα από άλλες χώρες.

Φυσικά, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων - τουλάχιστον στις ΗΠΑ - έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν και να λογοκρίνουν περιεχόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ως ιδιωτικές εταιρίες δεν δεσμεύονται από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ. Γιατί όμως αισθάνονται εξαρχής την ανάγκη να λογοκρίνουν; Ως πάροχοι μιας διαδραστικής υπολογιστικής υπηρεσίας απολαμβάνουν τις προστασίες του άρθρου 230 του Νόμου Ευπρέπειας των Επικοινωνιών (Communications Decency Act) ώστε να μην θεωρούνται «εκδότες ή εκφραστές τις όποιας πληροφορίας παρέχεται από άλλον πάροχο πληροφοριακού περιεχομένου». Αυτή η προστασία τροφοδότησε τις αρχικές αισιόδοξες φιλοδοξίες ότι το διαδίκτυο θα αποδειχθεί ανώτερο από τους παραδοσιακούς εκδότες για την ελευθερία της έκφρασης, καθώς οι απόψεις που εκφράζονται διαδικτυακά είναι αυτές των χρηστών - και δεν επεξεργάζονται ή ελέγχονται από κάποιον εκδότη ή προγραμματιστή.

Η απλή απάντηση έχει να κάνει με τα εμπορικά κίνητρα και τη λειτουργία των αγορών. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ζούκερμπεργκ με αφορμή την ανακοίνωση των κερδών της εταιρείας τον τελευταίο μήνα, οι πελάτες του Facebook θέλουν να βλέπουν λιγότερο πολιτικό περιεχόμενο. Συνεπώς, στο πλαίσιο μιας απ’ ό,τι φαίνεται κοινωνικώς υπεύθυνης κίνησης συμβατής με τον σεβασμό έναντι των ανησυχιών των καταναλωτών, η εταιρία θα διορθώσει τους αλγορίθμους της σχετικά με την τοποθέτηση διαφημίσεων και την ιεράρχηση περιεχομένου. Είναι όμως σαφές ότι η προθυμία των διαφημιστών να συνεργαστούν με τις πλατφόρμες συνδέεται στενά με τις δημοφιλείς απόψεις σχετικά με το είδος του περιεχομένου που πρέπει να φιλοξενείται. Η περσινή εκστρατεία Stop Hate for Profit («Σταματήστε το μίσος για το κέρδος») κατέδειξε το πώς οι πλατφόρμες μπορούν να υποστούν πίεση ώστε να ελέγξουν περιεχόμενο σύμφωνα με συγκεκριμένες (και πολιτικώς δημοφιλείς) απόψεις, όπως ακριβώς θα το έκαναν και μετά από κρατικά διατάγματα. Όπως και με τα συμβατικά μέσα, οι φωνές που διαφωνούν με τις τρέχουσες δημοφιλείς απόψεις μπορεί να περιθωριοποιηθούν σε μια πλατφόρμα ως αποτέλεσμα πίεσης από ισχυρά, επενδεδυμένα συμφέροντα. Αυτό ίσως εξηγεί καλύτερα τους πρόσφατους αποκλεισμούς και την αφαίρεση περιεχομένου απ’ ό,τι η άσκηση δημόσιας υπευθυνότητας ως προς τον δημόσιο διάλογο, που θα φαινόταν ότι θα ευνοούσε την επίκληση του άρθρου 230 και τη μη ανάληψη δράσης.

Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον των κοινωνικών μέσων; Αν οι διάφορες πλατφόρμες υιοθετήσουν παρόμοιες προσεγγίσεις σχετικά με τον έλεγχο του περιεχομένου, όπως μπορεί να συμβεί αν υποχρεωθούν σε ρύθμιση περιεχομένου, τότε θα καταστεί δυσκολότερο να εκφράζονται οι φωνές διαφωνίας. Ο κίνδυνος είναι πως μόλις μία κυρίαρχη άποψη θα εκπροσωπείται στο δημόσιο διάλογο και θα χρειάζεται να υπάρχει μόλις μία ή δύο κυρίαρχες πλατφόρμες όπου θα διεξάγεται ο διάλογος. Τα προηγούμενα ενός τέτοιου αποτελέσματος είναι εμφανή ακόμη και σε δημοκρατικές χώρες σε εποχές κρίσης όταν μπορεί να φανεί «αντιπατριωτικό» να εκφράζονται απόψεις που διαφέρουν από την κυρίαρχη πολιτική αφήγηση.

Αν οι πλατφόρμες υιοθετήσουν διαφορετικές προσεγγίσεις στον έλεγχο περιεχομένου - όπως μπορεί να συμβεί σήμερα, και πρόκειται με βεβαιότητα να συμβεί αν αφαιρεθούν οι προστασίες του άρθρου 230 - τότε οι καταναλωτές και οι διαφημιστές θα επιλέξουν τις πλατφόρμες των οποίων οι πρακτικές αυτού του ελέγχου θα αντανακλούν τις προτιμήσεις τους, όπως περίπου συνέβη και με τα παραδοσιακά μέσα (σκεφτείτε για παράδειγμα το Fox News ή τη Daily Mirror). Οι συμμετέχοντες δεν θα χρειάζεται να έρχονται αντιμέτωποι στην πλατφόρμα που θα επιλέξουν με απόψεις που δεν συμφωνούν με τις προκείμενές τους. Η έκθεση σε διαφορετικές ιδέες και η συζήτηση πάνω σ’ αυτές θα περιοριστεί. Όπως διαβεβαιώνει ο Ζούκερμπεργκ, μια τέτοια δράση θα «μειώσει την θερμοκρασία και θα αποθαρρύνει τις διχαστικές συζητήσεις» σε οποιαδήποτε πλατφόρμα, αλλά το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες δεν θα χρειάζεται να έρχονται αντιμέτωποι με διαφορετικές απόψεις θα ενισχύσει τον διχασμό στις φυσικές κοινότητες αντί να τις ενώσει.

Αν θέλουμε το διαδίκτυο να υποστηρίξει την καθολική συζήτηση όλων των απόψεων, τότε τουλάχιστον μία πλατφόρμα θα πρέπει να μπορεί να δεσμευθεί ότι δεν θα ελέγχει το περιεχόμενο. Μπορεί να φιλοξενεί περιεχόμενο που κάποιοι δεν θα θέλουν να δουν, αλλά σίγουρα θα διευκολύνει τη συζήτηση μεταξύ ιδεών με τρόπο που δεν είναι εφικτός αλλού - όπως ακριβώς στις πλατείες ή στη «γωνιά του Hyde Park» σε προηγούμενες εποχές.

--

Η Bronwyn Howell είναι επισκέπτρια ερευνήτρια στο American Enterprise Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Φεβρουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.