Με την πρώτη ματιά η απάντηση φαίνεται προφανής - όχι. Αλλά δεν βλέπουν όλοι τα πράγματα έτσι. Ιδού το Bloomberg:
«Ο Μπάιντεν θα ζητήσει επίσης από τους νομοθέτες -όπως έκανε στο πλαίσιο του αιτήματός του για τον προϋπολογισμό πέρσι- να επιβάλουν τον ελάχιστο φόρο 21% στις πολυεθνικές εταιρείες, κάτι που σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο θα οδηγήσει σε σημαντικούς νέους φόρους στις φαρμακευτικές εταιρείες. Θέλει επίσης να τετραπλασιάσει τους φόρους που πρέπει να πληρώνουν οι εταιρείες όταν επαναγοράζουν μετοχές τους ώστε να φτάσουν στο 4% από 1%. Οι Δημοκρατικοί έχουν προτείνει τους φόρους επαναγοράς ως έναν τρόπο για να ενθαρρύνουν τις εταιρείες να επενδύουν σε εργατικό δυναμικό και εξοπλισμό αντί να επαναγοράζουν μετοχές».
Οι εταιρείες έχουν πολλούς διαφορετικούς τρόπους επιβράβευσης των επενδυτών. Μία τέτοια μέθοδος είναι τα μερίσματα. Μια άλλη προσέγγιση είναι η χρήση της επαναγοράς μετοχών, η οποία οδηγεί σε κεφαλαιακά κέρδη.
Πολλοί επενδυτές προτιμούν να λαμβάνουν κεφαλαιακά κέρδη, τα οποία γενικά αντιμετωπίζονται πιο ευνοϊκά απ’ ό,τι τα μερίσματα στον ομοσπονδιακό φορολογικό κώδικα (εν μέρει επειδή τα κέρδη δεν φορολογούνται μέχρι να πουληθεί η μετοχή). Με τη φορολόγηση της επαναγοράς των μετοχών, η κυβέρνηση θα αυξήσει τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή επί του σχηματισμού κεφαλαίου.
Αυτοί οι φόροι δεν ενθαρρύνουν τις επενδύσεις - ακριβώς το αντίθετο: Τείνουν να ωθούν τις επενδύσεις σε λιγότερο παραγωγικούς τομείς. Έτσι, ας υποθέσουμε ότι η εταιρεία Α μπορεί να πετύχει ένα ποσοστό απόδοσης κεφαλαίου 5% και η εταιρεία Β μπορεί να πετύχει ένα ποσοστό απόδοσης 10%.
Στην ιδανική περίπτωση, τα κέρδη της εταιρείας Α θα καταβάλλονταν στους ιδιοκτήτες, οι οποίοι θα ανακατεύθυναν τα κεφάλαια σε επενδύσεις της εταιρείας Β. Η νέα φορολογική διάταξη φαίνεται να έχει ως κίνητρο την επιθυμία να καταστεί κάθε εταιρεία πιο αυτάρκης, βασιζόμενη στα δικά της εσωτερικά κεφάλαια για επενδύσεις κεφαλαίου. Όμως, μια οικονομία όπου κάθε οργανισμός είναι αυτάρκης είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική από μια οικονομία δομημένη γύρω από την εξειδίκευση και το εμπόριο.
Ίσως βέβαια να υπάρχει και κάποιο άλλο κίνητρο για αυτήν την προτεινόμενη φορολογική αλλαγή - μολονότι δεν μπορώ να φανταστώ ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό.
Ο Scott Sumner είναι οικονομολόγος, διευθυντής του προγράμματος νομισματικής πολιτικής στο Mercatus Center at George Mason University, ερευνητής στο Independent Institute και καθηγητής στο Bentley University στο Waltham της Μασαχουσέτης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Μαρτίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.