Γράφει ο Adrian Nikolov
Ήδη από τον Μάιο, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βουλγαρίας ανακοίνωσε τα πολυαναμενόμενα νέα ότι σε μηνιαία βάση, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή κατέγραψε πτώση για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου και τον Ιούνιο, αυτή η τάση συνεχίστηκε, ακόμη περισσότερο αισθητά. Αυτό συνοδεύτηκε επίσης από χαλάρωση της ετήσιας μεταβολής των τιμών, η οποία έχει πέσει πολύ κάτω από το ανώτατο όριο που έφτασε το φθινόπωρο του 2022.
Ωστόσο, είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε εάν αυτή η συγκράτηση στην αύξηση των τιμών και ακόμη και οι μεμονωμένες μειώσεις αποτελούν την αρχή μιας διαρκούς τάσης ή απλώς μια προσωρινή επιβράδυνση στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων πληθωριστικών διαδικασιών.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στη δομή του πληθωρισμού. Ας δούμε πρώτα τη μηνιαία μεταβολή των τιμών τον Ιούνιο σε σύγκριση με τον Μάιο του 2023. Η πιο σημαντική πτώση εντοπίζεται στην ψυχαγωγία και τον πολιτισμό, με 3,1% σε σύγκριση με τον Μάιο. Ενθαρρυντικά στοιχεία υπάρχουν και για τις τιμές των τροφίμων, με μείωση 1%. Την ίδια ώρα, ωστόσο, σημειώνεται άνοδος 1,6% στις τιμές στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια για τον μήνα και για τις υπόλοιπες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών η δυναμική είναι πιο αδύναμη. Ωστόσο, αν δούμε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες, η κατανομή φαίνεται λίγο διαφορετική.
Σημαντικό μερίδιο της μείωσης των τιμών των τροφίμων συγκεντρώνεται στην ομάδα των λαχανικών (- 7,4%), η οποία παραδοσιακά υφίσταται έντονες εποχικές προσαρμογές τιμών. Υπάρχουν επίσης μειώσεις στα λάδια και τα λίπη (-4,4%) και στο γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά (-1,9%), τα οποία είχαν σημειώσει απότομες αυξήσεις τιμών την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2022, διατηρώντας τις τιμές πολύ πάνω από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα για χρόνια. Άλλες ευαίσθητες μειώσεις τιμών εντοπίζονται στα αέρια καύσιμα (-8,1%), καθώς και στα καύσιμα για προσωπική μεταφορά (-1,5%) και τις υπηρεσίες οργανωμένων ταξιδιών (-6,7%).
Εξετάζοντας την ετήσια μεταβολή των τιμών, η οποία απεικονίζει μακροπρόθεσμες και διαρθρωτικές αλλαγές, σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2022, παραμένει σημαντική η αύξηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 8,7%. Εδώ, παρατηρείται πτώση μόνο σε έναν από τους μεγάλους τομείς: τις μεταφορές, οι οποίες καταγράφουν μείωση έως και 13,7%, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών ρεκόρ των υγρών καυσίμων το περασμένο καλοκαίρι. Αυτές οι τιμές έχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό ομαλοποιηθεί, αλλά εξακολουθούν να απέχουν πολύ από τα πριν από την κρίση επίπεδα ή από τα κατώτατα επίπεδα του 2020. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 13,3% και σε ετήσια βάση, παρατηρείται μόνο πτώση στις τιμές για τα προαναφερόμενα λάδια και λίπη (-18,6%), που σημείωσαν ρεκόρ πέρυσι.
Με άλλα λόγια, ο αποπληθωρισμός τους τελευταίους δύο μήνες δεν είναι ουσιαστικός και επηρεάζει μάλιστα ένα περιορισμένο φάσμα αγαθών και υπηρεσιών. Ωστόσο, εάν θέλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, είναι σκόπιμο να στραφούμε στους παράγοντες που μπορούν να μειώσουν τις τιμές καταναλωτή μακροπρόθεσμα. Ο δείκτης τιμών παραγωγού της βιομηχανίας (ο οποίος, όπως δείξαμε πρόσφατα πολύ ξεκάθαρα, αποτελεί αξιόπιστο προγνωστικό δείκτη του πληθωρισμού καταναλωτή με κάποια καθυστέρηση), με έτος βάσης το 2015, έφτασε τις 150 μονάδες τον Μάιο – μια σημαντική πτώση από το ανώτατο όριο άνω των 200 μονάδων στα τέλη της περασμένης χρονιάς και πολύ κοντά στα προ του πολέμου επίπεδα. Ο ενεργειακός δείκτης, που επηρεάζει πρακτικά όλους τους άλλους κλάδους, παραμένει υψηλός (183 μονάδες), αλλά απέχει πολύ από το ταβάνι που έπιασε στις 350-400 μονάδες το φθινόπωρο. Οι σημαντικά χαμηλότερες τιμές των καυσίμων υποδηλώνουν επίσης σταδιακή χαλάρωση της δυναμικής των τιμών.
Ωστόσο, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση του κόστους εργασίας και των μισθών των εργαζομένων, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και δημιουργεί πρόσθετη πίεση στα επίπεδα των τιμών. Εδώ είναι που ελλοχεύει ένας από τους κύριους κινδύνους. Αν και η τρέχουσα συναίνεση σχετικά με τον κρατικό προϋπολογισμό δεν περιλαμβάνει σημαντικές επεκτάσεις ούτε των κοινωνικών πληρωμών και των συντάξεων ούτε του κατώτατου μισθού –μέτρα αναπόφευκτα πληθωριστικού χαρακτήρα– φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής συζήτησης για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, τέτοιες προτάσεις θα λάβουν πολύ ισχυρότερη στήριξη, η οποία θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μεσοπρόθεσμα τον πληθωρισμό, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.
Όλες οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη (είτε είναι η πιο συντηρητική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε η πιο αισιόδοξη του Υπουργείου Οικονομικών) και τα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο δείχνουν επιβράδυνση της οικονομίας το 2023. Συνολικά, η υπερανάπτυξη υποδηλώνει χαμηλότερο πληθωρισμό λόγω της μειωμένης ατομικής κατανάλωσης. Ωστόσο, αυτό εγκυμονεί πραγματικό κίνδυνο συρρίκνωσης της αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η οποία μέχρι στιγμής προσεγγίζει τον πληθωρισμό – αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτό θα συνεχιστεί. Η ασθενέστερη ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα και των σημαντικών αυξήσεων των επιτοκίων τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωζώνη, που στοχεύει ακριβώς στον έλεγχο του πληθωρισμού.
Παρά όλους αυτούς τους ευνοϊκούς παράγοντες, ωστόσο, οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό παραμένουν μάλλον δυσμενείς. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ακόμη και το 2024, η αύξηση των τιμών στη Βουλγαρία θα είναι πάνω από 4% – πολύ μακριά από τον χαμηλό πληθωρισμό σε συνδυασμό με την ταχεία αύξηση του εισοδήματος που ήταν χαρακτηριστικό της περασμένης δεκαετίας. Αυτό επηρεάζει επίσης τις φιλοδοξίες της Βουλγαρίας να ενταχθεί στην Ευρωζώνη σε ένα χρόνο, καθώς ακόμη και αν η κυβέρνηση καταφέρει να ελέγξει το δημοσιονομικό έλλειμμα, η ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στο κριτήριο του πληθωρισμού παραμένει αμφισβητήσιμη.
Επιστρέφοντας στην αρχική ερώτηση – ναι, επί του παρόντος βιώνουμε ήπιο αποπληθωρισμό. Ωστόσο, φαίνεται μάλλον να περιορίζεται σε μεμονωμένες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών και οφείλεται τουλάχιστον εν μέρει στις εποχιακές τάσεις και την ομαλοποίηση των τιμών των βασικών πρώτων υλών. Για τον λόγο αυτό, η πιθανότητα μακροπρόθεσμης πτώσης των τιμών φαίνεται μάλλον περιορισμένη, πόσο μάλλον η επιστροφή στα προ του 2022 επίπεδα. Επίσης, ο κίνδυνος εξωγενών κραδασμών στη βουλγαρική οικονομία, που οδήγησε τελικά στη σημαντική άνοδο των τιμών πέρυσι, παρεμένει υπαρκτός.
--
Ο Andrian Nikolov είναι ερευνητής στο βουλγαρικό Institute for Market Economics, την παλαιότερη ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης για την οικονομική πολιτική στη χώρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Αυγούστου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.