Ο Ρας Ρόμπερτς για τον Άνταμ Σμιθ και τα όρια της οικονομικής ορθοδοξίας

Ο Ρας Ρόμπερτς για τον Άνταμ Σμιθ και τα όρια της οικονομικής ορθοδοξίας

Του Dylan Pahman

Ο Ρας Ρόμπερτς, οικονομολόγος και οικοδεσπότης του εξαιρετικού podcast EconTalk - έγραψε ένα εμβριθές δοκίμιο την περασμένη εβδομάδα με θέμα τα διδάγματα που μπορούμε να εξαγάγουμε από το πρώτο βιβλίο του Άνταμ Σμιθ, τη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων.

Σύμφωνα με τον Ρόμπερτς: “Το ότι είναι κάτι σημαντικό, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι είναι και ποσοτικοποιήσιμο. Ανησυχώ ότι εμείς οι οικονομολόγοι πολλές φορές είμαστε σαν τον μεθυσμένο που ψάχνει τα μεσάνυχτα τα κλειδιά του κάτω από μια λάμπα του δρόμου. Πας να τον βοηθήσεις και αφού έχεις ψάξει μάταια να του βρεις τα κλειδιά τον ρωτάς αν είναι σίγουρος πως τα έχασε εκεί. Α όχι, στου απαντά. Δεν θυμάμαι πού τα έχασα. Αλλά εδώ τουλάχιστον έχει φως!”

Μολονότι εξαιρέσεις σ' αυτόν τον κανόνα υπάρχουν - ο ίδιος ο Ρόμπερτς είναι μία από αυτές - οι περισσότεροι οικονομολόγοι πέφτουν σ' αυτή την παγίδα του “εδώ τουλάχιστον έχει φως”, παραβλέποντας ότι δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί.

Εδώ ακριβώς ο Ρόμπερτς πιστεύει ότι ο Σμιθ μπορεί να βοηθήσει: “Ο Σμιθ υποστηρίζει ότι θέλουμε τον σεβασμό των ανθρώπων τριγύρω μας και θέλουμε να κερδίσουμε αυτόν τον σεβασμό έντιμα μέσω της πραγματικής συμπεριφοράς μας και όχι μέσω του πώς αυτή γίνεται αντιληπτή. Θέλουμε πηγή της φήμης μας να είναι ο πραγματικός μας εαυτός. Υπάρχει μία πρόταση που συνοψίζει το πώς ο Σμιθ βλέπει τα κίνητρά μας: 'Ο άνθρωπος από τη φύση του επιθυμεί όχι μόνο να αγαπιέται, αλλά και να είναι αξιαγάπητος'”.

Και συνεχίζει: “Ο Σμιθ διατυπώνει μια ευρύτερη υπόθεση ότι αυτή η ανάγκη για τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων είναι η πηγή της ευημερίας μας. Γράφει: 'Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ευτυχίας πηγάζει από τη συνειδητοποίηση ότι μας αγαπούν'. Αναλογιστείτε λοιπόν το εξής: Αν ο Σμιθ έχει δίκιο και το μεγαλύτερο μέρος της ευτυχίας μας πηγάζει από τη συνειδητοποίηση ότι μας αγαπούν, τότε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που δεν τους αγαπούν, ούτε τους σέβονται, ούτε τους τιμούν; Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους στους οποίους που κανείς δεν δίνει προσοχή, που παλεύουν να βρουν σεβασμό, τιμή και αγάπη; Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που αισθάνονται ασήμαντοι;”

Με επίκεντρο αυτό το ερώτημα, ο Ρόμπερτς καταδεικνύει το πώς οι διαμορφωτές της πολιτικής - συντηρητικοί ή προοδευτικοί - πέφτουν υπερβολικά συχνά στο πρόβλημα του “εδώ τουλάχιστον έχει φως” στις περιπτώσεις των μαζικών δολοφονιών, των ελάχιστων μισθών και της κρίσης των οπιοειδών. Συζητούν για τα δεδομένα και αγνοούν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των κοινωνικών προβλημάτων. Η σκέψη του αυτή μου θυμίζει το πώς ο ιστορικός της οικονομίας Ross Emmett συνόψισε τη θεώρηση του Frank Knight ως προς τη σημασία - και τα όρια - της οικονομικής επιστήμης: “Η ζωή είναι οικονομικά - τα οικονομικά δεν είναι όλη η ζωή”.

Ο Paul Heyne προειδοποίησε ομοίως για τον κίνδυνο του “εδώ τουλάχιστον έχει φως”: “Μια τέτοια άκαμπτη προσήλωση σε μια ανέφικτη θέση περιορίζει σημαντικά τον διάλογο και την αμφισβήτηση και μετατρέπει την υποψία σε πεποίθηση για πολλούς που αρχίζουν να αναρωτιούνται αν τα οικονομικά είναι περισσότερο μια ιδεολογία παρά επιστήμη”.

Ενώ βλέπω θετικά την πιθανότητα μιας αμερόληπτης από αξίες ανάλυσης, ολόψυχα συμφωνώ ότι το να σταματάμε εκεί θέτει την οικονομική επιστήμη σε μεγάλο κίνδυνο. Μόνο οι οικονομολόγοι αρκούνται στο να εξετάζουν οικονομικά ζητήματα αποκομμένα από το οποιοδήποτε ηθικό θεμέλιο, πλαίσιο ή συγκείμενο.

Ο μέσος άνθρωπος διστάζει μπροστά σε ένα τέτοιο νοητικό πείραμα: η οικονομία της πραγματικής ζωής, που αποτελείται από πραγματικούς ανθρώπους, τους φίλους και τις οικογένειές τους, τους γείτονες και τους συναδέλφους τους, δεν υπάρχει εν κενώ. Είναι μεγάλο σφάλμα να πιστεύουμε ότι αντιμετωπίζουμε τις αγωνίες τους μένοντας εγκλωβισμένοι σε τέτοιες περιορισμένες παραμέτρους.

Στο βιβλίο τους με τίτλο When Helping Hurts, οι Steve Corbett και Brian Fikkert περιγράφουν αντίθεση ανάμεσα στο πώς οι φτωχοί ανά τον κόσμο βλέπουν τους εαυτούς τους και το πώς οι Βορειοαμερικανοί της μεσαίας τάξης ορίζουν τη φτώχεια: “Οι φτωχοί συνήθως μιλούν για ντροπή, αισθήματα κατωτερότητας και απελπισίας, ταπείνωσης, φόβου, κατάθλιψης, κοινωνικής απομόνωσης και έλλειψης φωνής. Τα κοινά στη Βόρεια Αμερική συνήθως δίνουν έμφαση στην έλλειψη υλικών αγαθών όπως η τροφή, το χρήμα, το καθαρό νερό, τα φάρμακα, η στέγαση κλπ. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στο πώς πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές αντιλαμβάνονται τη φτώχεια και το πώς την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι φτωχοί μπορεί να έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες αντιμετώπισης της φτώχειας”.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του “εδώ τουλάχιστον έχει φως” αφορά όχι μόνο τους οικονομολόγους, αλλά και τους Βορειοαμερικανούς της μεσαίας τάξης. Μπορεί να μην παραμετροποιούν αριθμητικά δεδομένα, όμως κι αυτοί εστιάζουν υπερβολικά στα υλικά και τα μετρήσιμα. Αυτό το επισημαίνει και ο Ρόμπερτς: “Οι οικονομολόγοι της αριστεράς και της δεξιάς συνήθως εξετάζουν την υλική ευμάρεια και οι περισσότεροι οικονομολόγοι μένει εκεί κάτω από τη λάμπα του δρόμου γιατί εκεί ακριβώς τα δεδομένα θα έχουν την καλύτερη ποιότητα. Το ίδιο κάνουν και οι μη οικονομολόγοι. Χρησιμοποιούν τα δεδομένα ως ρόπαλο για να χτυπήσουν τους αντιπάλους, και επιλέγουν τις μελέτες και τα δεδομένα που ταιριάζουν καλύτερα στην αφήγησή του. Όλα τα υπόλοιπα, όσα δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν, συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη”.

Το δοκίμιο του Ρόμπερτς μου θύμισε αμέσως αυτό το απόφθεγμα από τους Corbet και Fikkert. Κάνει μεγάλη διαφορά να βάλουμε την “ντροπή, αισθήματα κατωτερότητας και απελπισίας, ταπείνωσης, φόβου, κατάθλιψης, κοινωνικής απομόνωσης και έλλειψης φωνής” στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου. Μας εμποδίζει από το να επιλέγουμε πάντα το εύκολο και βολικό πολιτικό επιχείρημα.

Μας βοηθά να δούμε ότι ενώ η πολιτική έχει σημασία, δεν είναι όλη η ζωή. Πράγματα όπως η πίστη, η οικογένεια και η φιλία μπαίνουν στο προσκήνιο όταν ο περιορισμένος ρόλος του υλικού και του μετρήσιμου αποκτούν το πραγματικό τους μέγεθος. Με άλλα λόγια: η ζωή είναι υλική, αλλά η ύλη δεν είναι όλη η ζωή.

Ο Ρόμπερτς καταλήγει με ένα εύστοχο βιογραφικό σημείωμα για τον Άνταμ Σμιθ: “Ο Άνταμ Σμιθ δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έκανε παιδιά. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ζούσε με τη μητέρα του. Αλλά αγαπήθηκε και όχι μόνο από τη μητέρα του. Τον σέβονταν και τον τιμούνταν κάποια από τα ισχυρότερα πνεύματα και κάποιοι από τους ισχυρότερους ανθρώπους της εποχής του - ο Ντέιβιντ Χιουμ ήταν ο καλύτερός του φίλος. Ο Σμιθ ήταν συχνά μόνος - αλλά απ' ό,τι φαίνεται δεν ήταν ιδιαίτερα μοναχικός. Πάντα αγαπιόταν και ήταν αξιαγάπητος.

Έγραψε μόλις δύο βιβλία όσο ζούσε, αλλά τι επίδραση είχαν αυτά! Μαζί, μας διδάσκουν κάτι θεμελιώδες για το τι έχει σημασία στον κόσμο μας. Θα ήταν σοφό εκ μέρους μας να έχουμε αυτή τη σοφία κατά νου όταν σκεφτόμαστε τη δημόσια πολιτική. Θα ήταν σοφό να θυμόμαστε τα όρια του να κοιτάμε μόνο εκεί όπου υπάρχει φως”.

Και, θα πρόσθετα εγώ, κάθε αναγνώστης θα ήταν σοφό να διαβάσει το πλήρες κείμενο του δοκιμίου του Ρόμπερτς, εδώ.

---

Ο Dylan Pahman είναι ερευνητής στο Acton Institute και υπεύθυνος έκδοσης του Journal of Markets & Morality.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Μαρτίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.