Γράφει ο Detmar Doering*
Η κυβέρνηση της Πολωνίας αναγνώρισε ταχύτερα από τη Γερμανία τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε ο Ρώσος ηγέτης Βλαντιμίρ Πούτιν και οι φιλοδοξίες του να καταστήσει υπερδύναμη τη Ρωσία. Και η πολωνική κυβέρνηση ενήργησε γρήγορα. Ωστόσο, η αμφιλεγόμενη εσωτερική πολιτική της Πολωνίας ως προς το κράτος δικαίου και η αντιπαράθεσή της με την ΕΕ και τη Γερμανία έχουν αποδυναμώσει σημαντικά τον αντίκτυπο αυτής της ενέργειας. Από την εισβολή στην Ουκρανία, έχει σημειωθεί μια ορισμένη προσέγγιση μεταξύ της πολωνικής και γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Τώρα, χρειάζονται περισσότερα και από τις δύο πλευρές.
Ήδη από το 2014, ο πρώην πρόεδρος της Πολωνίας Bronisław Komorowski επεσήμανε εμφατικά κατά τη διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψής του στην Ουκρανία: «Ποτέ δεν άκουσα ότι υπάρχει εμπάργκο εξοπλισμού της Ουκρανίας!». Η εκτίμηση της κεντρώας κυβέρνησής του ως προς την απειλή που αντιπροσωπεύει η Ρωσία δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από την αντίστοιχη της εθνο-λαϊκιστικής κυβέρνησης του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS), το οποίο βρίσκεται στην εξουσία από το 2015. Και παρά την ακραία πόλωση που χαρακτηρίζει την πολωνική πολιτική εδώ και χρόνια, εξακολουθεί να υπάρχει μια πολύ ευρεία συναίνεση ως προς αυτό μεταξύ των κατά τα άλλα εχθρικών στρατοπέδων.
Όπλα και τεχνογνωσία
Ως εκ τούτου, η Πολωνία εδώ και καιρό βοηθά την Ουκρανία με όπλα, τεχνογνωσία και υλικοτεχνική υποστήριξη. Η χώρα ήταν καλά προετοιμασμένη για τον σημερινό της ρόλο ως κεντρικού κόμβου για τις παραδόσεις όπλων μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Το γεγονός ότι η Γερμανία ήθελε να συνεισφέρει μόλις 5.000 κράνη στον στρατιωτικό εξοπλισμό των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων αντιμετωπίστηκε στην Πολωνία με ένα μείγμα αγανάκτησης και περιφρόνησης.
Υπήρχαν επίσης έγκαιρες προειδοποιήσεις σχετικά με τις γεωστρατηγικά μοιραίες επιπτώσεις του αγωγού φυσικού αερίου Nordstream 2 και τη συνειδητοποίηση ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική έναντι του Πούτιν διαμορφώθηκε από ευσεβείς πόθους αντί του ρεαλισμού.
Ωστόσο, η εικόνα της πολιτικής που ασκεί η σημερινή πολωνική κυβέρνηση στη σύγκρουση Ουκρανίας - Ρωσίας είναι λιγότερο ρόδινη όταν τοποθετείται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η ρεαλιστική εκτίμηση της Ρωσίας επανειλημμένα αντιπαραβλήθηκε με επιθέσεις με ιδεολογικά κίνητρα κατά της Γερμανίας και της ΕΕ. Το PiS σε μεγάλο βαθμό αντέστρεψε τον σταθερά φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό προσανατολισμό όλων των προηγούμενων πολωνικών κυβερνήσεων από το 1989.
Ειδικότερα, ο ηγέτης του PiS (και ελέγχων την κυβέρνηση) Jarosław Kaczyński επανειλημμένα ισχυρίστηκε ότι η Γερμανία σχεδιάζει ένα «Τέταρτο Ράιχ» και ότι χρησιμοποιεί την ΕΕ ως εργαλείο εξουδετέρωσης του πολωνικού εθνικού κράτους. Ο υπαινιγμός ότι η Πολωνία πρέπει να κρατηθεί μακριά από την τυραννία του Πούτιν όσο και από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εμπόδισε εξαρχής έναν εποικοδομητικό διάλογο, στον οποίο θα μπορούσαν να εισακουστούν οι βάσιμες ανησυχίες της Πολωνίας.
Οι ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Πολωνία
Επιπλέον, οι πολυάριθμες συστηματικές παραβιάσεις από την πολωνική κυβέρνηση βασικών νομικών αρχών που προστατεύονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ελευθερία του Τύπου) κατέστρεψαν τη βάση της εμπιστοσύνης στις σχέσεις με τις δυτικές χώρες και εταίρους της ΕΕ. Ακόμη χειρότερα, τα προβλήματα αυτά επηρέασαν και τον εσωτερικό πυρήνα της ίδιας της πολιτικής ασφάλειας. Όπως στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους Πολωνούς ως εγγυητές της ασφάλειας.
Το 2019, η πολωνική κυβέρνηση ρίχτηκε στην αγκαλιά του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήθελε να τοποθετήσει επιπλέον 1.000 στρατιώτες στη χώρα, και μάλιστα έφτασε στο σημείο να προτείνει να ονομαστεί ο στρατώνας «Φορτ Τραμπ». Η Πολωνία επέτρεψε να χρησιμοποιηθεί από τον Αμερικανό Πρόεδρο για να σπείρει διχασμό εντός του ΝΑΤΟ. Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Γερμανία αποδυνάμωσε το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και παραβίασε ξεκάθαρα τα διακηρυγμένα πολωνικά συμφέροντα ασφαλείας. Καθοδηγούμενη από μια οπισθοδρομική ιδεολογία, η Πολωνία έθεσε τελικά τα δικά της συμφέροντα σε κίνδυνο.
Αυτά προφανώς ανήκουν πλέον στην ιστορία. Λίγο πριν από τη ρωσική εισβολή, ο δισταγμός της γερμανικής κυβέρνησης να προμηθεύσει την Ουκρανία με όπλα και, εάν χρειαζόταν, να κλείσει το Nordstream 2, είχε προκαλέσει για άλλη μια φορά μεγάλη αγανάκτηση σε όλο το πολιτικό φάσμα στην Πολωνία. Αλλά η γερμανική στροφή μετά την εισβολή στην Ουκρανία χαιρετίστηκε ως «Κοπερνίκεια επανάσταση» (όπως έγραψε η εφημερίδα «Rzeczpospolita», η οποία επ’ ουδενί δεν πρόσκειται στην κυβέρνηση) και η αρχή μιας νέας εποχής.
«Κοπερνίκεια επανάσταση»
Οι γερμανο-πολωνικές σχέσεις βελτιώνονται σήμερα σημαντικά. Φυσικά, αυτή είναι η τρέχουσα ατζέντα όσον αφορά την πολιτική ασφάλειας, αλλά όχι μόνο σ’ αυτή - και ελπίζουμε ότι δεν οφείλεται απλώς στο τρέχον δράμα και επομένως δεν περιορίζεται σ’ αυτό.
Κι αυτό γιατί ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες: μια νέα ψυχροπολεμική εποχή ανατέλλει σήμερα ενάντια στα παράφρονα σχέδια για μια μεγάλη αυτοκρατορία, που κανείς δεν ξέρει πόσο μακριά θα φτάσουν. Η ιδέα μιας κοινότητας αξιών που είναι επίσης και μια κοινότητα άμυνας θα ανακτήσει τη σημασία της αφού υπέστη πρώτα σημαντική ζημιά κατά τη διάρκεια της διατλαντικής διχόνοιας υπό τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τραμπ.
Ειδικότερα, η γερμανική πολιτική πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τα συμφέροντα ασφαλείας της Πολωνίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να αμβλυνθούν οι ανησυχίες της χώρας ως προς άλλους τομείς, που σχετίζονται με την πολιτική ασφαλείας. Ένας τέτοιος τομέας είναι η ενεργειακή πολιτική, η οποία θεωρείται πέρα από κομματικές γραμμές στην Πολωνία απειλή για την οικονομία της χώρας που ήδη βιώνει δύσκολες στιγμές. Αυτό ισχύει και για την «Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ.
Ωστόσο, πρώτα και κύρια, η πολωνική κυβέρνηση πρέπει να κάνει τα καθήκοντά της. Η αντιγερμανική πολιτική πρέπει να τελειώσει οριστικά. Πλέον είναι σαφές ότι απέτυχε και διαψεύστηκε από την πραγματικότητα. Παράλληλα, η εσωτερική πολιτική πρέπει για άλλη μια φορά να προσανατολιστεί στις αρχές του κράτους δικαίου που ισχύουν στην ΕΕ. Χωρίς ένα κοινό σύνολο αξιών, δεν μπορεί να υπάρξει κοινή ασφάλεια μακροπρόθεσμα.
Προς το παρόν, ωστόσο, υπάρχουν μόνο κάποιες αμυδρές ενδείξεις αυτής της αλλαγής. Τουλάχιστον, το πειθαρχικό τμήμα, το οποίο η κυβέρνηση μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να απαλλαγεί από δικαστές που αντιπαθεί με τρόπο που δεν είναι αυστηρά συμβατός με το κράτος δικαίου, θα μπορούσε να αποτελέσει σύντομα παρελθόν.
Θα είναι ένας δύσκολος δρόμος για μια κυβέρνηση που εδώ και καιρό κινήθηκε σε λάθος κατεύθυνση. Αλλά τα παραπτώματα του Πούτιν μπορεί να αυξήσουν την πίεση για αλλαγή πορείας.
*O Detmar Doering είναι ο διευθυντής του Ιδρύματος Friedrich Naumann για τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και της Βαλτικής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.