Του Julian Jessop
Οι Sunday Times αναφέρουν ότι οι αξιωματούχοι του Ηνωμένου Βασιλείου εξετάζουν την επιβολή δύο νέων φόρων επί των ψηφιακών επιχειρήσεων - έναν φόρο επί των διαδικτυακών πωλήσεων και έναν φόρο υπερβαλλόντων κερδών) - προκειμένου να γεμίσει εν μέρει το κενό στα δημοσιονομικά και να στηριχθούν τα υλικά καταστήματα. Και τα δύο κατά τη γνώμη μου είναι κακές ιδέες.
Σε γενικές γραμμές, οι οικονομολόγοι μάλλον βλέπουν θετικά τους φόρους επί των δαπανών, όπως τους φόρους επί των πωλήσεων και τον ΦΠΑ. Αυτοί οι φόροι μπορεί να έχουν λιγότερο στρεβλωτικό χαρακτήρα και να είναι δυσκολότερη η αποφυγή τους σε σχέση με τους φόρους επί του πλούτου, του προσωπικού εισοδήματος ή των εταιρικών κερδών, και συνεπώς είναι ένας αποτελεσματικότερος τρόπος να συγκεντρωθεί ένα συγκεκριμένο ποσό εσόδων.
Ανάλογα με τα αγαθά και τις υπηρεσίες επί των οποίων εφαρμόζονται, οι φόροι δαπανών μπορεί επίσης να είναι «προοδευτικοί», δηλαδή να εισπράττουν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα (ή τουλάχιστον ένα μικρότερο ποσοστό του ποσού που δαπανούν).
Υπάρχουν και προηγούμενα. Όταν το Υπουργείο Οικονομικών θέλησε να μειώσει τον κρατικό δανεισμό το 2010, ο συνήθης συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε από το 17,5% στο 20% ενώ διατηρήθηκαν οι χαμηλότεροι ή μηδενικοί συντελεστές σε είδη πρώτης ανάγκης όπως η οικιακή παροχή ενέργειας, τα τρόφιμα και τα παιδικά ρούχα. Μια περαιτέρω αύξηση πιθανότατα αποκλείεται σήμερα, δεδομένης της προεκλογικής δέσμευσης του 2019 ότι δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ, ο φόρος εισοδήματος ή οι ασφαλιστικές εισφορές. Αν όμως η κυβέρνηση όντως χρειαζόταν να συλλέξει περισσότερα έσοδα σήμερα (ένα μεγάλο αν), ένας φόρος επί των διαδικτυακών πωλήσεων θα μπορούσε να λειτουργήσει παρόμοια.
Ένας φόρος διαδικτυακών πωλήσεων θα μπορούσε επίσης να ιδωθεί ως μια λογική επέκταση του ήδη υπάρχοντος φόρου ψηφιακών υπηρεσιών (Digital Services Tax - DST). Είναι ένας νέος φόρος 2% επί των εσόδων των μηχανών αναζήτησης, των υπηρεσιών κοινωνικών μέσων και των διαδικτυακών εικονικών αγορών, ο οποίος όμως είναι περίπλοκος και αναμένεται ότι θα αποδώσει μόλις λίγες εκατοντάδες λίρες τον χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, η λογική πίσω από τις προτάσεις αυτές συνεχίζει να φαίνεται θεμελιωδώς εσφαλμένη. Κατ’ αρχάς, είναι απλώς λάθος να υποθέτει κανείς ότι οι διαδικτυακοί λιανοπωλητές αποκομίζουν υπερβολικά κέρδη, ακόμη και μέσα στην πανδημία. Η Amazon Και η Ocado είναι καλά τέτοια παραδείγματα.
Ένα από τα πιο τεμπέλικα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συγκρίνει την αξία των πωλήσεων που γίνονται στον ιστότοπο της Amazon με το σχετικά μικρό ποσό που η ίδια η εταιρία έχει καταβάλει ως εταιρικό φόρο, και να συμπεράνει στη συνέχεια ότι η Amazon λογικά πληρώνει λιγότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε να της αντιστοιχεί. Αυτή η συλλογιστική παραγνωρίζει τόσο το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρείας, όσο και το πώς λειτουργεί στην πράξη ο εταιρικός φόρος (ο οποίος βεβαίως καταβάλλεται επί των κερδών και όχι επί του τζίρου).
Η Amazon όντως πωλεί και κάποια δικά της προϊόντα (επί των οποίων παρεμπιπτόντως o DST δεν καταβάλλεται, καθώς εδώ η Amazon λειτουργεί ως λιανοπωλητής και όχι ως εικονικό σημείο αγοράς). Αλλά λειτουργεί κυρίως ως πλατφόρμα για άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες και είναι συνεπώς αυτές που αποκομίζουν το μεγαλύτερο ποσό των τυχόν κερδών (και καταβάλλουν τον DST).
Τα περιθώρια κέρδους της ίδιας της Amazon (παγκοσμίως, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο) είναι χαμηλά, και κυμαίνονται μεταξύ του 0% και του 4% ιστορικά, ενώ πέρσι παρέμειναν κατά πάσα πιθανότητα στο επίπεδο του 5%. Ακόμη, η Amazon, όπως και άλλες ψηφιακές εταιρείες, έχει λογικά μειώσει τον εταιρικό φόρο που πληρώνει χρησιμοποιώντας νομίμως κρατικά κίνητρα όπως επενδύσεις και εκπτώσεις για έρευνα και ανάπτυξη.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την Ocado. Παρά τη μεγάλη αύξηση των πωλήσεων, η εταιρία μόλις δημοσίευσε ζημιές προ φόρων της τάξης των 44 εκ. λιρών για το διάστημα των 52 εβδομάδων πριν τον Νοέμβριο - μια βελτίωση σε σχέση με τις ζημιές των 215 εκατομμυρίων λιρών που σημείωσε πέρυσι. Αυτό όμως δείχνει ότι ακόμη και μια ακμάζουσα πορεία στη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα δεν εγγυάται επαρκή κέρδη.
Συγκρίνετε λοιπόν αυτά τα δεδομένα με την τοξική γλώσσα που χρησιμοποιούν κάποιοι από τους υποστηρικτές του φόρου διαδικτυακών πωλήσεων. Οι εταιρείες που αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά τη διάρκεια της κρίσης συχνά λέγεται ότι εκμεταλλεύονται την κατάσταση, μολονότι απλώς ανταποκρίνονται στη ζήτηση των καταναλωτών, αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερα κόστη και χρειάστηκε να επενδύσουν τεράστια ποσά. Θα προτιμούσαμε μήπως να μην μπουν στον κόπο;
Η ιδέα ότι οι νέοι φόροι θα πλήξουν μόνο τους “διαδικτυακούς γίγαντες” είναι επίσης ανόητη. Δεν μπορεί να τονιστεί υπερβολικά ότι οι εταιρείες είναι μόνο οικονομικές οντότητες και δεν μπορούν να επωμιστούν από μόνες τους το οικονομικό βάρος της αύξησης των φόρων. Όλοι οι φόροι εντέλει πληρώνονται από πραγματικούς ανθρώπους.
Κι αυτό περιλαμβάνει και τους μετόχους, πολύ λίγοι από τους οποίους είναι πλούσιοι όσο και ο Τζεφ Μπέζος. Το βάρος όμως αυτό θα το επωμιστούν και οι εργαζόμενοι, υπό τη μορφή χαμηλότερων αμοιβών, και πάνω απ’ όλα οι καταναλωτές με υψηλότερες τιμές.
Φυσικά, η κυβέρνηση μπορεί να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να πληρώνουν περισσότερα αν θέλουν να ψωνίζουν από το διαδίκτυο, προκειμένου να στραφούν πίσω στα υλικά καταστήματα. Πράγματι, οι Sunday Times αναφέρουν ότι ένας «στενός σύμμαχος» του Υπουργού Οικονομικών είπε ότι «όντως αποδέχεται ότι με τη σημερινή του μορφή ο φόρος επί των διαδικτυακών πωλήσεων σκοτώνει τα υλικά καταστήματα και κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό».
Το επιχείρημα αυτό είναι πολύ αδύναμο. Με κίνδυνο να επαναλάβω κάτι το απολύτως προφανές, ο κύριος λόγος που τα υλικά καταστήματα αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες είναι ότι τα περισσότερα μη αναγκαία καταστήματα δεν μπορούν να ανοίξουν λόγω της πανδημίας. Για πολλούς, η διαδικτυακή πώληση είναι στην πραγματικότητα μια ανάσα ζωής.
Ακόμη και όταν αρθούν οι περιορισμοί για τον κορονοϊό, ένας επιπλέον φόρος επί των διαδικτυακών πωλήσεων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο αν υπάρχει κάποιο ευρύτερο δημόσιο συμφέρον να επιδοτείται η λιανική στα υλικά καταστήματα, ή κάποια έγκυρα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι οι ψηφιακές εταιρείες σήμερα υποφορολογούνται με κάποιον συστημικό τρόπο. Προς το παρόν δεν έχω δει κάτι τέτοιο.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι που οι άνθρωποι μπορεί να συνεχίσουν να προτιμούν να ψωνίζουν μέσω διαδικτύου, όπως οι περισσότερες επιλογές και η βολή τους. Οι τιμές προφανώς συμβάλλουν επίσης, αλλά οι χαμηλότερες τιμές κατά κανόνα θεωρούνται «κάτι το καλό».
Υπάρχουν ακόμη σοβαροί οικονομικοί λόγοι που οι ψηφιακές επιχειρήσεις μπορεί να έχουν χαμηλότερα κόστη και να πληρώνουν χαμηλότερους φόρους, συμπεριλαμβανομένων και των εταιρικών συντελεστών. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν από πιο αποτελεσματικές εκτός πόλεων αποθήκες αντί να καταλαμβάνουν ακριβές ιδιοκτησίες εντός αυτών.
Μια από τις πιο ανόητες ιδέες που διάβασα συνεπώς είναι ότι οι εταιρίες υλικών καταστημάτων που πωλούν και διαδικτυακά (δηλαδή οι περισσότερες) θα επιτραπεί να αντισταθμίσουν τους εταιρικούς τους συντελεστές έναντι του φόρου ψηφιακών πωλήσεων. Αυτό θα περιέπλεκε περαιτέρω το ήδη περίπλοκο φορολογικό σύστημα, θα μείωνε την όποια αύξηση στα συνολικά έσοδα και θα στρέβλωνε το πεδίο προς όφελος των επιχειρήσεων που λειτουργούν από ακριβότερες ιδιοκτησίες. Γιατί να θέλει η κυβέρνηση να το κάνει αυτό; (Αν το πρόβλημα είναι η εταιρικοί συντελεστές, τότε να μεταρρυθμίσουμε αυτούς και να μην προσπαθήσουμε να διορθώσουμε έναν κακό φόρο εισάγοντας ακόμα έναν).
Το επιχείρημα ότι πρέπει να προστατεύσουμε θέσεις εργασίας στα υλικά καταστήματα δεν ευσταθεί ούτε αυτό. Ο στόχος της οικονομικής πολιτικής δεν πρέπει να είναι η απασχόληση των ανθρώπων σε συγκεκριμένα είδη εργασίας. Μάλιστα, συμβαίνει και οι ψηφιακές επιχειρήσεις να απασχολούν ανθρώπους. Δεν έχει περισσότερο νόημα να υποστηρίζει κανείς ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να πληρώνουν περισσότερα χρήματα για να ψωνίζουν από το διαδίκτυο, απ’ ό,τι να λέει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να σπαταλούν ώρες πηγαίνοντας προς και από τη δουλειά τους για να αγοράζουν υπερτιμημένα σάντουιτς για το γεύμα τους.
Ούτε αρκεί να επισημάνει κανείς τα δεδομένα των ερευνών γνώμης ότι ένας φόρος διαδικτυακών πωλήσεων θα ήταν δημοφιλής, ή ότι θα τον στήριζαν κάποιοι λιανοπωλητές υλικών καταστημάτων (που έχουν ένα προφανές επενδεδυμένο συμφέρον), ή ότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι οι ψηφιακοί λιανοπωλητές δεν καταβάλλουν τους φόρους που θα έπρεπε να τους αντιστοιχούν. Οι υπεύθυνοι πολιτικοί (και οι σοβαροί δημοσιογράφοι) θα έπρεπε να προσπαθούν να διορθώνουν την όποια παρανόηση, και όχι να την ενθαρρύνουν.
Αναρωτιέμαι τι θα έδειχναν οι έρευνες αυτές αν εξηγούταν πρώτα στους ανθρώπους ότι ένας φόρος διαδικτυακών πωλήσεων θα σήμαινε υψηλότερες τιμές μεταξύ άλλων και σε τρόφιμα και ρούχα (τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξαιρούνται από τον ΦΠΑ) ή ότι πολλοί από τους «διαδικτυακούς γίγαντες» στην πραγματικότητα χάνουν χρήματα.
Επίσης, δεν είμαι σίγουρος ότι ένας φόρος ψηφιακών πωλήσεων θα απέδιδε πολύ περισσότερα έσοδα απ’ ό,τι ο DST. Κάποιοι υποστηρίζουν ένας αρχικός συντελεστής 1% ακόμη κι αν επιβαλλόταν επί των περισσότερων διαδικτυακών πωλήσεων δεν θα απέδιδε πολύ περισσότερο από 1 δις λίρες τον χρόνο, έναντι των 31 δισ. που αποδίδουν οι εταιρικοί συντελεστές και τα 134 δις από τον ΦΠΑ (το 2019-2020). (Οι συνολικές πωλήσεις λιανικής, εξαιρουμένων των καυσίμων, είναι περίπου 400 δις λίρες τον χρόνο, από τις οποίες το 25% μπορεί να παραμένει στο διαδίκτυο μετά τον κορονοϊό). Αυτό σημαίνει μεγάλη ταλαιπωρία για όχι πολλά έσοδα, και ένας φόρος 1% πιθανότατα δεν θα επαρκούσε ούτως η άλλως για να αλλάξει η καταναλωτική συμπεριφορά.
Η ιδέα ενός «φόρου υπερβαλλόντων κερδών» είναι τουλάχιστον εξίσου κακή. Οι εταιρείες που είχαν περισσότερα κέρδη κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήδη θα πληρώσουν περισσότερα σε φόρους. Η χρέωση ενός αυθαίρετου και αναδρομικού έκτακτου επιπλέον φορου θα στείλει ένα πολύ αρνητικό σήμα σε όποιον σκέφτεται να ιδρύσει μια επιχείρηση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα καλά νέα είναι πως ούτε ένας φόρος διαδικτυακών πωλήσεων ούτε ένας «φόρος υπερβαλλόντων κερδών» είναι πιθανό να είναι έτοιμοι για τον επόμενο προϋπολογισμό στις 3 Μαρτίου. Το Υπουργείο Οικονομικών και η Downing Street Policy Unit ακόμη φαίνονται αποφασισμένοι να επεξεργαστούν αυτές τις ιδέες ως δυνατότητες για το μέλλον. Ας ελπίσουμε όμως ότι μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη θα αφαιρέσει την ανάγκη για κάθε είδους αυξήσεις φόρων - πόσο μάλλον για νέους φόρους που στοχεύουν ένα μέρος της οικονομίας που μας εξυπηρέτηση σχετικά καλά.
Συνοψίζοντας, ένας νέος φόρος ψηφιακών πωλήσεων μπορεί να συμβάλει στην κάλυψη του κενού στα δημόσια έσοδα με σχετικά δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Δεν υπάρχει όμως προφανές δημόσιο συμφέρον να φορολογηθούν οι διαδικτυακές δαπάνες περισσότερο απ’ ό,τι αυτές στα υλικά καταστήματα. Ακόμη, λίγα στοιχεία υπάρχουν ότι οι «διαδικτυακοί γίγαντες» αποκομίζουν υπερβολικά κέρδη, ή ότι οι ψηφιακές επιχειρήσεις συστηματικά υποφορολογούνται. Τέλος, ένας φόρος ψηφιακών πωλήσεων μπορεί να μη συγκεντρώσει καν κάποιο μεγάλο χρηματικό ποσό.
--
Ο Julian Jessop είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος με πάνω από 30 χρόνια εμπειρία στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Έχει διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος και επικεφαλής της ομάδας του Brexit στο ΙΕΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Φεβρουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.