Του Steven Horwitz
Μια από τις πιο κοινές ενστάσεις έναντι της ιδέας να αφήνουμε τους ανθρώπους να ζουν τις ζωές τους σε μεγάλο βαθμό ελεύθεροι από πολιτικές παρεμβάσεις, είναι πως πολλοί άνθρωποι απλώς δεν είναι αρκετά ευφυείς ώστε να είναι κύριοι της ζωής τους. Αυτού του είδους οι κριτικές συχνά διατυπώνονται ως απάντηση στο επιχείρημα πολλών από την άλλη πλευρά ότι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να επιτρέπεται μια τέτοια ελευθερία στους ανθρώπους είναι ακριβώς το γεγονός ότι είμαστε αρκετά ευφυείς ώστε να διαχειριζόμαστε επαρκώς τις ζωές μας.
Ας ξεκινήσουμε με ένα ίσως προφανές σημείο: αν οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να διαχειρίζονται τις ζωές τους, τότε γιατί να πιστέψουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι αρκετά έξυπνοι ώστε να διαχειρίζονται τις ζωές των άλλων; Τι θα διασφάλιζε για παράδειγμα ότι εκλέξαμε ή διορίσαμε τον μικρό εκείνο αριθμό των ανθρώπων που όντως είναι αρκετά ευφυείς ώστε να διαχειρίζονται τις δικές τους ζωές σε πολιτικές θέσεις όπου θα διαχειρίζονται τις ζωές όλων των άλλων;
Και τι θα μας διασφάλιζε ότι αυτοί θα είναι αρκετά ευφυείς ώστε να γνωρίζουν το καλύτερο όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τους άλλους; Το επιχείρημα ότι “οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά ευφυείς” μπορεί μ' αυτόν τον τρόπο να στραφεί εναντίον των υποστηρικτών τους.
Υπάρχουν όμως και προβλήματα στο ίδιο το επιχείρημα ότι “οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά ευφυείς”. Το πόσο έξυπνοι είναι οι άνθρωποι γενικώς και του αν όντως είναι καλοί στη λήψη αποφάσεων είναι ένα εμπειρικό ερώτημα. Τα πειραματικά δεδομένα από την ψυχολογία και τα οικονομικά της συμπεριφοράς καταδεικνύουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι απέχουν πάρα πολύ από την τέλεια ορθολογικότητα του Οικονομικού Ανθρώπου.
Ακόμη κι αν αληθεύει ότι είμαστε επαρκώς ευφυείς ώστε να διαχειριζόμαστε τις ζωές μας, δεν καταδεικνύει άραγε αυτό ότι μπορεί να είμαστε επαρκώς ευφυείς ώστε να διαχειριζόμαστε τις ζωές των άλλων ανθρώπων; Ιστορικά, το επιχείρημα υπέρ του σοσιαλισμού και λιγότερο ολικών μορφών κρατικής παρέμβασης συχνά θεμελιώθηκε σε ισχυρές αξιώσεις σχετικά με την ορθολογικότητα των ανθρώπων. Αν είμαστε αρκετά έξυπνοι ώστε να αποκτήσουμε τον έλεγχο επί της φύσης, σίγουρα θα μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο και με την κοινωνία.
Η Μοιραία Έπαρση
Αυτού του είδους τα επιχειρήματα συχνά διατυπώνονται στο πλαίσιο της επιθυμίας να πετύχουμε το καλύτερο για την κοινωνία και της ειλικρινούς πεποίθησης ότι μπορούμε να βελτιώσουμε τα πλήθη των λιγότερο ευημερούντων αποδίδοντας περισσότερη εξουσία λήψης αποφάσεων στα χέρια της κυβέρνησης ή του λαού συνολικά.
Αυτή όμως η σφαλερή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της λογικής, αυτό που ο Χάγιεκ ονόμασε “η μοιραία έπαρση”, μπορεί να γλιστρήσει εύκολα - και ιστορικά αυτό όντως έχει συμβεί - σε μια λογική που θα βλέπει την εξουσία ως αυτοσκοπό, ιδιαίτερα όταν οι προσπάθειες για έναν ορθολογικό σχεδιασμό της κοινωνίας αποτυγχάνουν ή όταν ιστορικά μετατράπηκαν σε απάνθρωπες προσπάθειες κοινωνικού ελέγχου σχετιζόμενες με την ευγονική στην Εποχή του Προοδευτισμού (χονδρικά 1890-1920).
Η υπερεκτίμηση της ανθρώπινης ορθολογικότητας είναι μια συνταγή που οδηγεί στο σημείο κάποιοι άνθρωποι να ασκούν έναν έλεγχο επί άλλων ανθρώπων που κανείς δεν είναι κατάλληλος να ασκεί.
Αν λοιπόν οι άνθρωποι δεν είναι καλοί στη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν πολιτική εξουσία, τότε ποιο ακριβώς είναι το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας αν όχι το ότι οι άνθρωποι είναι απολύτως ικανοί να διαχειρίζονται τις ζωές τους;
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο διαφορετικές αξιώσεις:
“Είμαι πολύ έξυπνος και συνεπώς ικανός να διαχειρίζομαι τη ζωή μου μια χαρά” και “Δεν ξέρω πολλά, αλλά κανείς δεν ξέρει καλύτερα από μένα το πώς να διαχειριστώ τη ζωή μου”.
Το πρώτο είναι μια απόλυτη δήλωση για την ορθολογικότητα των ανθρώπων. Το δεύτερο είναι η πολύ πιο μετριοπαθής αξίωση ότι συγκριτικά με άλλους, εγώ είμαι ικανότερος να λάβω τις καλύτερες αποφάσεις για μένα.
Η δεύτερη αυτή πρόταση όμως συνεχίζει να παραβλέπει τους κομβικούς παράγοντες που δικαιολογούν ακόμη και το να επιτρέπεται σε ανορθολογικούς και γνωσιακά προκατειλημμένους ανθρώπους να διαχειρίζονται ελεύθερα τις ζωές τους. Αν οι άνθρωποι έχουν τους σωστούς οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, μπορούν να παρατηρούν τη συμπεριφορά των συνανθρώπων τους και να εντοπίζουν τι είδους συμπεριφορές “δουλεύουν” και ποιες όχι, και μπορούν να μιμούνται τις πετυχημένες επιλογές των άλλων.
Οι κοινωνικές διαδικασίες είναι διαδικασίες μάθησης και όλοι γινόμαστε καλύτεροι στη διαχείριση της ζωής μας με το να μιμούμαστε τις επιτυχημένες καινοτομίες των άλλων. Τόσο οι βιολογικές όσο και οι κοινωνικές εξελικτικές διαδικασίες απαιτούν μια διαδικασία μέσω της οποίας λαμβάνει χώρα η καινοτομία, κάποιον τρόπο ώστε να προσδιορίζεται το αν αυτές οι καινοτομίες είναι επωφελείς, και στη συνέχεια κάποια διαδικασία μίμησης ή αναπαραγωγής αυτής της καινοτομίας από τους άλλους ανθρώπους. Αυτές οι διαδικασίες καινοτομίας και μίμησης είναι η πηγή της προόδου τόσο στον φυσικό, όσο και στον κοινωνικό κόσμο.
Η βιολογική εξέλιξη φυσικά διαθέτει και τα τρία αυτά. Η καινοτομία συμβαίνει μέσω της γενετικής μετάλλαξης. Οι μεταλλάξεις που επιτρέπουν σε ένα γονίδιο, ένα ζώο ή μια ομάδα να επιβιώσει περνούν στη συνέχεια στην επόμενη γενιά. Η επιβίωση είναι το κριτήριο της επιτυχίας και η μετάδοση της μετάλλαξης μέσω της αναπαραγωγής είναι η πράξη της μίμησης.
Η αγορά ως διαδικασία μάθησης
Βλέπουμε τις ίδιες αυτές διαδικασίες να λειτουργούν στην αγορά. Οι επιχειρηματίες επινοούν μια νέα ιδέα, κι αυτό είναι το κομμάτι της καινοτομίας. Τα σήματα κέρδους και ζημιάς της αγοράς είναι ένας δείκτης επιτυχίας ή αποτυχίας στο να παραγάγει κάποιος αξίας για άλλους ανθρώπους. Οι άλλοι παραγωγοί ανταποκρίνονται στα σήμερα του κέρδους μπαίνοντας σ' αυτόν τον κλάδο και παράγοντας ένα παρόμοιο αγαθό, κι αυτή είναι η διαδικασία της οικονομικής μίμησης και μάθησης.
Και στις δύο αυτές διαδικασίες, η πρόοδος ορίζεται ως μάθηση, και η μάθηση αυτή συμβαίνει καθώς μπορούμε αφενός να εντοπίσουμε τις επιτυχημένες καινοτομίες των άλλων ανθρώπων και αφετέρου να τις μιμηθούμε με κάποιον τρόπο. Αυτό που συνιστά πρόοδο είναι η βελτίωση της ικανότητας επιβίωσης (στη βιολογική εξέλιξη) ή η δημιουργία αξίας (στην αγορά). Εδώ έγκειται και η ομορφιά της αξίωσης του Matt Ridley ότι η κοινωνική πρόοδος προέρχεται από “ιδέες που κάνουν σεξ μεταξύ τους”. Μια παρόμοια διαδικασία συμβαίνει και στην κουλτούρα, όπου οι καινοτομίες μπορούν να αναγνωρίζονται και να αναπαράγονται μέσω της μίμησης, διαδικασία που αποτελεί και την αρχική εννοιολόγηση της ιδέας του “μιμιδίου”.
Ως άτομα μπορεί να μη γνωρίζουμε πολλά, αλλά μαζί, με τους κατάλληλους θεσμούς, μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλο και - συλλογικά - να γνωρίζουμε πολλά.
Η δικαιολόγηση της ανθρώπινης ελευθερίας δεν συνίσταται στο ότι είμαστε τόσο ευφυείς ώστε να μπορούμε να διαχειριζόμαστε τη ζωή μας πραγματικά καλά, αλλά περισσότερο στο ότι στην πραγματικότητα δεν είμαστε και τόσο έξυπνοι ατομικώς, και ο μόνος τρόπος που μπορούμε να γίνουμε εξυπνότεροι είναι μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλο.
Αυτή η μάθηση προϋποθέτει την ελευθερία της καινοτομίας και την ελευθερία της μίμησης, και πρέπει να περιλαμβάνει μια κάποια αξιόπιστη διαδικασία για τη σηματοδότηση της επιτυχίας. Κανείς από μας δεν ξέρει αρκετά πράγματα ώστε να διαχειρίζεται τη ζωή του αλάνθαστα, ούτε για να το κάνει αυτό για άλλους ανθρώπους. Γι' αυτό και χρειαζόμαστε την ελευθερία, και ιδιαίτερα την οικονομική ελευθερία: για να πειραματιζόμαστε, να πετυχαίνουμε ή να αποτυγχάνουμε και να μιμούμαστε ώστε να βελτιωνόμαστε. Ομοίως, αυτό που ο Τζων Στούαρτ Μιλλ ονόμασε “πειράματα ζωής” (experiments in living) είναι εξίσου σημαντικό για την κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο όσο και η επιχειρηματικότητα για την οικονομική πρόοδο.
Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας που διατυπώθηκε από κλασικούς φιλελεύθερους όπως ο Χάγιεκ δεν θεμελιώνεται στην υπόθεση των πολύ ορθολογικών ατόμων που είναι ικανά να παίρνουν τις βέλτιστες αποφάσεις. Αντιθέτως, είναι ένα ταπεινό πιστεύω που ξεκινά από την υπόθεση ότι έχουμε πραγματικά όρια στην ορθολογικότητά μας.
Και αυτή η ταπεινοφροσύνη είναι ακριβώς το θεμέλιο του επιχειρήματος υπέρ της ελευθερίας: ο μόνος τρόπος που μπορούμε να προοδεύσουμε είναι να αφήσουμε τους ανθρώπους ελεύθερους να καινοτομούν και να μιμούνται, αναπτύσσοντας θεσμούς που παρέχουν την πληροφορία και τα κίνητρα που χρειάζονται ώστε να σηματοδοτείται η επιτυχία και να κινητροδοτείται η μίμηση.
Αυτό ακριβώς προσφέρουν η ελεύθερες αγορές και η κοινωνική ελευθερία μιας ανοιχτής, φιλελεύθερης κοινωνίας. Δεν είμαστε αρκετά ευφυείς ώστε να την σχεδιάσουμε εξαρχής, αλλά εύκολα θα υποφέρουμε αν διαπράξουμε την ύβρη να καταστρέψουμε την αναδυόμενη τάξη των θεσμών που κάνει την ελεύθερα να δουλεύει παρά τις γνωσιακές προκαταλήψεις και την περιορισμένη ορθολογικότητα που χαρακτηρίζει τους πιο προηγμένους ενοίκους του πλανήτη Γη. Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας είναι ότι μπορούμε να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο και όχι το τι ξέρει ο καθένας μας.
--
Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek''s Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Αυγούστου 2016 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.