Του Luis Pablo de la Horra
Το χρήμα υπάρχει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Από τη Μεσοποταμία (ή ακόμη νωρίτερα) και πέρα, όλοι οι πολιτισμοί έχουν χρησιμοποιήσει κάποιο μέσο συναλλαγής για τη διευκόλυνση των ατόμων ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους τοποθεσία, από νομικά και οικονομικά συστήματα, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές δομές. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί συμβαίνει αυτό;
Σε ένα σύντομο δοκίμιο με τίτλο “Η προέλευση του χρήματος”, ο Αυστριακός οικονομολόγος του 19ου αιώνα Καρλ Μένγκερ δίνει μια απάντηση σ' αυτό το ερώτημα. Ο Μένγκερ υποστηρίζει ότι το χρήμα αναδύθηκε αυθόρμητα σε διαφορετικές εποχές και μέρη για να υπερβεί τα μειονεκτήματα του αντιπραγματισμού και να διευκολύνει την επέκταση του εμπορίου.
Ποια μειονεκτήματα;
Ο αντιπραγματισμός δουλεύει, αλλά όχι ιδανικά
Φανταστείτε τη Σάντι, μια αγρότισσα σε μια μεσοδυτική πολιτεία των ΗΠΑ που παράγει στάρι και θέλει να το ανταλλάξει για κριθάρι. Σ' αυτό το σημείο ανακύπτουν δύο προβλήματα. Πρώτον, πρέπει να βρει έναν παραγωγό κριθαριού ώστε να ανταλλάξει μ' αυτόν το προϊόν της. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα αν η Σάντι πάει σε μια αγορά όπου ένας άλλος αγρότης (ας τον πούμε Μπίλλυ) πουλά κριθάρι. Εφόσον και τα δύο αυτά προϊόντα συλλέγονταν κατά την ίδια εποχή του χρόνου, η συναλλαγή μπορεί να γίνει εύκολα.
Τι συμβαίνει όμως αν έχουμε να κάνουμε με προϊόντα με διαφορετικούς κύκλους ζωής. Σ' αυτή την περίπτωση η Σάντι και ο Μπίλλυ θα συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους μόνο αν η Σάντι δεχθεί την καθυστέρηση της πληρωμής της μέχρι να συλλεχθούν τα προϊόντα του Μπίλλυ. Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν αυτό το φαινόμενο αναβαλλόμενο αντιπραγματισμό.
Μολονότι ο αναβαλλόμενος αντιπραγματισμός επιλύει κάποια προβλήματα, έχει έναν σημαντικό περιορισμό: λόγω των κινδύνων που συνεπάγεται για το ένα από τα δύο μέρη, μπορεί να συμβεί μόνο στο πλαίσιο μικρών κοινοτήτων που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Τι θα συμβεί αν ο Μπίλλυ αποφασίσει να μην αποδώσει το κριθάρι που υποσχέθηκε; Έτσι, η χρήση του αναβαλλόμενου αντιπραγματισμού ως σύστημα συναλλαγών εμποδίζει την επέκταση του εμπορίου πέρα από τα όρια της εκάστοτε κοινότητας.
Ο αντιπραγματισμός παρουσιάζει και ένα δεύτερο πρόβλημα. Ο Μπίλλυ μπορεί να αρνηθεί να ανταλλάξει κριθάρι για στάρι. Μπορεί να προτιμά να ανταλλάξει το κριθάρι του για κάποιο άλλο προϊόν ή αγαθό που ικανοποιεί καλύτερα τις ανάγκες του. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο στην επέκταση του εμπορίου. Πώς ξεπέρασαν λοιπόν οι κοινωνίες αυτά τα προβλήματα;
Πολύτιμα μέταλλα και αυθόρμητη τάξη
Το έκαναν χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα αγαθά, και πιο συγκεκριμένα, πολύτιμα μέταλλα, ως γενικώς αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Γιατί όμως πολύτιμα μέταλλα και όχι άλλα αγαθά; Σύμφωνα με τον Μένγκερ, ο χρυσός ή ο άργυρος διαθέτουν μεγάλο βαθμό ανταλλαξιμότητας, την οποία ορίζει ως “το βαθμό ευκολίας ανταλλαγής σε τιμές που αντιστοιχούν στη γενική οικονομική κατάσταση”. Σήμερα ονομάζουμε αυτή την ιδιότητα δυνατότητα ρευστοποίησης της ιδιοκτησίας.
Ο σχετικά μεγάλος βαθμός ανταλλαξιμότητας των πολύτιμων μετάλλων σε σχέση με άλλα αγαθά συνδέεται θεμελιωδώς με την ανθεκτικότητα και τη διαιρετότητα τους, το χαμηλό τους κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης, καθώς και την παραδοσιακή ζήτηση γι' αυτά τα αγαθά στα περισσότερα μέρη διαμέσου της ιστορίας. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι τα πολύτιμα μέταλλα είναι ευκολότερο να ανταλλαγούν με άλλα αγαθά: μολονότι η Σάντι δεν χρειάζεται χρυσό (θέλει κριθάρι), θα τον αποδεχθεί ως πληρωμή καθώς γνωρίζει ότι δεν θα έχει πρόβλημα να τον ανταλλάξει με κριθάρι.
Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι πολιτισμοί υιοθέτησαν πολύτιμα μέταλλα ως χρήμα. Έκτοτε, το χρήμα έχει υποστεί πολλές αλλαγές, κάποιες αυθόρμητες (πχ. η ανάδυση των χαρτονομισμάτων) και κάποιες από το κράτος (π.χ. η ανταλλαγή του αντικρύσματος σε αγαθά από το παραστατικό χρήμα).
Σε κάθε περίπτωση, το χρήμα αναδύθηκε ως αποτέλεσμα του φαινομένου που ένας άλλος Αυστριακός οικονομολόγος, ο Φρίντριχ Χάγιεκ, ονόμασε αυθόρμητη τάξη, δηλαδή ενός θεσμού που γεννήθηκε όχι από ανθρώπινο σχεδιασμό αλλά από απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Δεν ήταν αναγκαίο να ξεπεράσει ένας κεντρικός σχεδιαστής τους περιορισμούς του αντιπραγματισμού. Τα οικονομικά υποκείμενα ανακάλυψαν μέσω της διαδικασίας της αγοράς ότι τα πολύτιμα μέταλλα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως καθολικά μέσα συναλλαγής, διευκολύνοντας την επέκταση του εμπορίου και, συνεπώς, την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων.
Το χρήμα, ως ανθρώπινος θεσμός που αναδύθηκε αυθόρμητα από την εθελούσια αλληλόδραση εκατομμυρίων ατόμων, μπορεί να μας διδάξει τη δύναμη των αγορών σε ό,τι αφορά την παροχή λύσεων σε οικονομικά προβλήματα - ιδιαίτερα σήμερα, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι προσβλέπουν στο κράτος για την επίλυση των προβλημάτων τους.
--
Ο Luis Pablo De La Horra είναι συντάκτης του Foundation for Economic Education, του Institute of Economic Affairs και του Speakfreely.today.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Ιουλίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.