Γράφει ο Mustafa Akyol
Το καλοκαίρι του 2019, η Τουρκία, η πατρίδα μου που βρισκόταν στον κατήφορο για χρόνια υπό τη λαϊκιστική και αυταρχική διακυβέρνηση του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, παρήγαγε μια σπάνια καλή είδηση: Υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κέρδισαν τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Επίσης, ο νικητής της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, είχε αναδειχθεί σε νέο πολιτικό αστέρι, που φαινόταν ότι θα μπορούσε ίσως να κερδίσει τον Ερντογάν σε μελλοντικές προεδρικές εκλογές. Έτσι, η τουρκική δημοκρατία ήταν ακόμα ζωντανή και υπήρχε ακόμα ελπίδα.
Αλλά ας προχωρήσουμε γρήγορα από το 2019 σε αυτήν την εβδομάδα, όταν η Τουρκία συγκλονίστηκε από κάποια άλλα νέα. Ένα δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης καταδίκασε τον Εκρέμ Ιμάμογλου σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλάκιση για «προσβολή κρατικών αξιωματούχων».
Οι εν λόγω αξιωματούχοι ανήκαν στο ελεγχόμενο από τον Ερντογάν δικαστικό σώμα της Τουρκίας, τους οποίους ο Ιμάμογλου είχε χαρακτηρίσει «ανόητους» επειδή προσπάθησαν να ακυρώσουν την ίδια την εκλογική του νίκη το 2019, ορίζοντας νέες εκλογές. (Ίσως ο όρος «απαρατσίκ» να είναι καταλληλότερος, αλλά φυσικά ο Ιμάμογλου είχε το δικαίωμα να πει ό,τι ο ίδιος πιστεύει γι’ αυτό το ασύστολα κομματικό δικαστικό σώμα).
Περιττό να πούμε ότι αυτή η ετυμηγορία είναι μια παρωδία δικαιοσύνης και έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα: Λίγους μόλις μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο - η ακριβής ημερομηνία δεν είναι ακόμη σαφής - το καθεστώς επιτίθεται στον πιο δημοφιλή ανθυποψήφιο του Ερντογάν. Η νομική διαδικασία θα κρατήσει ακόμη μερικούς μήνες, αλλά είναι πιθανό η ετυμηγορία του Ιμάμογλου να επιβεβαιωθεί πριν από τις κάλπες, και έτσι να του απαγορευτεί διά νόμου η συμμετοχή του στην πολιτική για τα επόμενα δύο χρόνια.
Γιατί το κάνει αυτό τώρα ο Ερντογάν; Οι ειδήμονες περί την Τουρκία συζητούν έντονα το ερώτημα αυτό. Η εικασία μου είναι ότι ο Ερντογάν, αποκλείοντας τον πιο απειλητικό αντίπαλο, θέλει να ανταγωνιστεί έναντι του λιγότερο χαρισματικού ηγέτη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου, τον οποίο πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει. Ο Ερντογάν μπορεί επίσης να σχεδιάζει να αρπάξει τον δήμο της Κωνσταντινούπολης στέλνοντας τον Ιμάμογλου στη φυλακή και αντικαθιστώντας τον με έναν από τους πιστούς του ακολούθους - όπως έκανε σε πολλές κουρδικές επαρχίες στο παρελθόν.
Από μόνο του, το γεγονός ότι τέτοιοι υπολογισμοί είναι απαραίτητοι για τον Ερντογάν υπενθυμίζει ότι οι εκλογές εξακολουθούν να είναι γνήσιες και καθοριστικές στην Τουρκία - σε αντίθεση με μια τυπική δικτατορία, όπου ο ηγεμόνας κερδίζει πάντα με περίπου 99% των ψήφων. Ωστόσο, είναι επίσης οδυνηρά σαφές ότι ο Ερντογάν μπορεί να προσαρμόσει στα μέτρα του όλο το πολιτικό τοπίο χρησιμοποιώντας το δικαστικό σώμα ως ράβδο τιμωρίας και επιστρατεύοντας σχεδόν όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης ως μηχανές προπαγάνδας του. Είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε τέτοιες εκλογές «ελεύθερες και δίκαιες».
Κι αυτό αποδεικνύει πως όλες τις ανησυχίες για την «ανελεύθερη δημοκρατία» στην Τουρκία είναι πολύ εύλογες. Υπάρχει απλώς μια εκλογική δημοκρατία που στερείται πολιτικού φιλελευθερισμού - με πυλώνες όπως η ελευθερία του λόγου, το κράτος δικαίου και η δικαστική ανεξαρτησία. Χωρίς τέτοια προστατευτικά κιγκλιδώματα, η δημοκρατία μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε τυραννία της πλειοψηφίας, που ενσωματώνεται στην ιδιότροπη διακυβέρνηση ενός ισχυρού άνδρα – αυτό ακριβώς αυτό που είναι σήμερα η Τουρκία.
Το πόσο μακριά θα προχωρήσει η Τουρκία σε αυτόν τον δρόμο είναι ακόμα ένα δύσκολο ερώτημα. Επίσης, κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Αλλά η υπόθεση Ιμάμογλου υποδηλώνει ότι ο Ερντογάν θα κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει - και τα εργαλεία στο οπλοστάσιό του είναι ανησυχητικά άφθονα.
* Ο Mustafa Akyol είναι διακεκριμένο στέλεχος του Κέντρου για την Παγκόσμια Ελευθερία και Ευημερία του Cato Institute, όπου εστιάζει σε ζητήματα σύνδεσης της δημόσιας πολιτικής, του Ισλάμ και της νεωτερικότητας.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Δεκεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.