Το ξεπούλημα της Ουκρανίας από τον Τραμπ

Το ξεπούλημα της Ουκρανίας από τον Τραμπ

Η είδηση γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν η εξής: Όταν συνεδριάσει εκ νέου το Κογκρέσο, ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον είναι πιθανό να έχει σχεδιάσει έναν δρόμο ώστε να δοθούν όπλα στην Ουκρανία. Κανονικά, αυτό δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο: Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ήδη τη νέα αποστολή στην Ουκρανία. Το μόνο που χρειάζεται είναι η πρόταση να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους Ρεπουμπλικανών.

Το περίεργο με αυτό είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι -και όχι οι Δημοκρατικοί- είναι οι δύσπιστοι. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι φυσικά ότι οι Δημοκρατικοί ελέγχουν την Προεδρία, αλλά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι αυτό που αντιλαμβάνεται την αμερικανική ισχύ ως πηγή ειρήνης και τάξης στον κόσμο.

Αυτή η προθυμία να βοηθούν οι ΗΠΑ την ελευθερία ή την εδαφική ακεραιότητα των άλλων δεν γεννήθηκε απλώς από μια αντιπάθεια προς τον κομμουνισμό - βασιζόταν στο δεδομένο ότι εάν οι χώρες σέβονταν η μία τα σύνορα της άλλης, θα υπήρχαν λιγότερες απειλές για την ειρήνη. Όποιος έχει μελετήσει τις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να δει τα διδάγματα. Ενώ άλλα χώρες ακολουθούσαν πολιτική κατευνασμού, η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία. Τελικά, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στον μεγαλύτερο πόλεμο όλων των εποχών.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση -και κυρίως η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εκείνη είχε καταλάβει κατά την προσπάθεια να νικήσει τη Γερμανία - ήταν η πιο σοβαρή απειλή για τη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η λύση σε αυτή την πρόκληση ήταν ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), μια συμμαχία που σήμερα -μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης- περιλαμβάνει ουσιαστικά όλα τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης, μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και υποστηριζόμενοι από Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς προέδρους από την ίδρυσή της.

Τι άλλαξε λοιπόν;

Η αλλαγή είναι η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό είναι κάπως δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά η πολιτική του επιρροή στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πριν από τις εκλογές του 2024 είναι τέτοια που ένα σημαντικό ποσοστό Ρεπουμπλικανών μελών του Κογκρέσου δεν είναι πρόθυμοι να δεσμευτούν να βοηθήσουν την Ουκρανία έως ότου ο Τραμπ δώσει την έγκρισή του - παρ’ όλο που οι πολιτικές που εκείνος θα επιδίωκε αντιτίθενται εμφανώς προς όλα όσα ακολούθησαν οι Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες στο παρελθόν.

Αυτό δεν θα ήταν, ίσως, περίεργο εάν η υποστήριξη της Ουκρανίας ήταν μια πολιτική που δεν είναι δημοφιλής στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρώπη γενικότερα. Όμως ισχύει το αντίθετο. Το ΝΑΤΟ -το οποίο μόνο μέσω της εγγύτητας των μελών του θα έπρεπε να έχει βαρύτητα σε αυτό το θέμα- έχει παραδώσει όπλα στην Ουκρανία, υπερβαίνοντας την αντίθεση της Ουγγαρίας σε μια συμμαχία που επιδιώκει την ομοφωνία. Πράγματι, το ΝΑΤΟ φαίνεται να είναι καθ' οδόν να «θωρακίσει έναντι του Τραμπ» τη βοήθειά του προς την Ουκρανία, δημιουργώντας έναν μηχανισμό οικονομικής στήριξης που θα συνεχίσει να λειτουργεί ακόμα κι αν ο Τραμπ τελικά εκλεγεί και διαφωνήσει μ’ αυτόν.

Γιατί λοιπόν ο Τραμπ αντιτίθεται στην υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία; Ο ίδιος δεν έχει πει τίποτα αρκετά συγκεκριμένο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως σχέδιο, αλλά οι δηλώσεις που έχει κάνει περιγράφουν ουσιαστικά τον τερματισμό της πολιτικής που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες έναντι της Ρωσίας από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η πολιτική είναι η αντίθεση στην επέκταση της Ρωσίας στην Ευρώπη, ακόμη και υπό τις υπόρρητες σοβιετικές και αργότερα ρωσικές απειλές για πυρηνικό πόλεμο. Κάθε πρόεδρος, Δημοκρατικός και Ρεπουμπλικανός, από τον Τρούμαν μέχρι τον Κένεντι, τον Ρίγκαν, τους δύο Μπους, τον Κλίντον και τον Μπάιντεν το έχει καταστήσει αυτό σαφές. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρώτος άνθρωπος που διεκδίκησε με αξιώσεις την προεδρία που πρόσφερε την ευκαιρία για ρωσική εδαφική επέκταση - και αυτό ουσιαστικά έναντι κανενός ανταλλάγματος.

Ο Τραμπ έχει πει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο της Ουκρανίας σε μια μέρα. Αυτό, φυσικά, είναι ένα από τα συνηθισμένα κενά ουσίας καυχήματα του Τραμπ, αλλά είναι εφικτό μόνο εάν οι ΗΠΑ σταματήσουν κάθε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, και η Ουκρανία παραιτηθεί από μεγάλο μέρος της παραδοσιακής επικράτειάς της που έχει ανακτήσει σήμερα από τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ θα επέτρεπε τη στρατιωτική αποδυνάμωση της Ουκρανίας -σε τέτοιο βαθμό που εκείνη θα έπρεπε να παραδώσει τουλάχιστον ένα μέρος της επικράτειάς της.

Επιπλέον, αυτή η πολιτική της αδυναμίας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας θα στείλει το μήνυμα και σε άλλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες - ο κύριος υποστηρικτής της εδαφικής ακεραιότητας στον κόσμο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - είναι αναξιόπιστες ως προς την υποστήριξη ενάντια στη μετατροπή μιας εδαφικής διαμάχης σε ένοπλη εισβολή από άλλη χώρα.

Εάν ο Τραμπ εκλεγεί Πρόεδρος θα πει φυσικά ότι θα συνεχίσει να εναντιώνεται στην Κίνα με την πολιτική του για την Ταϊβάν, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μια προεδρίας Τραμπ -ειδικά αφού έχει δώσει το σήμα ότι θα επιτρέψει στη Ρωσία να κρατήσει τμήματα της Ουκρανίας για κανέναν άλλο λόγο από το ότι κατέχει αυτά τα εδάφη σήμερα.

Παραβιάζοντας την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δώσει σιωπηρά την έγκρισή του σε αυτό ακριβώς που επέτρεψε η βρετανική κυβέρνηση στην Ευρώπη με την πολιτική του κατευνασμού προς τη ναζιστική Γερμανία. Όπως κάθε μαθητής γνωρίζει πλέον, η «Ειρήνη στην εποχή μας» του Neville Chamberlain έφερε έναν φρικτό πόλεμο.

Η πολιτική του Τραμπ στην Ουκρανία, σπάζοντας όλα τα προηγούμενα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα είναι καταστροφή τόσο για την Ουκρανία όσο και για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.


* Ο Peter J. Wallison είναι διακριμένο ομότιμο στέλεχος του American Enterprise Institute με πεδία ενδιαφέροντος μεταξύ άλλων τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, την εταιρική διακυβέρνηση, τη στεγαστική πολιτική και τη χρηματοδότηση προεκλογικών εκστρατειών. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Απριλίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.