Ανταγωνιστικά τα επιτόκια δανεισμού που δίνουν οι τράπεζες
Shutterstock
Shutterstock

Ανταγωνιστικά τα επιτόκια δανεισμού που δίνουν οι τράπεζες

Αν και η EKT αυξάνει διαρκώς το κόστος δανεισμού, τα επιτόκια που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά, σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό σημαίνει, ότι τα spreads των ελληνικών επιτοκίων σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά, είναι μεν ακριβότερα, αλλά όλο και μειώνουν την απόσταση καθώς αυξάνονται λιγότερο από άλλες χώρες.

Έτσι επιτρέπουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να προχωρούν σε επενδύσεις, όταν αξιοποιούν πολύτιμα εργαλεία, όπως τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάπτυξης, τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, το ΕΣΠΑ και συνδυασμένες ενέργειες των εργαλείων αυτών και του νέου αναπτυξιακού νόμου.

Ασφαλώς έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο ακριβού χρήματος και το χρηματοδοτικό κόστος έπαψε να είναι φθηνό. Δεν είμαστε φθηνότεροι στην Ευρώπη -το αντίθετο, παραμένουμε ακριβοί μεν, ωστόσο μειώνουμε με ταχύτατους ρυθμούς τη διαφορά και γινόμαστε όλο και πιο ανταγωνιστικοί. Στα στεγαστικά δάνεια που είναι μία ειδική κατηγορία, τα προγράμματα προστασίας έχουν φέρει τα περιθώρια στα ευρωπαϊκά επίπεδα και σε ορισμένες περιπτώσεις όπως έναντι της Ιταλίας και της Πορτογαλίας να είναι χαμηλότερα.

Στα επιχειρηματικά δάνεια πάλι, η ευκαιρία για κάλυψη του επενδυτικού κενού τουλάχιστον μίας δεκαετίας, διευρύνεται, όπως προκύπτει και από τα spreads των επιτοκίων δανεισμού ως προς το euribor τριμήνου. Να σημειωθεί ότι το euribor τριμήνου είναι η βάση των κυμαινόμενων επιτοκίων δανεισμού, για τη συντριπτική πλειοψηφία όλων των κατηγοριών δανείων, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το spread είναι στο 2,4% για τα επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα, πολύ κοντά στο ιρλανδικό που είναι 2,1% και το πορτογαλικό που είναι 2%. Πριν πέντε χρόνια το ελληνικό spread ήταν 3,9% έναντι 2,5% του ιρλανδικού και 2,8% του πορτογαλικού. Στην Ισπανία τότε ήταν 2,1% και η Ιταλία είχε μόλις 1,7%.

Το euribor κάνει ράλι και όλο και πλησιάζει τα επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ με τελευταία τιμή τα 3,934%. Με στοιχεία Ιουλίου που αξιοποιεί σε έρευνά της η JP Morgan ήταν λίγο χαμηλότερα στα 3,716% αλλά η αύξηση που μεσολάβησε έγινε για όλους. Κι αυτό έχει σημασία όσον αφορά στον ανταγωνισμό, αν δηλαδή η επένδυση γίνεται με παραπλήσιους όρους.

Τα στοιχεία της ΕΚΤ και των ελληνικών τραπεζών που «έτρεξε» στην πρόσφατη ανάλυσή του ο οίκος δίνουν μία μείωση 142 μονάδων βάσης (1,42%) του δανειακού περιθωρίου σε σχέση με το euribor τριμήνου την τελευταία πενταετία για τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων.

Η διαφορά με τις άλλες χώρες που είχαν αντίστοιχες περιπέτειες, είναι ανάγλυφη. Για παράδειγμα, το ίδιο διάστημα στην Ιρλανδία τα spreads υποχώρησαν 42 μονάδες βάσης (0,42%), στην Ιταλία 27 μονάδες βάσης, στην Πορτογαλία 40 μονάδες βάσης και στην Ισπανία 92 μονάδες.

Η σύγκριση με τις χώρες αυτές γίνεται ακριβώς επειδή εξηγεί γιατί τα δάνεια στην Ελλάδα είναι πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά σε πορεία ομαλοποίησης όπως σχολιάζει η JP Morgan. Ειδικά οι ελληνικές τράπεζες και μαζί τους και τα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις πλήρωσαν το κόστος των κόκκινων δανείων και της μακράς και σκληρής ύφεσης. Αυτό το κόστος επιβαρύνει τις τράπεζες αλλά η αναβάθμιση αυτό ακριβώς επιτυγχάνει, να μειώσει τις διαφορές με την Ευρώπη, ακόμα κι αν τα επιτόκια αυξάνονται.

Η πορεία προς όλο και χαμηλότερες διαφορές, σχετίζεται με τη φθηνή χρηματοδότηση από τις καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών. Είναι το βασικό εργαλείο ρευστότητας που αξιοποιούν. Η χρηματοδότησή τους εξαρτάται σχεδόν κατά τα ¾ (για την ακρίβεια 73%), από τις καταθέσεις.

Ο δανεισμός από την ΕΚΤ συνολικά περιλαμβανομένου και του εργαλείου TLTRO έχει υποχωρήσει στο 6%. Το 2015 για παράδειγμα που ασφαλώς υπήρξε η πλέον δύσκολη περίοδος, ο δανεισμός από την ΕΚΤ στο δεύτερο τρίμηνο ήταν διπλάσιος στο 12% χωρίς καν να λογαριάζεται το ELA που ήταν στο 27%. Η χρηματοδότηση από καταθέσεις είχε υποχωρήσει τότε στο 49%.

Σήμερα, το κόστος των καταθέσεων για τις ελληνικές τράπεζες είναι 50 μονάδες βάσης (0,50%) χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο. Βεβαίως, όσο περνάει ο καιρός και οι αυξήσεις επιτοκίων περνούν στις καταθέσεις, αυτή η ευνοϊκή διαφορά χρηματοδότησης από καταθέσεις σε σχέση με την Ευρωζώνη θα μειώνεται. Μετά από μία αύξηση που ξεκίνησε σταδιακά από την αρχή του 2020, τα spreads δανεισμού και καταθέσεων στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρωζώνη, κορύφωσαν τον Οκτώβριο του 2022 και από το 1% υπέρ της ελληνικής τραπεζικής χρηματοδότησης είμαστε πλέον στο μισό.

Στα στεγαστικά δάνεια χάρη στα προγράμματα υπέρ των δανειοληπτών, τα ελληνικά spreads σε σχέση με το euribor, είναι ευρωπαϊκά επίπεδα. Τα περιθώρια έχουν μειωθεί 123 μονάδες από πέρυσι (1,23%) και 292 μονάδες την τελευταία πενταετία.

Τα περιθώρια σε σχέση με το euribor στα στεγαστικά είναι στο 0,5% όσο στην Ιρλανδία και την Ισπανία (0,4%). Στην Πορτογαλία είναι 0,8% και στην Ιταλία 0,9% δηλαδή ακριβότερα σε αυτή τη φάση.

Στα καταναλωτικά δάνεια τέλος Ιρλανδοί, Πορτογάλοι και Ισπανοί μας ξεπερνούν κατά πολύ και η διαφορά για δάνεια διαρκείας μεγαλύτερης των 12 μηνών το ελληνικό περιθώριο είναι στο 9,3% και οι άλλοι κυμαίνονται με περιθώρια από 3% έως 4,4%.