Αισθητή επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των μισθών προβλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έως τα τέλη του 2025, εξέλιξη που ενισχύει τις εκτιμήσεις για περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού και ενδεχομένως για νέες παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική.
Ο σχετικός δείκτης πρόβλεψης της ΕΚΤ, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη, εκτιμά ότι στο τέταρτο τρίμηνο του 2025 οι μισθοί θα αυξηθούν κατά 1,6% – ποσοστό που, αν και ελαφρώς υψηλότερο από την πρόβλεψη του Μαρτίου (1,5%), υπολείπεται σημαντικά του ανώτατου επιπέδου 5,3% που είχε σημειωθεί το 2024.
Παρά τις επτά διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από τον Ιούνιο του 2024, η ΕΚΤ εξακολουθεί να διατηρεί επιφυλάξεις για τα επόμενα βήματα, κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας που περιβάλλει την εμπορική στρατηγική των ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 2,2% τον Μάρτιο, πλησιάζοντας τον στόχο του 2%, με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ να δηλώνει χαρακτηριστικά πως «πλησιάζει» η σταθεροποίηση.
Ιδιαίτερο βάρος έχει η δυναμική των τιμών στον τομέα των υπηρεσιών, όπου οι μισθοί συνδέονται άμεσα με τον πληθωρισμό. Αν και οι τιμές εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά, ο ρυθμός αύξησης έχει σταθεροποιηθεί. «Οι μισθοί επιβραδύνονται σταδιακά», σημείωσε πρόσφατα η Λαγκάρντ.
Η παραπάνω τάση ενισχύεται και από την τελευταία έρευνα της ΕΚΤ μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία καταγράφει προσδοκίες για μείωση του ρυθμού μισθολογικών αυξήσεων στο 3% για το 2025 και στο 2,5% το 2026, από 4,3% που καταγράφηκε το 2024.
Στη Γερμανία, η πρόσφατη συλλογική συμφωνία για το Δημόσιο προβλέπει αυξήσεις 3% για το 2025 και 2,8% για το 2026, για περίπου 2,5 εκατομμύρια εργαζομένους. Η συμφωνία χαρακτηρίστηκε «δύσκολη σε δύσκολες εποχές», αλλά κινείται εντός των ορίων που θεωρούνται συμβατά με τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι επενδυτές εμφανίζονται να προεξοφλούν νέες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, εν μέσω παγκόσμιων αναταράξεων στο εμπόριο και της ενίσχυσης του ευρώ. Επιπλέον, το υποτονικό οικονομικό κλίμα στην ευρωζώνη περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών συνδικάτων, μειώνοντας τον κίνδυνο απαιτήσεων για μεγάλες αυξήσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέα πληθωριστικά κύματα.