«Σε πιο δυσμενές χρηματοοικονομικό περιβάλλον» σύμφωνα με τη φρασεολογία του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, οδηγεί η νέα 10η αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ που έχει ανεβάσει αθροιστικά κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε 14 μήνες τα επιτόκιά της, επιβαρύνοντας δανεισμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά και επιβαρύνοντας την αναπτυξιακή διαδικασία.
Τα νέα αυξημένα επιτόκια, οδηγούν εκτός από την αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σε συνθήκες μείωσης της ρευστότητας στην οικονομία με μικρότερη πιστωτική επέκταση και συνεπώς λιγότερα νέα δάνεια, (με μέσο νέο επιχειρηματικό επιτόκιο στο 5,7% σήμερα και μέσο νέο στεγαστικό οριακά πάνω από 4%).
Αυτή άλλωστε είναι η ξεκάθαρη πρόθεση της ΕΚΤ και των Κεντρικών Τραπεζιτών που το αναφέρουν κάθε φορά στις επεξηγήσεις τους για τις αυξήσεις επιτοκίων και στις συνεντεύξεις τους, ότι δηλαδή θέλουν να μειώσουν τα επίπεδα της ρευστότητας στην οικονομία και να επιβραδύνουν την ανάπτυξη. Οι θυσίες αυτές γίνονται στο βωμό της μείωσης του πληθωρισμού και αυξάνουν συνεχώς το κόστος χρηματοδότησης, που στην ελληνική οικονομία έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς μέχρι στιγμής.
Η αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ, δεν έχει εμποδίσει την ανάπτυξη στην Ελλάδα μέχρι στιγμής, με περιορισμένες μόνο επιπτώσεις που πρόσφατα αρχίζουν και γίνονται ορατές. Ωστόσο μελέτη της ΤτΕ προβλέπει οικονομετρικά με άσκηση προσομείωσης με στοιχεία από 1995 έως το τέλος του 2022, ότι οι όποιες επιπτώσεις στην πιστωτική επέκταση θα είναι περιορισμένες, θα κορυφωθούν το τρίτο τρίμηνο 2024 και θα αρχίσουν πάλι να υποχωρούν.
Μέχρι στιγμής πάντως παραμένει πολύ θετική για την ελληνική οικονομία η αναπτυξιακή διαδικασία των χρηματοδοτήσεων, για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, χάρη στα φθηνότερα δάνεια και στις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και των χρηματοδοτικών και εγγυοδοτικών προγραμμάτων της ΕΑΤ και EBRD, των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και όλα αυτά με τη συνδρομή επίσης, του ευέλικτου σύγχρονου νέου αναπτυξιακού νόμου που παρέχει σημαντικές βοήθειες και συμβατότητα μεταξύ πολλών εργαλείων, κινήτρων και χρηματοδοτήσεων.
Η σταθερότητα της αγοράς ακινήτων - Επιτόκια επιχειρήσεων και νοικοκυριών
Αυτό έχει επιτευχθεί επίσης, χάρη στις εισροές ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα, (που έφθασαν στα 7,2 δισεκ. ευρώ το 2022, έναντι του ρεκόρ των 5,3 δισεκ. ευρώ του 2021) οι οποίες μεταξύ άλλων έχουν κρατήσει σταθερή την ανοδική πορεία των ελληνικών ακινήτων, που δεν απόλαυσαν επάνοδο στα υψηλά του 2007 ή περισσότερο νέα υψηλά όπως σε άλλες χώρες, αλλά σε αντίθεση με αυτές, δεν υποχωρούν τώρα, γιατί η «φούσκα» έσκασε και δεν αναγεννήθηκε παρά τα χαμηλά επιτόκια.
Σε αυτό συνέβαλε ακόμα η χαμηλή ζήτηση στεγαστικών εξαρχής από το 2020 και μετά, η επιφυλακτικότητα των τραπεζών και κυρίως οι αγορές ακινήτων από ιδιώτες με εισόδημα που δεν χρειάστηκε να δανειστούν ή δανείστηκαν για μικρό μέρος της αξίας του ακινήτου και για μικρά διαστήματα με πρόθεση να εξοφλήσουν γρήγορα.
Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν σταθερή και καλή αγορά μέχρι τώρα. Έχουν συμβάλει σε ικανοποιητικά χρηματοδοτικά κόστη των επιχειρήσεων και κρατούν ζωντανή τη μόχλευση που είναι αναγκαία για την αναπτυξιακή διαδικασία, σε συνδυασμό με το ρεκόρ εισροής κεφαλαίων για άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι τα επιτόκια δεν έχουν αυξηθεί ή ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση δεν έχει επηρεαστεί από τις πολιτικές της ΕΚΤ με τις οποίες πολλοί διαφωνούν και ειδικά οι Ιταλοί που διαμαρτυρήθηκαν φανερά, πλέον κραυγάζουν.
Στην Ελλάδα οι αυξήσεις έχουν γίνει αντιληπτές οδηγώντας τα νέα επιτόκια σε επιχειρηματικά δάνεια από 5,7% και άνω, ανάλογα με την επιχείρηση, τη διάρκεια και το ποσό έως και πάνω από 6%, τα στεγαστικά δάνεια περίπου στο 4%, τα καταναλωτικά δάνεια από 13% και άνω και τα επαγγελματικά δάνεια από 7,70%. Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των κατηγοριών είναι στο 6,20%
Αυτές ήταν οι μέσες τιμές επιτοκίων Ιουλίου που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε η ΤτΕ και αφορούν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των δανείων των τραπεζών, καθώς τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο τα οποία επηρεάζονται από τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ υπερβαίνουν σύμφωνα με εκτιμήσεις το 80% του συνόλου των δανείων.
Τι συμβαίνει με τα κυμαινόμενα επιτόκια στα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια
Για να διαμορφωθεί καλύτερη εικόνα για το τι συμβαίνει στην αγορά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι επιχειρήσεις και νοικοκυριά δανείζονται κατά κανόνα με κυμαινόμενα επιτόκια που λαμβάνουν υπόψη τους το euribor συν ένα επιπλέον περιθώριο που χρεώνει κάθε τράπεζα. Να σημειωθούν μερικά σημαντικά στοιχεία:
Πρώτον όλα τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια απολαμβάνουν για την ώρα σταθερό επιτόκιο υπολογίζοντας το euribor πέριξ του 3% που θα παραμείνει έτσι μέχρι τον Απρίλιο 2024 ενώ για τα λίγα ευάλωτα νοικοκυριά έχουν ενήμερο στεγαστικό δάνειο υπάρχει άλλη πιο ευνοϊκή ρύθμιση για 50% μείωση του ποσοστού από την αύξηση του επιτοκίου.
Δεύτερον οι αυξήσεις επιτοκίων περνούν στα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών, περίπου ένα μήνα μετά την ισχύ τους (20 Σεπτεμβρίου για την τελευταία αύξηση), ενώ για τα δάνεια των επιχειρήσεων συνήθης πολιτική είναι η ανατιμολόγηση ανά έξι μήνες συχνά κάθε Ιούνιο και Δεκέμβριο.
Τρίτον αυτή τη στιγμή το επιτόκιο euribor τριμήνου που είναι η βάση σχεδόν για όλα τα δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια είναι στα υψηλά 15ετίας στα 3,867% τιμή που δεν είχε δει ξανά μετά το φθινόπωρο του 2008. Το euribor ενός μήνα που είναι η βάση των άλλων δανείων με κυμαινόμενο, είναι επίσης στα υψηλά 15ετίας, στα 3,725%.
Τέταρτον τα πολύ λίγα νέα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου χρεώνονται πέριξ του 5%.
Πέμπτον, πέραν των νέων λιγοστών στεγαστικών δανείων τα περισσότερα ενήμερα στεγαστικά που είναι της περιόδου 2007-2008 αν δεν έχουν λήξει, είναι σε φάση πολύ κοντά στην λήξη τους και οι επιβαρύνσεις από τόκους είναι πολύ μικρότερες και αφορούν ελάχιστο ή καθόλου μέρος της δόσης τους που ουσιαστικά έχει γίνει σταθερή. Σημαντικό μέρος όμως των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο αυτής της περιόδου, είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα χαρτοφυλάκια των servicers.
Παρόλο που η αύξηση των επιτοκίων σε πρώτη φάση δημιούργησε μεγάλα τραπεζικά κέρδη ο κ. Στουρνάρας απηύθυνε ξεκάθαρη προειδοποίηση για μείωση της ζήτησης στα δάνεια, η οποία προκύπτει με συγκεκριμένα στοιχεία και είναι ξεκάθαρη. Η αναπτυξιακή διαδικασία επίσης υποβοηθάται σημαντικά από τη συνδρομή της μόχλευσης που θα μειωθεί.
Πώς επηρεάζονται οι ρυθμοί αύξησης των δανείων
Τα στοιχεία της ΤτΕ και αυτά που έδωσαν οι ελληνικές τράπεζες στο πρώτο εξάμηνο έδειξαν επιράδυνση του έντονου ρυθμού πιστωτικής επέκτασης. Οι εξοφλήσεις δανείων κυρίως από επιχειρήσεις ήταν στην πρώτη γραμμή καθώς υγιείς εταιρίες με ρευστότητα έσπευσαν να μειώσουν το δανεισμό τους, ενώ υπήρχε συγκράτηση για νέα δάνεια που αποδόθηκε εύλογα στην προεκλογική αβεβαιότητα. Από την άλλη το κόστος χρηματοδότησης έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά τα ευρωπαϊκά κονδύλια και προγράμματα έρχονται αρωγός και οι τράπεζες έχουν σημαντικά δάνεια στην αναμονή ενόψη τελικών εγκρίσεων και εκταμιεύσεων.
Ωστόσο οι ρυθμοί υποχωρούν και ο ετήσιος ρυθμός νέας εταιρικής χρηματοδότησης από το υψηλό περασμένου Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου στο 12% έχει υποχωρήσει σταδιακά μέχρι το 3% τον Ιούλιο. Ωστόσο παραμένει σε καλά επίπεδα όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ.
- Η χρηματοδότηση επιχειρήσεων (όχι χρηματοπιστωτικές ή τράπεζες ασφαλιστικές και servicers) αυξήθηκε από τα 58,9 δισεκ. πέρυσι τον Απρίλιο μέχρι και τα 64 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022 πέρυσι που ήταν και το υψηλό περιόδου στα επιχειρηματικά υπόλοιπα. Ανέβηκε στα 63,5 δισ. ευρώ πιθανόν λίγο πριν τις εκλογές και υποχώρησε στα 62,3 δισ. ευρώ τον Ιούλιο.
- Στα υψηλά περιόδου παραμένουν τα υπόλοιπα δανείων για επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή ασφαλιστικές, servicers, ΤΕΑ κλπ. Είναι οι μόνοι που έγραψαν υψηλό περιόδου με 7,96 δισ. ευρώ χρηματοδότησης φέτος τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ήταν στα 7,94 δισ. ευρώ. Έχουν σταθερά ανοδική πορεία από τον Μάιο του 2022 και τα υπόλοιπα δανεισμού, τότε, των 6,89 δισ. ευρώ.
- Στα στεγαστικά ο ρυθμός είναι αρνητικός εδώ και ένα χρόνο. Περισσότερες εξοφλήσεις δανείων γίνονται, από συνάψεις νέων δανείων. Ο αρνητικός ρυθμός εντείνεται απλώς από το -3% πέρυσι το καλοκαίρι σε -4% επί 4 διαδοχικούς μήνες από τον Απρίλιο φέτος.
Παρόλα αυτά η Εθνική Τράπεζα έδωσε στοιχεία που δείχνουν μέση αύξηση των τιμών κατοικίας κατά 50% στο πρώτο τρίμηνο φέτος από τα ιστορικά χαμηλά του 2017. Παραμένουν όμως κάτω 14% από τα υψηλά του 2008 ενώ σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημειώθηκαν νέα υψηλά, γεγονός που είναι και άγκυρα ασφαλείας. Οι προβολές των στοιχείων για άμεσες ξένες επενδύσεις δείχνουν ζωρή νέα άνοδο άμεσων ξένων επενδύσεων για πάνω από 10 δισ. ευρώ φέτος και πάνω από 12 και 14 δισ. ευρώ για τα έτη 2024 και 2025.
Στα στεγαστικά δάνεια τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το σύνολο δανεισμού (υπόλοιπο) στη στέγη μειώνεται σταθερά από 30 δισ. ευρώ πέρυσι τον Σεπτέμβριο σε 28,8 δισ. ευρώ φέτος τον Ιούλιο.
- Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι στα καταναλωτικά δάνεια η τάση επίσης είναι καθοδική από τα 8,81 δισ. ευρώ πέρυσι τον Ιούλιο και τα υπόλοιπα μειώθηκαν στα 8,68 δισ. πέρυσι τον Φεβρουάριο, οπότε κυμαίνονται στη συνέχεια πέριξ των 8,50-8,55 δισ. ευρώ με μικρές μηνιαίες διακυμάνσεις. Τον Ιούλιο ήταν στα 8,585 δισ. ευρώ.
- Τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν συνολικά 4,89 δισ. ευρώ πέρυσι τον Ιούλιο. Τα υπόλοιπα της κατηγορίας κορύφωσαν στα 4,9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο 2022 και υποχωρούν σταδιακά φθάνοντας στα 4,54 δισ. ευρώ τον Ιούλιο φέτος.
- Στο μεταξύ αυξάνονται και οι τοποθετήσεις και χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε εταιρικά μη τραπεζικά ομόλογα από 1,13 δισεκ. ευρώ πέρυσι τον Απρίλιο σε 1,26 δισ. ευρώ (που είναι το κορυφαίο ποσό της περιόδου), παρέχοντας εναλλακτική χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις, με καλές αποδόσεις για τις ίδιες.
Γιατί αναμένονται μικρές επιπτώσεις στη ζήτηση για δάνεια στη συνέχεια - Τι δείχνει μελέτη της ΤτΕ
Μεγάλη προσοχή συστήνει στην τελευταία συνέντευξή του ο επικεγφαλής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, καθώς το περιβάλλον αλλάζει και τα υψηλά επιτόκια από παράγοντας κέρδους, μπορούν τώρα να γίνουν εμπόδιο στην αύξηση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης και παράγοντας επισφαλειών.
Πάντως πολύ ενδιαφέρον έχει μελέτη που παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος για το θέμα αυτό στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής. Η μελέτη αυτή έτρεξε άσκηση προσομοίωσης με βάση δείγματα ιστορικών παρατηρήσεων από το 1995 έως το 2022 για τις μεταβολές των επιτοκίων και προβλέπει τα εξής για τα μελλούμενα:
- Η επίδραση των αυξημένων επιτοκίων που είναι αρνητική για την πιστωτική επέκταση μειώνεται με το χρόνο και έγινε φανερό και το 2020-2022 με την πανδημία.
- Αυτό έχει εξήγηση γιατί υπάρχει η θετική επίδραση της ΕΑΤ, του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), που αναφέρθηκαν άλλωστε παραπάνω στο κείμενο.
- Μία αύξηση 0,50% στα επιτόκια της ΕΚΤ έχει τη μέγιστη επίδραση μετά 4-5 τρίμηνα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προς τα οποία τα δάνεια μειώνονται ετησίως περίπου 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας (νοικοκυριά: 0,2), και τείνει να μηδενιστεί μετά από 2-3 έτη.
- Η επίδραση των έως τώρα αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στο υπόλοιπο δανείων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις (ΜΧΕ), στο πρώτο τρίμηνο 2023 ήταν για τη ζήτηση δανείων περίπου -0,2 της ποσοστιαίας μονάδας. Αναμένεται να γίνει -0,4 στο δεύτερο τρίμηνο και φθάνει το -0,7 στο τρίτο τρίμηνο, το οποίο αντιστοιχεί σε -0,6 για τα νοικοκυριά.
- Μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2024 προβλέπεται να κορυφωθεί η τάση με πτώση 1,60 ποσοστιαίες μονάδες και σε 1% για τα νοικοκυριά. Στη συνέχεια η πτωτική τάση της ζήτησης αρχίσει να μαζεύεται και να μειώνεται.
- Ενώ μέχρι στιγμής η συμβολή της αύξησης των επιτοκίων είναι θετική για τα κέρδη των τραπεζών, το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει περιορισμένη επίπτωση στην πιστωτική επέκταση, ειδικά στην επέκταση προς τα νοικοκυριά!
- Αλλά και στις επιχειρήσεις η εικόνα των πιστώσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα των περιορισμένων επιπτώσεων, «καθώς τη χρονική περίοδο 2023-2025 αναμένεται σημαντική ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το δανειακό σκέλος του RRF, οι αρνητικές επιδράσεις από τις μέχρι σήμερα αλλά και τις πιθανές προσεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ μάλλον θα συνεχίσουν να είναι ήπιες».