Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη συνεδρίαση της Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου, που πραγματοποιείται στη Φρανκφούρτη, καθώς η οικονομική στασιμότητα στην Ευρωζώνη δείχνει να μην έχει τέλος.
Το επιτόκιο αναφοράς (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) θα υποχωρήσει στο 3%, από 4% που είχε κορυφωθεί κατά την περίοδο 9/2023 – 6/2024. Το υφιστάμενο debate στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ έχει να κάνει με την ταχύτητα μείωσης των επιτοκίων, την «αποσύνδεση» από τις μειώσεις της Fed, αλλά και με το τελικό ή ουδέτερο επιτόκιο, ένα θέμα που αναμένεται να μονοπωλήσει τη συζήτηση μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρωζώνης.
Η πολιτική αβεβαιότητα με επίκεντρο τη Γαλλία, είναι ο παράγοντας που επισημαίνουν τα «γεράκια» της ΕΚΤ, όσα μέλη του δ.σ. δηλαδή, τάσσονται υπέρ μίας πιο σταδιακής μείωσης του κόστους δανεισμού. Χαρακτηριστική του κλίματος που υπάρχει στην ΕΚΤ, είναι η δήλωση του Μπόρις Βούισιτς, διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Κροατίας.
Το νεότερο μέλος του δ.σ. της ΕΚΤ, που θεωρείται «γεράκι», τόνισε ότι είναι καλύτερο για την ΕΚΤ, να συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια, αλλά με πιο επιφυλακτικό ρυθμό. Η εν λόγω δήλωση έρχεται σε μία συγκυρία, που οι αγορές έδιναν πιθανότητα της τάξης του 20% να δούμε μία jumbo μείωση κατά 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο.
Όμως το βασικό επιχείρημα των «περιστεριών», είναι ακόμη πιο ισχυρό, καθώς οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το κλίμα στις τάξεις των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Μάλιστα, εξαιτίας της πολύ κακής εικόνας των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, οι αναλυτές της ΕΚΤ αναμένεται να υποχρεωθούν να υποβαθμίσουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2025, παρά την καλύτερη των προσδοκιών μέτρηση του γ’ τριμήνου.
Τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν ήδη στη διάθεσή τους τις νέες προβλέψεις των οικονομολόγων της κεντρικής τράπεζας για το 2025, οι οποίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις των επόμενων συνεδριάσεων. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο πληθωρισμός των υπηρεσιών, ο οποίος παραμένει συγκριτικά υψηλός, αλλά και οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, σε μία συγκυρία που οι οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, βρίσκονται σε πλήρη στασιμότητα.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις επεκτείνονται για πρώτη φορά έως το 2027 και αναμένεται να προεξοφλήσουν, ότι ο πληθωρισμός θα τεθεί υπό έλεγχο την περίοδο 2025-2027.
Οι αναλυτές των Barclays, Capital Economics, Morgan Stanley, Goldman Sachs, Oxford Economics και ING, συμφωνούν ότι η απόφαση του Δεκεμβρίου θα είναι υπέρ της μείωσης κατά 0,25%.
Όμως τι μέλλει γενέσθαι; Η Citibank προσπαθεί να δώσει μία απάντηση, εκτιμώντας ότι εντέλει δεν θα γίνει καμία jumbo μείωση 50 μ.β., ούτε τον Ιανουάριο, αλλά ούτε και τον Μάρτιο, που συνεπάγεται ότι ο κύκλος των μειώσεων δεν θα κλείσει στο α’ εξάμηνο του 2025 αλλά στο τέλος του έτους.
Η Oxford Economics διαφωνεί, υιοθετώντας ίσως το πιο επιθετικό σενάριο των «περιστεριών». Ο οίκος εκτιμά ότι θα γίνουν 6 διαδοχικές μειώσεις των 25μ.β., που θα οδηγήσουν το επιτόκιο αναφοράς στο 1,75% τον Ιούλιο του 2025. Το επίπεδο αυτό θα είναι στα μισά μεταξύ των δύο άκρων, ήτοι του -0,50% και του 4%.
Το εν λόγω σενάριο, θα μπορούσε να έχει βάση, καθώς οι κίνδυνοι για την Ευρώπη δεν έχουν εξαλειφθεί και κανείς δεν μπορεί να πει τη δεδομένη χρονική στιγμή με βεβαιότητα, ότι η Ευρώπη θα καταλήξει σε συμφωνία με τις ΗΠΑ για του δασμούς.
Πάντως, οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters, αναφέρουν ότι τα επιτόκια θα μειωθούν κατά 100 μονάδες βάσης μέσα στο 2025, για να φτάσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2%, με στόχο να υποστηριχθεί η προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. Όμως δεν είναι απολύτως σαφές, αν το «ουδέτερο» επιτόκιο βρίσκεται στο 2% ή ακόμα χαμηλότερα στο 1,5%.
Σε κάθε περίπτωση, δύο είναι τα δεδομένα. Πρώτον, η Κριστίν Λαγκάρντ για μία φορά ακόμη θα πει, ότι οι αποφάσεις των επόμενων μηνών θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση, «σκοτώνοντας» ουσιαστικά το forward guidance.
Δεύτερον, η μείωση προς το 2% ή το 1,5% θα γίνει σταδιακά, περίπου με ρυθμό, μία μείωση ανά τρίμηνο, εκτός φυσικά συγκλονιστικού απροόπτου. Δεν είναι καθόλου απίθανο να δούμε και διαδοχικές μειώσεις, καθώς η μείωση για το α’ τρίμηνο του 2025, μπορεί να γίνει στη συνεδρίαση του Ιανουαρίου.