Τα επιτόκια «πληγώνουν» τις αμερικανικές τράπεζες
Shutterstock
Shutterstock

Τα επιτόκια «πληγώνουν» τις αμερικανικές τράπεζες

Ένας από τους μεγάλους καημούς των διοικήσεων των τραπεζών στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια ήταν οι συνέπειες των πολύ χαμηλών επιτοκίων.

Μπορεί να αύξαναν τη ζήτηση για δάνεια λόγω του χαμηλού κόστους για τους δανειολήπτες αλλά δεν άφηναν κανένα περιθώριο στις τράπεζες να αυξήσουν σημαντικά τα κέρδη τους, παρά το γεγονός πως και οι καταθέσεις των πελατών τους είχαν σχεδόν μηδενικές αποδόσεις. Από τις αρχές του 2022 είναι προφανές πως αυτό έχει αρχίσει και αλλάζει, καθώς τα επιτόκια ξέφυγαν από την περιοχή του μηδενός και έχουν ανεβεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Επειδή τα επιτόκια δανεισμού προσαρμόστηκαν πρώτα στις νέες συνθήκες, τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών αυξήθηκαν σημαντικά ιδίως στις μεγαλύτερες από αυτές που έχουν μία ευρεία βάση καταθετών. 

Παρατηρώντας τα αποτελέσματα πολλών από αυτές το τελευταίο διάστημα βλέπουμε σημαντική αύξηση της κερδοφορίας σε σχέση με τα προ έτους μεγέθη ή σε σχέση με αυτά που αναμένουν οι αναλυτές. Οι τρεις μεγάλες τράπεζες που ανακοίνωσαν τα αποτελέσματά τους την Παρασκευή που μας πέρασε αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, με την JPMorgan Chase (JPM NYSE) να εμφανίζει κερδοφορία κατά 35% αυξημένη από την περσινή περίοδο και σχεδόν 10% παραπάνω από αυτήν που ανέμεναν οι αναλυτές.

Στην περίπτωση της Wells Fargo (WFC NYSE), τα κέρδη ήταν σχεδόν 20% πάνω από τις προβλέψεις των αναλυτών και σε αυτήν της Citigroup (C NYSE), τα κέρδη ήταν 32% πάνω από αυτά που ανέμενε η αγορά. Διαβάζοντας τις σχετικές αναφορές στο Barron’s βλέπουμε αμέσως πως ένας από τους βασικούς λόγους για την εμφάνιση υψηλής κερδοφορίας είναι τα υψηλά καθαρά επιτοκιακά έσοδα, κάτι που σημαίνει πως τα επιτόκια των δανείων έχουν ανεβεί πιο γρήγορα από αυτά των καταθέσεων.

Παρόλα αυτά όμως, οι μέτοχοι δεν φαίνονται ενθουσιασμένοι, καθώς οι τιμές αυτών των μετοχών (αν εξαιρέσουμε την JPMorgan Chase) βρίσκονται πιο κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πενήντα δύο εβδομάδων παρά στα υψηλότερα. Σε τι οφείλεται αυτό; Σίγουρα όχι μόνο στις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου.

Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase, ο Τζέιμι Ντάιμον περιέγραψε εύγλωττα την κατάσταση κατά την διάρκεια ομιλίας του σε ένα συνέδριο της τράπεζας Barclay’s (BARC LONDON). Όπως είπε, «νομίζω πως είναι λάθος να κοιτάζουμε μόνο τους αριθμούς που βλέπουμε αυτή τη στιγμή μπροστά μας και να μην βλέπουμε προς το μέλλον».

Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε αρκετούς κινδύνους, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται αυτοί που προέρχονται από την άνοδο των επιτοκίων. Κατά την Carleton English του Barron’s, οι βασικοί κίνδυνοι που απασχολούν τους επενδυτές τραπεζών στην Wall Street είναι δύο: η αύξηση του κόστους χρήματος καθώς αρχίζει και εμφανίζεται ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών οι οποίες πρέπει να προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις στους καταθέτες και οι μεγάλες δυνητικές ζημιές που εμφανίζονται στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια ομολόγων που κρατούν για ίδιο λογαριασμό, αφού η αξία τους μειώνεται με την αύξηση των επιτοκίων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβληματισμού που δημιουργεί το ζήτημα της αποτίμησης των ομολόγων είναι αυτό της Bank of America (BAC NYSE).

Η τράπεζα έχει ένα πολύ μεγάλο χαρτοφυλάκιο ομολόγων στην κατοχή της και η άνοδος των επιτοκίων έχει ως συνέπεια την μείωση της αγοραίας αξίας των ομολόγων κατά περίπου 130 δισεκατομμύρια δολάρια σε σχέση με την τιμή αγοράς τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η τράπεζα θα πάθει τέτοια ζημιά, την φέρνει όμως σε δύσκολη θέση καθώς οι επενδυτές αποφεύγουν την μετοχή της σε σχέση με αυτές άλλων τραπεζών και κάνει και τον δανεισμό της (από τη διατραπεζική αγορά ή από την αγορά ομολόγων) πιο ακριβό.

Για μία πολύ μεγάλη τράπεζα όπως η Bank of America, θεωρητικά δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για να πραγματοποιηθούν αυτές οι ζημιές αφού η αξία του χαρτοφυλακίου θα μειώνεται σταδιακά καθώς θα λήγουν τα ομόλογα και η τράπεζα θα παίρνει πίσω τα χρήματά της. Η BAC δεν είναι η μόνη τράπεζα με «λογιστικές ζημιές» μεγάλου ύψους. Η αντίστοιχη για την JPMorgan είναι κοντά στα 40 δις δολάρια, ενώ για το σύνολο των αμερικανικών τραπεζών το ποσό ανερχόταν στα 558 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του Ιουνίου.

Για να έρθουμε και στον πρώτο κίνδυνο, η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση καταθετών θα έχει το προφανές αποτέλεσμα της μείωσης των καθαρών επιτοκιακών εσόδων των τραπεζών, από την σημαντική πρόσφατη αύξηση του οποίου προέρχεται και η αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών.

Αν οι φόβοι που εκφράζονται από αναλυτές της Wall Street, οι οποίοι (όπως διαβάζουμε στο Barron’s) πιστεύουν πως τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα έχουν φτάσει ήδη στο υψηλότερο σημείο τους, είναι βάσιμοι, σύντομα θα δούμε αρνητικές εξελίξεις στην κερδοφορία των τραπεζών.

Η προχθεσινή ανακοίνωση της PNC Financial (PNC NYSE), η οποία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη περιφερειακή τράπεζα των ΗΠΑ, έδειξε πως οι φόβοι μάλλον έχουν βάση. Η διοίκηση δήλωσε πως θα αποφάσισε να απολύσει το 4% του προσωπικού για να μειώσει το κόστος λειτουργίας, καθώς η αύξηση στο κόστος χρηματοδότησής της (καταθέσεις πελατών) ξεπέρασε το όφελος από τα επιτοκιακά έσοδα (έσοδα από τόκους δάνεια).

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το πρόβλημα αυτό εδώ αφορά περισσότερο στις μικρότερες τράπεζες που έχουν μικρότερη καταθετική βάση και πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουν όσους καταθέτες έχουν και να βρουν άλλους, παρά τις πολύ μεγάλες. Όπως είχαμε δει την άνοιξη, οι τράπεζες που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τους καταθέτες τους αντιμετώπισαν άμεσο πρόβλημα βιωσιμότητας. 

Εκτός όμως από αυτά τους δύο βασικούς κινδύνους, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που απασχολούν τις διοικήσεις και τους μετόχους των τραπεζών. Στις προχθεσινές ανακοινώσεις των τριών μεγάλων τραπεζών που είδαμε πριν, είναι σαφής η αύξηση των προβλέψεων στις οποίες προχωρούν οι τράπεζες ενόψει μελλοντικών ζημιών λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων που έχουν δώσει σε πελάτες τους.

Κάτι άλλο που προβληματίζει είναι και η σταδιακή μείωση του ρυθμού χορήγησης νέων δανείων, η οποία προφανώς οφείλεται και στους δισταγμούς των δανειοληπτών λόγω των υψηλών επιτοκίων. Σε άρθρο του Reuters παρατίθενται στοιχεία της Fed τα οποία δείχνουν πως ο ρυθμός αύξησης στις χορηγήσεις νέων δανείων σε βιομηχανικούς και εμπορικούς δανειολήπτες έχει σχεδόν μηδενίσει το τελευταίο τρίμηνο, ενώ για δανειολήπτες που έχουν σχέση με εμπορικά και οικιστικά ακίνητα ο αντίστοιχος ρυθμός παραμένει θετικός, περίπου στο 8%, μειωμένος όμως από το 10% του προηγούμενου τριμήνου.

Προφανώς, και οι δύο αυτές εξελίξεις δεν είναι ευχάριστες για τις τράπεζες και τους μετόχους τους, καθώς στην ουσία είναι προάγγελος μελλοντικής μείωσης των εσόδων τους. 

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως όσο περισσότερο παραμείνουν τα επιτόκια στα τωρινά επίπεδα τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο προβληματισμός των διοικήσεων και των μετόχων των τραπεζών και βέβαια και των εποπτικών αρχών. Η κατάσταση μπορεί να χειροτερέψει και αν τα επιτόκια ανεβούν ακόμα περισσότερο, ειδικά στον τομέα των ζημιών των τραπεζών από την αποτίμηση των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων.

Βέβαια, δεν  μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να δούμε την οικονομία, τις τράπεζες, τους καταθέτες και τους δανειολήπτες να προσαρμόζονται σταδιακά στην κατάσταση που έχει δημιουργήσει η άνοδος των επιτοκίων και τις ανησυχίες στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω να αποδεικνύονται υπερβολικές. Αυτό θα είναι καλό αν γίνει αλλά προς το παρόν μάλλον είναι πιο φρόνιμο να ακούσουμε τον Τζέιμι Ντάιμον παρά να τον αγνοήσουμε.