Με ώθηση από την αύξηση των επιτοκιακών εσόδων και τη διατήρηση ισχυρού ρυθμού στα επιχειρηματικά δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με διεθνείς και ξένους οίκους εκτιμάται ότι θα έχουν μία καλή χρονιά φέτος και ειδικά στο πρώτο εξάμηνο.
Οι εκτιμήσεις των οίκων που δεν έχουν αλλάξει τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο και ειδικότερα για το πρώτο τρίμηνο φέτος προβλέπουν διψήφια αύξηση της απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROΤΕ), διψήφια αύξηση των επιτοκιακών εσόδων (NII) και αύξηση του περιθωρίου στα επιτόκια (NIM). Στο μεταξύ τα κόκκινα δάνεια (NPE) έχουν υποχωρήσει κάτω από το 6,5% κατά μέσο όρο στα όρια του 6,3% του συνόλου των δανείων των τραπεζών.
Η Alpha Finance για παράδειγμα σε πολύ πρόσφατη ανάλυσή της αναμένει φέτος μέση αύξηση των εσόδων από τόκους κατά 19%. Αναμένει αύξηση της κερδοφορίας κατά 14%, αλλά σε διάστημα διετίας. Ωστόσο η εκτίμησή της για τις τρεις άλλες τράπεζες είναι για απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων φέτος (ROTE), 10,1% για την Τράπεζα Πειραιώς, 10,7% για την ΕΤΕ και 12,6% για τη Eurobank.
Η Alpha Finance περιμένει τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) να φθάσουν περίπου τα 1,6 δισ. ευρώ για την Πειραιώς, τα 1,65 δισ. ευρώ για την Εθνική και τα 1,85 δισ. ευρώ για την Eurobank.
Έτσι προκύπτει και η δίκαιη αποτίμησή τους σύμφωνα με τον οίκο, με την τιμή προς την ενσώματη λογιστική αξία στο 0,54 σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη κερδοφορία (διψήφια απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων) και ένα εκτιμώμενο P/E μεταξύ 4,5 για την Πειραιώς και 6,1 για την Εθνική.
Ως εκ τούτου, το πρώτο τρίμηνο ειδικότερα σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις αναμένεται ισχυρό, έχοντας την ορμή από τα αποτελέσματα του 2022 και από τη χρηματιστηριακή ευφορία που διατηρήθηκε όχι μόνον στο ΧΑ, αλλά και διεθνώς μέχρι τα μέσα του Μαρτίου, όταν έγιναν φανερές οι παρενέργειες από την αύξηση των επιτοκίων στις αμερικανικές τράπεζες και τα προβλήματα της Credit Suisse οδήγησαν σε υποχρεωτική εξαγορά και διάσωσή της.
Το κόστος των καταθέσεων
Σχετικές προβλέψεις που υιοθετούν και οι άλλοι οίκοι διεθνείς και ελληνικοί, έχει κάνει πρόσφατα η Eurobank Equities και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση .Για παράδειγμα με τις χθεσινές εκτιμήσεις της Morgan Stanley ειδικότερα, όσον αφορά τις επιπτώσεις από την αύξηση των επιτοκίων σε δάνεια και καταθέσεις.
Μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ότι οι μετακινήσεις κεφαλαίων σε προθεσμιακές καταθέσεις με μεγαλύτερα επιτόκια δεν ήταν σημαντικές και πάντως ήταν μικρότερες των αναμενομένων. Τα μεγαλύτερα επιτόκια των προθεσμιακών είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για τη συμπίεση των κερδών των τραπεζών.
Τα δεδομένα στην πράξη όμως αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς, ο παράγοντας αυτός παίζει πολύ μικρότερο ρόλο απ' ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Μόλις 3% των καταθέσεων μετακινήθηκαν σε προθεσμιακές καταθέσεις από πέρυσι, ανεβάζοντας μέχρι τον Φεβρουάριο το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων στο 21% του συνόλου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Morgan Stanley.
Σύμφωνα με το διεθνή οίκο, η επιβάρυνση στο κόστος των καταθέσεων είναι μικρότερη του αναμενομένου, καθώς τα επιτόκια των δανείων των τραπεζών έχουν αυξηθεί κατά 2,04% από πέρυσι τον Ιούνιο, ενώ αντίστοιχα τα κόστη από την αύξηση των καταθέσεων έχουν αυξηθεί κατά 0,15%. Από την αρχή του χρόνου φέτος, τα επιτόκια των δανείων αυξήθηκαν κατά 0,50% ενώ αντίστοιχα στο ίδιο διάστημα τα κόστη αυξήθηκαν κατά 0,09%.
Βεβαίως γίνεται η εκτίμηση ότι μετά το πρώτο εξάμηνο τα στοιχεία μπορεί να διαφοροποιηθούν όταν θα ξεκαθαρίσει η «οροφή» των επιτοκίων της ΕΚΤ και ενδέχεται ένα μικρό επιπλέον μέρος των καταθέσεων να μετακινηθούν προς τις προθεσμιακές καταθέσεις, μόνο που θα οριστικοποιηθούν ταυτόχρονα και τα οφέλη από τις αυξήσεις των επιτοκίων στα δάνεια και άρα και τα αυξημένα έσοδα των τραπεζών από τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Οι τράπεζες έκαναν τα πλάνα τους για τη χρονιά φέτος υπολογίζοντας ένα μάξιμουμ μερίδιο έως και 35% στις καταθέσεις προθεσμίας στο τέλος της χρονιάς, το οποίο όμως μέχρι στιγμής αποδεικνύεται πολύ συντηρητικό και αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για μικρότερα κόστη στο πρώτο εξάμηνο.
Με βάση τους υπολογισμούς των τραπεζών καμία δεν περιμένει αύξηση στο κόστος των καταθέσεων μεγαλύτερη από 300 εκατ. ευρώ (που είναι μάλλον αυστηρό νούμερο). Στο μεταξύ το επιτοκιακό περιθώριο (NIM) των τραπεζών έχει αυξηθεί περισσότερο από τις εκτιμήσεις τους που ήταν σε αδρές γραμμές 0,20% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ (του euribor), μετά τις δύο πρώτες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι στιγμής εντός του 2023.
Με βάση τα παραπάνω και τις πολύ συντηρητικές εκτιμήσεις για το margin (περιθώριο) των επιτοκίων από τις ίδιες τις τράπεζες φέτος δεν αποκλείεται τουλάχιστον στο πρώτο εξάμηνο, να παρουσιάσουν αποτελέσματα καλύτερα των αναμενομένων.
Για παράδειγμα μέχρι στιγμής η ΕΤΕ έχει υπολογίσει το πιο γενναίο περιθώριο πέριξ του 2,5% το οποίο και πάλι παραμένει συντηρητικό, με επιτόκιο δανεισμού από την ΕΚΤ ήδη στο 3,5% και προβλεπόμενη αύξηση αυτήν την περίοδο 0,25%. Πιο συντηρητική όλων ήταν η Τράπεζα Πειραιώς που έδινε μετά βίας ένα περιθώριο πάνω από 2% μεταξύ 2,1% και 2,2%. Η Eurobank με τη σειρά της ήταν κάπου ανάμεσα στις δύο. Η Alpha Bank αναμένεται να δώσει αναλυτικότερα στοιχεία σε ειδική εκδήλωση αλλά έχει κάνει εκτίμηση για αύξηση των εσόδων από τόκους φέτος περίπου κατά 15%.
Κόκκινα δάνεια και επενδυτική βαθμίδα
Βεβαίως στις εκτιμήσεις που έγιναν πριν την απόφαση των τραπεζών να μετατρέψουν σε σταθερά τα επιτόκια όλων στεγαστικών εξυπηρετούμενων δανείων, μπήκε ένα όριο στα έσοδα από δάνεια. Αλλά δεν επηρεάζει τα έσοδα των τραπεζών, γιατί έχουν γίνει με υπολογισμό 2,5% - 2,8% σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το οποίο όμως στην πράξη τείνει περισσότερο προς ένα μέσο υπολογισμό που κάνει η Εθνική Τράπεζα στο 2,5% παρά στο 2,8%.
Υπάρχει επιπλέον ένα «ατού» στην οροφή για 12 μήνες των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια. Θα αποφευχθούν πιθανόν εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις οποίες οι ελληνικές τράπεζες παρέμειναν πολύ συντηρητικές, ανεβάζοντάς την πρόβλεψή τους, σε σχέση με τα στοιχεία που έχουν μέχρι στιγμής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Eurobank για παράδειγμα, υπολόγισε πάνω περί τα 450 εκατ. ευρώ νέα κόκκινα δάνεια, τα οποία όμως δεν προκύπτουν για την ώρα και εκτιμάται, όπως και για τις άλλες τράπεζες επίσης, ότι μπορούν να παραμείνουν αρκετά χαμηλότερα λόγω των ρυθμίσεων και της πολιτικής για μπόνους συνέπειας σε δανειολήπτες που εξυπηρετούν σταθερά το δάνειά τους.
Να σημειωθεί μάλιστα ότι οι ξένοι οίκοι έχουν εντοπίσει πως το μικρότερο μέρος των αυξήσεων στα επιτόκια της ΕΚΤ περνά στα στεγαστικά δάνεια που είναι και το τμήμα των δανείων για το οποίο έχουν ανησυχία οι διοικήσεις των τραπεζών, ενώ η Axia υπολόγισε ότι οι τράπεζες θα έχουν συνολικά μικρότερα έσοδα 146 εκατ. ευρώ επειδή θα κλειδώσουν τα επιτόκιά τους στα στεγαστικά δάνεια.
Υπάρχουν όμως αυξημένες πιθανότητες και για έκτακτα οφέλη φέτος από τις τράπεζες ειδικά για το δανεισμό τους αλλά και για τα περιουσιακά στοιχεία τους σε ελληνικούς τίτλους και ειδικά σε ομόλογα. Τα κέρδη αυτά θα έρθουν από την αναμενόμενη της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Φυσικά αυτό είναι μόνο ένα μέρος του οφέλους από το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, ενώ προφανώς το αξιόχρεο θα συνδεθεί και με φθηνότερο κόστος δανεισμού στη συνέχεια για τις ελληνικές τράπεζες. Αλλά η μετάβαση ειδικά θα είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα και όσο ταχύτερα γίνει, τόσο καλύτερα για τις τράπεζες και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.