Τράπεζες: Τι δείχνει η μελέτη του ΚΕΠΕ για την αναβαλλόμενη φορολογία

Τράπεζες: Τι δείχνει η μελέτη του ΚΕΠΕ για την αναβαλλόμενη φορολογία

Τα μερίσματα έχουν επιστρέψει για τα καλά στη ζωή των μικρομετόχων της Λ. Αθηνών και έχουν αποκαταστήσει την επενδυτική κανονικότητα που ορίζει ότι μέρος από την κερδοφορία της εταιρείας πρέπει να επιστρέφει με κάποιο χειροπιαστό τρόπο και στο παθητικό μέρος της μετοχικής βάσης.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του καθηγητή Παναγιώτη Λιαγκόρβα από το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) εξετάζει υποθετικά σενάρια απόσβεσης αναβαλλόμενου φόρου (DTCs) και πληρωμής μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες. Τα σενάρια αυτά είναι χρήσιμα καθώς αναδεικνύουν το βέλτιστο ποσοστό μίγματος μερίσματος και απόσβεσης αναβαλλόμενης φορολογίας χωρίς να διαταραχθούν οι βασικοί δείκτες φερεγγυότητας. 

Ως γνωστόν, οι τράπεζες έλαβαν ένα υποθετικό κεφάλαιο μετά τις απομειώσεις των κεφαλαίων τους για το PSI και τις πιστωτικές απομειώσεις του 2015 με υποχρέωση να αποσβένουν 700 εκατ. ευρώ ετησίως. Με αυτό τον ρυθμό απομείωσης, η ολοκλήρωση της πλήρους απόσβεσης των DTCs αναμένονταν μετά το 2040. Με βάση τα σχέδια των συστημικών τραπεζών κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων τους για το 9μηνο 2024, προκρίθηκε η επιτάχυνση της απόσβεσης των DTCs από το 2025.

Κατά την παρουσίαση οι τράπεζες ανέφεραν πως η ολική απόσβεση των DTCs αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2034, χωρίς να υπάρχει επίπτωση στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεων ή στα ίδια κεφάλαια. Πιο συγκεκριμένα, το 29% των μερισμάτων που θα διανέμουν, από το 2025 και έπειτα, θα συνυπολογίζεται ως επιπλέον ποσό προς απόσβεση του αποθέματος των DTCs. Με αυτόν τον τρόπο οι τράπεζες αύξησαν την επιβάρυνση επί των ιδίων κεφαλαίων τους στα 1,215 δις ευρώ (+74%) με στόχο να έχουν τελειώσει με τα DTCs το 2034.

Η μελέτη αναφέρει ότι η επιτάχυνση της απόσβεσης ίση με το 29% των καταβληθέντων μερισμάτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά υπάρχουν σαφή περιθώρια βελτίωσης ως προς την απόσβεση των DTCs. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο (με δείκτη διανομής μερίσματος DPR 50% για τα κέρδη 2025 και με συντελεστή απόσβεσης DTCs στο 29%), εκτιμάται ότι ο δείκτης CET1 στα τέλη του 2026 θα είναι σχεδόν 14,7%, με το απόθεμα των DTCs να υπολογίζεται στα €9,57 δισ., ή στο 41,67% των CET1 κεφαλαίων.

Ωστόσο, οι συστημικές τράπεζες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά την απόσβεση των DTCs στην περίπτωση που θα ήταν πρόθυμες να «θυσιάσουν» κάτι από τη μερισματική πολιτική και αριθμητικώς από τον δείκτη κεφαλαίων CET1, με αντάλλαγμα υψηλότερη ποιότητα κεφαλαίων CET1 και πιο μεγάλο συντελεστή απόσβεσης DTCs. Ενδεικτικά, με δείκτη DPR 40% ή 45%, από 50%, επί των κερδών της χρήσης 2025 και με συντελεστή απόσβεσης των DTCs στο 100%, από 29%, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 θα ανερχόταν περίπου στο 13,6% από 14,67% και τα DTCs θα διαμορφώνονταν κάτω των €7,5 δισ. από €9,57 δισ., ή σχεδόν στο 35% των CET1 κεφαλαίων από 41,67%. 

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες έχοντας επιλέξει ένα υψηλότερο συντελεστή απόσβεσης δεν μπορούν να πάνε σε μεγαλύτερες αποσβέσεις. Αυτό θα εξαρτηθεί από την αύξηση του μερίσματος καθώς η σχετική φόρμουλα συνδέει τη διανομή κερδών με το ποσοστό απόσβεσης του DTC. Μάλιστα, αν το ποσοστό διανομής κερδών αυξηθεί κατά 10% (από το 40 στο 50%) η απόσβεση του DTC επιταχύνεται κατά 1 έτος. 

Η μελέτη καταλήγει στην ιδιαίτερη προσοχή που πρέπει να δοθεί στην αξιοποίηση της υψηλής κερδοφορίας των πρόσφατων ετών προς απόσβεση των DTCs. Επισημαίνει την ανάγκη ισορροπίας μεταξύ απόσβεσης DTCs και πληρωμής γαλαντόμων μερισμάτων, έτσι ώστε να θωρακιστούν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται οι ελληνικές τράπεζες εν μέσω αναταραχών των τεκτονικών πλακών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό στερέωμα.

Το προτεινόμενο από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες σχέδιο είναι, από τη μία πλευρά, προς τη σωστή κατεύθυνση και αμβλύνει το χρονίζον πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου. Από την άλλη όμως, μέσα από μία πιο θαρραλέα αντιμετώπιση των DTCs, το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου θα αντιμετωπιζόταν πιο δραστικά και θα βελτιώνονταν ποιοτικώς ταχύτερα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών συστημικών τραπεζών. 

Πιο συγκεκριμένα, έχοντας κατά νου τη βιώσιμη συνύπαρξη των Ελλήνων καταναλωτών και εγχώριων επιχειρήσεων, του τραπεζικού συστήματος και της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα μπορούσαν να βελτιώσουν το πλάνο για μια επιταχυνόμενη απόσβεση των DTCs, ιδίως εάν οι οικονομικές εξελίξεις και διεθνείς συγκυρίες -με δεδομένο τον χαμηλό ανταγωνισμό και την υψηλή εγχώρια συγκέντρωση συμβάλλουν σε συνέχιση της υψηλής κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών τα επόμενα έτη, περιορίζοντας παράλληλα τον «ομφάλιο λώρο» κράτους-τραπεζών.