Όρια στα στεγαστικά δάνεια και γενικά σε δάνεια με υποθήκη οικιστικού ακινήτου θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος. Τα δάνεια αυτά δεν θα μπορούν να είναι μεγαλύτερα από το 90% της αξίας του ακινήτου που υποθηκεύεται, ενώ οι ετήσιες δόσεις του, δεν μπορούν να ξεπερνούν το 50% του εισοδήματος του δανειολήπτη.
Η ουσία του μέτρου είναι η πρόληψη για να αποφευχθούν υπερβολές στο μέλλον, καθώς αναμένεται μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ και σε ένα χρόνο από σήμερα δεν αποκλείεται τα επιτόκιά της να είναι στο 3%, οπότε η ΤτΕ λειτουργεί προληπτικά για να μην διαταράξει τότε την αγορά. Ταυτόχρονα όμως, το μέτρο έχει και προληπτική επίπτωση πάνω στην αξία των οικιστικών ακινήτων που έχουν πάρει την ανηφόρα, σε ποσοστά μεγαλύτερα από του μέσου πληθωρισμού, όπως δήλωσε ο ΥΠΕΘΟ Κωστής Χατζηδάκης, που επίσης κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Τα μέτρα θα εφαρμοστούν από την 1η Ιανουάριου του 2025.
Έτσι έμμεσα μπαίνει ένα χαλαρό σχετικά όριο για την ώρα, όσον αφορά τα δεσμευτικά ποσοστά που αναφέρθηκαν για τη χορήγηση ενυπόθηκων δανείων με κατοικία. Βεβαίως, το όριο που τώρα είναι χαλαρό, μπορεί αν αυξηθεί έντονα η ζήτηση ακινήτων σε δύο ή τρία χρόνια, να αποδειχθεί περιοριστικό.
Όπως αναφέρεται, τα μέτρα αυτά «έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και λαμβάνουν τη μορφή ανώτατων επιτρεπόμενων ορίων για το δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση και το δείκτη δανείου προς αξία κατά την έγκριση για τα νέα δάνεια και λοιπές πιστώσεις». Τα μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2025, αλλά ουσιαστικά θα βρουν εφαρμογή όταν η ΕΚΤ μειώσει τα επιτόκια τόσο που να ισοφαρίζουν ή να κατεβαίνουν κάτω από το πρόγραμμα επιβράβευσης συνεπών δανειοληπτών που εφαρμόζουν τώρα οι ελληνικές τράπεζες.
Τα μέτρα αυτά δεν έχουν εφαρμογή σε κόκκινα δάνεια ή σε δάνεια σε ρύθμιση ή σε δάνεια που προήλθαν από προγράμματα κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής, όπως το πρόγραμμα «Σπίτι μου».
Επίσης, δίνεται δυνατότητα ευελιξίας στις τράπεζες για ποσό μέχρι και 10% του συνόλου των στεγαστικών δανείων τους, να ξεφεύγουν από τον κανόνα, κατά την κρίση τους.
Με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 227/1/08.03.2024 (ΦΕΚ Β 1716, 15.03.2024), η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε μακροπροληπτικά μέτρα σχετικά με τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη για δάνεια και λοιπές πιστώσεις προς φυσικά πρόσωπα με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, θέσπισε:
- ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση (debt service-to-income at origination – DSTI-O) 50% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 40% για τους λοιπούς δανειολήπτες, και
- ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη δανείου προς την αξία του υπέγγυου ακινήτου κατά την έγκριση (loan-to-value at origination – LTV-O) 90% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για τους λοιπούς δανειολήπτες.