Η έκβαση της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 σημαίνει ότι η Γερμανία οδηγείται σε δύσκολες αλλά και ουσιαστικές συζητήσεις για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η Χριστιανοδημοκρατία χωρίς την Μέρκελ κρατήθηκε ίσως στο όριο της πρώτης θέσης, πιθανότατα μετακινούμενη στη δεύτερη θέση καθώς τα αποτελέσματα θα ολοκληρώνονται, εισέπραξε όμως σε κάθε περίπτωση μια εξαιρετικά σημαντική μείωση της εκλογικής ισχύος της.
Αντίστοιχα, ανεξαρτήτως του ποια θα είναι τελικά η σύνθεση του νέου κυβερνητικού σχηματισμού, από καθαρά εκλογική άποψη η επάνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας αποτελεί την μεγάλη είδηση ων εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου 2021. Η Σοσιαλδημοκρατία φαίνεται πως προσέλκυσε σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων από την Μέρκελ, έχασε όμως παράλληλα κάποιους υποστηρικτές της προς τους Πράσινους. Οι οποίοι προφανώς πήγαν πολύ καλά, ιδιαίτερα στους ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών, χωρίς όμως να πετύχουν την τεράστια αύξηση που ήλπιζαν. Ένα από τα περισσότερο ενδιαφέροντα πρώτα στοιχεία αναφορικά με την ηλικιακή κατανομή των εκλογικών προτιμήσεων είναι και το ότι οι ψηφοφόροι άνω των 60 ετών αύξησαν σχετικά με το 2017 την υποστήριξή τους και στους Σοσιαλδημοκράτες και – λιγότερο – στους Πράσινους, αλλά την μείωσαν σε όλα τα άλλα κόμματα (Χριστιανοδημοκρατία, Φιλελεύθεροι, Αριστερά, Ακροδεξιά – AfD).
Παρότι ο μεγάλος αριθμός των επιστολικών ψήφων δημιουργεί πρόσθετη ανασφάλεια για τις όποιες προβλέψεις, η Σοσιαλδημοκρατία φαίνεται να προηγείται με περίπου 26% ακολουθούμενη από τη Χριστιανοδημοκρατία με περίπου 25%. Βάσει των μέχρι τώρα πιο ενημερωμένων προβολών, στο επόμενο Bundestag (που θα έχει 730 έδρες) θα αντανακλάται η σημαντική υποχώρηση της Χριστιανοδημοκρατίας (περίπου -50 έδρες), της Αριστεράς (περίπου -30 έδρες) και της ακροδεξιάς AfD (περίπου -7 έδρες). Θα αντανακλάται, παράλληλα, η ενίσχυση της Σοσιαλδημοκρατίας (περίπου +45 έδρες), των Πράσινων (περίπου +52 έδρες) και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (περίπου +7 έδρες).
Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες κρατούν το κλειδί για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης στο Βερολίνο, στο μέτρο που και τα δυο μεγάλα κόμματα (CDU/CSU - SPD) έχουν δηλώσει (προεκλογικά…) ότι ένας νέος «Μεγάλος Συνασπισμός» μεταξύ τους δεν είναι επιθυμητός.
Σε κάθε περίπτωση, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα πιθανά σενάρια είναι πέντε: (α) SPD – Πράσινοι - FDP, (β) CDU/CSU – Πράσινοι – FDP, (γ) SPD - CDU/CSU – FDP, (δ) SPD- CDU/CSU – Πράσινοι και (ε) το δίπολο SPD – CDU/CSU.
Εάν τα τελικά αποτελέσματα το ευνοήσουν από άποψη αριθμού εδρών και οι διαπραγματεύσεις το επιτρέψουν, το πιθανότερο σενάριο αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι το σενάριο μιας κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων – Φιλελεύθερων Δημοκρατών, με καγκελάριο τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς, μέχρι τώρα γνώριμο διεθνώς ως αντικαγκελάριο και υπουργό οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ.
Ωστόσο, επειδή η διαδικασία των διαβουλεύσεων μεταξύ των κομμάτων για τη συγκρότηση συνασπισμών είναι διεξοδική και ουσιαστική, με άλλα λόγια αφορά τις δημόσιες πολιτικές, πάει σε βάθος και μπορεί να κρατήσει μήνες, είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς μια ακριβή πρόβλεψη. Από την άλλη πλευρά, το όποιο αποτέλεσμα είθισται να βασίζεται σε μια σχετικά αξιόπιστη και λεπτομερή εικόνα του μείγματος πολιτικών που θα ακολουθήσει μια νέα κυβέρνηση, όταν η συμφωνία επιτευχθεί.
Τα μεγάλα ζητήματα
Ο πληθωρικός δημόσιος λόγος για τις γερμανικές εκλογές απεφάνθη ήδη εν Ελλάδι ότι «η Ευρώπη γυρίζει σελίδα». Όμως αυτό είναι κάθε άλλο παρά προφανές. Αντίθετα, με την Γαλλία στο πηδάλιο της ΕΕ από τον Ιανουάριο 2022 και τις κρισιμότατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία να έρχονται τον Απρίλιο 2022, τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη θα επηρεαστούν καθοριστικά από την κυβέρνηση στο Παρίσι.
Και αυτό γιατί, με απλά λόγια, όποια και αν είναι η σύνθεση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο, οι αλλαγές στο μείγμα πολιτικών της Γερμανίας θα είναι σχετικά λίγες και σαφώς εστιασμένες. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, πέντε είναι τα μείζονος σημασίας ζητήματα που αφορούν και την Ελλάδα.
Το πρώτο είναι άμεσο και αφορά τη διαχείριση, την εξειδίκευση και τον πιθανό μερικό αναπροσανατολισμό στοιχείων από τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Είναι γεγονός ότι ο συνδυασμός του έκτακτου ταμείου ανάκαμψης («Next Generation EU»), του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ (2021-2027) και των κονδυλίων για τα λεγόμενα τρία δίχτυα ασφαλείας (για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη), μπορεί να οδηγήσει σε μια ιστορική ευκαιρία για την ΕΕ συνολικά. Η δε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέχει 1 350 δισ. ευρώ επιπλέον στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όμως οι εξελίξεις με την πανδημία που παρατείνεται αλλά και με τις δυσκολίες που προκύπτουν καθώς οι οικονομίες επανέρχονται ασύμμετρα σε μια σχετική κανονικότητα θα απαιτήσουν νέες διαπραγματεύσεις και εξειδίκευση.
Το δεύτερο ζήτημα είναι μεσοπρόθεσμο αλλά πραγματικά κρίσιμο. Αφορά το μέλλον της σχετικής χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ως γνωστόν, λόγω της πανδημίας οι κανόνες για τη δημοσιονομική πειθαρχία βρίσκονται σε αναστολή μέχρι το 2023. Σε αυτό το πεδίο-κλειδί θα αποφασιστεί εν πολλοίς το ουσιαστικό μέλλον της Ένωσης και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Η Αυστρία ήδη ξεκίνησε εκστρατεία αναζήτησης συμμάχων εναντίον των φωνών που ζητούν την συνέχιση της χαλάρωσης των κανόνων για το έλλειμμα στην ΕΕ. Το μέτωπο για τις «υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα» θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο. Εάν οι κανόνες επανέλθουν (ορίζοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 3% και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ), θα υπάρξουν μέλη της ευρωζώνης που αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Ήδη η Γαλλία και η Ιταλία έχουν τεθεί υπερ μιας επανεξέτασης του όλου πλαισίου.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα αναφέρεται στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και, γενικότερα, προσπαθεί να ανιχνεύσει τις παραμέτρους που θα μπορέσουν να αναδείξουν τον γεωπολιτικό ρόλο της ΕΕ. Είναι πολύ νωρίς να ειπωθεί – όπως ήδη γίνεται μάλλον επιπόλαια – ότι η συμφωνία AUKUS θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συσπείρωση. Σε κάθε περίπτωση, η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο, ανεξαρτήτως χρώματος, είναι απίθανο να κάνει σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, πέρα από κάποιες επιμέρους κινήσεις καλής θέλησης προς όσους υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό διακριτό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Η καλή συνεργασία Γερμανίας - Τουρκίας αναμφίβολα θα συνεχιστεί ανεξαρτήτως κυβερνητικού χρώματος, παρότι ως προς το σημείο αυτό μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων – Φιλελεύθερων θα αναδείξει περισσότερο και τα προβληματικά στοιχεία των τουρκικών θέσεων.
Το τέταρτο ζήτημα φορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για θεματική που σφράγισε τις εκλογές του 2021 και οι Πράσινοι θα απαιτήσουν σημαντικές δεσμεύσεις για να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το συνολικό μείγμα πολιτικών στο Βερολίνο από το 2021. Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα η σημασία της εντυπωσιακής δυναμικής των Πράσινων με την Annalena Baerbock. Επρόκειτο για μια προεκλογική δυναμική που κινητοποίησε αρκετούς, ευχαρίστησε κάποιους και ανησύχησε κάποιους άλλους. Τους ανησύχησε πολύ, όπως φαίνεται και από το είδος των fake news που κυκλοφόρησαν συστηματικά εις βάρος των Πράσινων στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση στη συνήθως εύτακτη, ευάγωγη και ισορροπημένη γερμανική εκλογική διαδικασία.
Τέλος, υπάρχει το επίσης κρίσιμο ζήτημα της μετανάστευσης και των πολιτικών ασύλου. Ούτε εδώ μπορούμε εύκολα να δούμε άμεσα βήματα προς ουσιαστικές αλλαγές, όπως θα ήταν ο ενταφιασμός – επιτέλους – του πνεύματος του Δουβλίνου ή η υιοθέτηση μια κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.
Εν κατακλείδι, θυμίζω ότι στις εκλογές της 24/9/2017 και το SPD αλλά και η ισχυρότερη CDU/CSU είχαν φέρει τα χειρότερα ποσοστά τους από το 1949. Σήμερα, η σχετική ισχύς των δυο πρώτων κομμάτων επιβεβαιώνεται σε ένα βαθμό, οι παλαιότερες προβλέψεις για ένα πανίσχυρο Πράσινο κόμμα δεν επαληθεύονται και η Αριστερά κινδυνεύει να βρεθεί εκτός ομοσπονδιακού κοινοβουλίου καθώς κινείται στο όριο του 5%. Όμως ανεξαρτήτως της σύνθεσης της νέας κυβέρνησης, η οποία μπορεί να χρειαστεί μήνες για να οριστικοποιηθεί, οι διαφορές στην κυβερνητική πολιτική του Βερολίνου θα είναι τελικά μικρές στην πράξη ως προς τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη