Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στα διεθνή χρηματιστήρια, είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Σεπτέμβριος θα αποδειχθεί ένας ξεκάθαρα πτωτικός μήνας για τα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια.
Ακόμα και αν η σημερινή τελευταία συνεδρίαση αποδειχθεί πολύ καλή, είναι πολύ δύσκολο να δούμε τον γερμανικό δείκτη DAX 40 να καλύπτει τις απώλειες της τάξης του 4% που έχει από την αρχή του μήνα, τον ιαπωνικό Nikkei 225 να καλύπτει την πτώση κατά 2,5% (αυτό είναι ομολογουμένως λίγο πιο εύκολο). Ακόμα πιο δύσκολο να καλυφθούν οι απώλειες του δείκτη Hang Seng του Χονγκ Κονγκ, ο οποίος έχει χάσει περίπου 7,50%.
Για τον αμερικανικό δείκτη S&P 500 δεν έχει τελειώσει ακόμα η σημερινή συνεδρίαση αλλά και εδώ είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε την κάλυψη των απωλειών της τάξης του 5%. Για την Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη, αφού η μέχρι στιγμής πτώση για τον Σεπτέμβριο είναι κοντά στο 9%.
Για τους πεπειραμένους επενδυτές, η πτώση κάθε Σεπτέμβριο είναι λίγο πολύ αναμενόμενη, καθώς θεωρείται ο χειρότερος κατά μέσο όρο μήνας του χρόνου για τα διεθνή χρηματιστήρια. Αυτό φυσικά δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την κακή πορεία των χρηματιστηρίων τις τελευταίες εβδομάδες.
Οι επενδυτές δεν πουλάνε μόνο επειδή οι στατιστικές λένε πως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να πέσουν οι τιμές, πουλάνε κυρίως γιατί φοβούνται πως οι συνθήκες δεν είναι πλέον το ίδιο ευνοϊκές με πριν. Ο σοβαρότερος λόγος είναι μάλλον η πορεία των επιτοκίων αναφοράς και κυρίως η αλλαγή των εκτιμήσεων για το πόσο θα παραμείνουν σε επίπεδα που για την τελευταία εικοσαετία θεωρούνται υψηλά. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σταδιακή υποχώρηση του δείκτη S&P 500 από την 20 Σεπτεμβρίου και μετά, καθώς τότε διαλύθηκαν και οι τελευταίες αμφιβολίες για το πόσο γρήγορα θα ξεκινήσει η διαδικασία μείωσης των επιτοκίων.
Η ανακοίνωση της Fed μετά την απόφαση για παραμονή των επιτοκίων αναφοράς στα ίδια επίπεδα ήταν απόλυτα ξεκάθαρη: τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής εκτιμούν πως μέσα στο 2024 δεν πρόκειται να έχουμε καμία μείωση των επιτοκίων αναφοράς. Σε συνδυασμό και με τα όσα είχαν ακουστεί από την μεριά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έξι μέρες πριν, έγινε πλέον φανερό στις χρηματιστηριακές αγορές πως η οικονομία και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ζήσουν με τα υψηλά επιτόκια για αρκετό καιρό ακόμα, πολύ περισσότερο απ’ όσο υπέθεταν (ή απλώς εύχονταν) πάρα πολλοί αναλυτές και επενδυτές.
Παρά το γεγονός πως αυτά που μας είπε ο διοικητής Πάουελ έδειξαν πως θεωρεί αρκετά πιθανή την ομαλή προσγείωση της οικονομίας χωρίς την πρόκληση αξιόλογης ύφεσης και χωρίς την σοβαρή αύξηση της ανεργίας, οι αγορές δεν ενθουσιάστηκαν καθόλου αφού είναι βέβαιο πως προτιμούν να δουν την προσγείωση να λαμβάνει χώρα πολύ πιο σύντομα. Προφανώς οι επενδυτές και οι αγορές φοβούνται την αρνητική επίδραση που θα έχει πάνω στα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων και στην οικονομική ανάπτυξη η παραμονή των επιτοκίων σε αυτά τα επίπεδα για τουλάχιστον έναν χρόνο ακόμα.
Η ανησυχία για τις αρνητικές συνέπειες των ανεβασμένων επιτοκίων εντείνεται καθώς βλέπουμε την συνεχή άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων του αμερικανικού (και όχι μόνο) δημοσίου, ειδικά αυτών που έχουν μεγάλη διάρκεια. Καθώς διαλύονται οι ελπίδες για σύντομη έναρξη της διαδικασίας αποκλιμάκωσης των επιτοκίων είναι λογικό να βλέπουμε αυτή την εξέλιξη στις αποδόσεις τους.
Αφού λοιπόν τα 10ετή αμερικανικά κρατικά ομόλογα δίνουν πλέον αποδόσεις της τάξης του 4,65% και τα 30ετή στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ πλησιάζουν το 7,5% σε επιτόκιο, είναι προφανές πως οι μετοχικές αγορές δεν νοιώθουν καλά και προσπαθούν να προσαρμοστούν. Το πρόβλημά τους δεν είναι μόνο οι συνέπειες στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων και στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και το γεγονός πως ο «ανταγωνισμός» προς τις μετοχές αρχίζει και γίνεται πιο απειλητικός από την πλευρά των επενδύσεων σταθερής απόδοσης.
Σημαντικό ρόλο στη χειροτέρευση του κλίματος έχει παίξει βέβαια και η πολύ σημαντική άνοδος των τιμών των υγρών καυσίμων, με το αργό πετρέλαιο να βρίσκεται περίπου 35% πάνω από το σημείο που βρισκόταν τον Ιούνιο. Η μείωση της παραγωγής των χωρών του ΟΠΕΚ + που ενορχήστρωσαν η Ρωσία με τη Σαουδική Αραβία φαίνεται πως φέρνει τελικά το αποτέλεσμα που επιθυμούν οι δύο χώρες, καθώς η προσφορά μειώνεται ακριβώς τη στιγμή που τα αποθέματα αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δώδεκα μηνών.
Αυτή η εξέλιξη έχει σίγουρα θορυβήσει τις αγορές, όχι μόνο λόγω των επιβαρύνσεων που φέρνει στην οικονομία και της αύξησης του κόστους πολλών προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και γιατί πιθανότατα θα προκαλέσει αναθέρμανση του πληθωρισμού κάνοντας ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα στον τομέα των επιτοκίων.
Η διάθεση των επενδυτών έχει χαλάσει και για άλλους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η επιστροφή των φόβων για επιβράδυνση της οικονομίας, κυρίως στην Ευρώπη όπου τα τελευταία οικονομικά νέα είναι αρκετά αποθαρρυντικά σε αυτόν τον τομέα. Την κατάσταση χειροτερεύει και η κακή επίδοση της κινεζικής οικονομίας η οποία ακόμα δεν φαίνεται να μπορεί να πάρει μπρος.
Φόβοι για σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις των αξιωματούχων της αμερικανικής Fed, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στις ΗΠΑ, καθώς πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές δεν συμφωνούν με την άποψη της κεντρικής τράπεζας πως η οικονομία έχει την δυνατότητα να αντέξει τις επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων για πολύ καιρό ακόμα.
Ενδεικτική αυτών των φόβων είναι και η άποψη του γνωστού τραπεζίτη Τζέιμι Ντάιμον που διευθύνει εδώ και πολλά χρόνια την JPMorgan Chase, ο οποίος δήλωσε πως όσο περισσότερο ανεβαίνουν τα επιτόκια τόσο περισσότερο θα βλέπουμε πως οι επιχειρήσεις δεν έχουν το περιθώριο να αντέξουν για πολύ ακόμα.
Ίσως να μην είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε πως η μέχρι στιγμής ανθεκτική συμπεριφορά της αμερικανικής οικονομίας είναι ο χειρότερος εχθρός της, αφού δίνει τη δυνατότητα στην κεντρική τράπεζα να ανεβάζει ακόμα περισσότερο το κόστος χρήματος στην προσπάθειά της να υποτάξει τον πληθωρισμό, χωρίς να φοβάται πως θα προκαλέσει ύφεση.
Εδώ είναι χρήσιμο να προσθέσουμε πως υπάρχουν και φωνές εντός ΗΠΑ που υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός έχει ήδη υποστεί σημαντικό πλήγμα και η μόνη απειλή για την οικονομία είναι ο τρόπος σκέψης των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας, οι οποίοι δεν θέλουν να χαλαρώσουν τη στάση τους αν δεν δουν μπροστά τους τις αποδείξεις του «θανάτου» του πληθωρισμού.
Παραμένοντας στις ΗΠΑ, πρέπει να προσθέσουμε και άλλους δύο λόγους στη χειροτέρευση του κλίματος στα χρηματιστήρια. Την απεργία που έχει ξεκινήσει το συνδικάτο των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες στα εργοστάσια της Ford, της General Motors και της Stellantis, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημιά στην οικονομία και την αύξηση του πολιτικού ρίσκου.
Αυτό το ρίσκο εμφανίζεται αφενός μέσω του κινδύνου παύσης της λειτουργίας πολλών κυβερνητικών υπηρεσιών λόγω της αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας για την χρηματοδότησή τους μεταξύ των δύο κομμάτων και αφετέρου μέσω των αυξανόμενων ενδείξεων ότι οι προεδρικές εκλογές του 2024 θα διεξαχθούν μέσα σε εξαιρετικά πολωμένο περιβάλλον.
Έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη η σχετικά εύκολη επικράτηση των πωλητών στις χρηματιστηριακές αγορές τις τελευταίες εβδομάδες. Η επανεμφάνιση των «αρκούδων» είναι πολύ λογική από την στιγμή που υπάρχουν τέτοιες ανησυχίες μεταξύ των επενδυτών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι αγορές θα πέφτουν χωρίς διακοπή και πως η διάθεση θα παραμείνει αρνητική για μεγάλο διάστημα.
Η προσέγγιση των 4.200 μονάδων από τον δείκτη S&P 500 είναι αρκετά πιθανόν να συνοδευτεί από την εμφάνιση αγοραστικού ενδιαφέροντος και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα μίας αξιόλογης ανοδικής κίνησης καθώς θα ξεκινά ο Οκτώβριος. Ακόμα και αν γίνει αυτό όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το επίπεδο κινδύνου στις χρηματιστηριακές αγορές έχει ανεβεί σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, πράγμα που σημαίνει πως οι επενδυτές θα πρέπει να κινούνται με μεγαλύτερη προσοχή. Για πόσον καιρό θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί θα το μάθουμε, όπως πάντα, από τα μηνύματα που θα μας στείλει η ίδια η χρηματιστηριακή αγορά.