Μετά από το δυνατό πρώτο τρίμηνο στη Wall Street οι επενδυτές είναι σε επιφυλακή για πιθανές αναταράξεις καθώς ζυγίζουν το αν τελικά η Fed θα κάνει την αναμενόμενη μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο, εστιάζοντας επίσης και στα κέρδη των επιχειρήσεων που θα αρχίσουν να ανακοινώνονται τη δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου.
Ο δείκτης S&P 500 έκλεισε το πρώτο τρίμηνο με κέρδη άνω του 10%. Ήταν η μεγαλύτερη άνοδος σε πρώτο τρίμηνο από το +13,1% του πρώτου τριμήνου του 2019.
Ενώ οι «υπέροχες επτά» μετοχές όπως η Nvidia και η Meta Platforms ηγήθηκαν της ανόδου, άλλοι κλάδοι όπως η ενέργεια και η βιομηχανία σημειώνουν κούρσα τις τελευταίες έξι εβδομάδες.
Το αν το ράλι θα συνεχιστεί μέχρι τον Ιούνιο θα εξαρτηθεί από τη Fed που μέχρι τώρα δεν έχει δώσει σήμα ότι ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αρκετά, ώστε να δικαιολογείται μία μείωση επιτοκίων.
Οι αγορές ξεκίνησαν τον Ιανουάριο τιμολογώντας 6-7 μειώσεις επιτοκίων το 2024, αλλά σήμερα προσδοκούν μόνο τρεις μετά την ανθεκτικότητα που έδειξε η οικονομία των ΗΠΑ, αυξάνοντας την πεποίθησή τους ότι θα επιτευχθεί μία ήπια προσγείωση.
Από άποψης προσδοκιών οι αγορές και η Fed έχουν επιτέλους ευθυγραμμιστεί. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει περαιτέρω πρόοδος στο μέτωπο του πληθωρισμού, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δούμε μεγαλύτερη μεταβλητότητα.
Στην αγορά παραγώγων τα επιτοκιακά futures δίνουν 61% πιθανότητα μιας πρώτης μείωσης 25 μονάδων βάσης στη συνεδρίαση της Fed στις 12 Ιουνίου, κίνηση που θα χαμηλώσει το παρεμβατικό της επιτόκιο στο εύρος του 5,0%-5,25%.
Η συνέχεια της ανάπτυξης στην αμερικανική οικονομία θα φέρει περαιτέρω διεύρυνση στο ράλι της χρηματιστηριακής αγοράς με την προσοχή να στρέφεται και στη μικρή κεφαλαιοποίηση λόγω ελκυστικότερων αποτιμήσεων.
Ο δείκτης Russell 2000 της μικρής κεφαλαιοποίησης έκλεισε το πρώτο τρίμηνο με κέρδη 4,8%, ενώ η άνοδος του S&P 500 έφτασε σχεδόν το 11%.
Αν το βασικό σενάριο ανατραπεί και η Fed αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχει πιθανότητα να αυξηθούν τα επιτόκια, αυτό θα ήταν ένα σοκ για τους επενδυτές και σοβαρό ζήτημα για όλες τις αγορές.
Δεν θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη αν το ράλι της αγοράς αρχίσει να επιβραδύνεται καθώς πλησιάζουμε στην αναμενόμενη πρώτη μείωση επιτοκίων.
Από το 1989, ο δείκτης S&P 500 κερδίζει κατά μέσο όρο 15,5% την περίοδο μετά την τελευταία αύξηση επιτοκίων του κύκλου σύσφιξης μέχρι την πρώτη μείωση. Όμως, κερδίζει κατά μέσο όρο μόνο 5,4% στο εξάμηνο μετά την πρώτη μείωση επιτοκίων, σύμφωνα με τη CFRA Research.
Ιστορικά, η ανοδική δυναμική του πρώτου τριμήνου τείνει να έχει συνέχεια στο επόμενο τρίμηνο. Στις 11 φορές που ο S&P 500 κατέγραψε άνοδο 10% ή περισσότερο στο πρώτο τρίμηνο, η αγορά συνέχισε την άνοδό της στο δεύτερο τρίμηνο, τις εννέα φορές με κέρδη 6,2% κατά μέσο όρο.
Το μεγαλύτερο ρίσκο για μία συνέχεια της κούρσας θα ήταν κάποιο σημάδι ότι η Fed εξετάζει το ενδεχόμενο να διατηρήσει τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό θα προκαλούσε δραματική ανατιμολόγηση στην αγορά μετοχών.
Μία επιβράδυνση της κούρσας στη Wall Street θα εξαρτηθεί επίσης και από τα κέρδη των επιχειρήσεων. Τα κέρδη των επιχειρήσεων του S&P 500 αυξήθηκαν 10,1% κατά μέσο όρο στο τελευταίο τρίμηνο του 2023, με ρυθμό διπλάσιο του 4,7% που περίμενε το consensus των αναλυτών.