Αντίθετο με τις διαχρονικές πάγιες θέσεις του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, είναι το νέο νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια, σύμφωνα με τον ΠΙΣ, ενώ τα μέλη δηλώνουν ότι: "Όσα νομοσχέδια για την ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας έχουν θεσμοθετηθεί, μέχρι σήμερα, έχουν μείνει Νομοσχέδια χωρίς εφαρμογή"
Με σχετική ανακοίνωσή του ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου κ. Μιχαήλ Βλασταράκος έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
Για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
Το Σχέδιο Νόμου που ετέθη σε ηλεκτρονική διαβούλευση τη Τρίτη 11 Απριλίου 2017, είναι αντίθετο με τις διαχρονικές πάγιες θέσεις του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου.
Όσα νομοσχέδια για την ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας έχουν θεσμοθετηθεί, μέχρι σήμερα, έχουν μείνει Νομοσχέδια χωρίς εφαρμογή. Ουδέποτε εφαρμόστηκαν κυρίως ελλείψει οράματος και άμεσα υλοποιήσιμων ενεργειών.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί από την ηλεκτρονική διαβούλευση, να τύχει επεξεργασίας και ευρείας διαβούλευσης με τους θεσμικούς φορείς (Π.Ι.Σ., ΚΕΣΥ, κ.λπ.) και με τους φορείς που θα κριθούν να το υλοποιήσουν, προκειμένου να συμβάλει στην αποσυμφόρηση των Δημοσίων Νοσοκομείων και στην αξιοποίηση των εξαιρετικών επιστημόνων που διαθέτει η χώρα μας, ιδιαίτερα εξειδικευμένων και νέων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια μεταναστεύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο.
Το Σχέδιο Νόμου είναι αντίθετο με τις διαχρονικές και πάγιες θέσεις του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου βάσει και των οποίων αντιδράσαμε και σε άλλες μεταρρυθμίσεις τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες έχουν ως άξονες τις κάτωθι:
* Συλλογικές συμβάσεις με τον Π.Ι.Σ. και τους κατά τόπους Ιατρικούς Συλλόγους.
* Κατά πράξη και περίπτωση αμοιβή του συμβεβλημένου ιατρού με τον ΕΟΠΥΥ.
* Κάλυψη των αναγκών της χώρας σε Πρωτοβάθμια Περίθαλψη με τις δημόσιες δομές και τους συμβεβλημένους ιατρούς με τον ΕΟΠΥΥ.
*Oικογενειακός ιατρός ως σύμβουλος της υγείας, διαχειριστής της υγείας του φακέλου του ασθενούς, πρόληψης αγωγής της υγείας του πληθυσμού και όχι ως gatekeeping.
Το μοντέλο που πρέπει να εφαρμοστεί είναι ανάπτυξη της Π.Φ.Υ. με συνεργασία του Δημοσίου και του Ιδιωτικού Τομέα.
Στο Noμοσχέδιο γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον οικογενειακό ιατρό, ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί εδώ και χρόνια, αλλά δεν έχει εφαρμοστεί. Ο οικογενειακός(προσωπικός) ιατρός όπως προανέφερα θα πρέπει να αποτελεί τον σύμβουλο υγείας κάθε πολίτη, να ενημερώνει τον ηλεκτρονικό ιατρικό φάκελο του ασθενή, να παρέχει αγωγή υγείας και προληπτική ιατρική. Ωστόσο, για να καλυφθούν οι ανάγκες σε όλη τη χώρα και ιδίως στις άγονες και δυσπρόσιτες περιοχές, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους ιατρούς.
Τα αστικά κέντρα υγείας – ως μετεξέλιξη των σημερινών μονάδων ΠΕΔΥ ή με τη δημιουργία νέων - τα οποία θα διαθέτουν όλες τις ιατρικές ειδικότητες, και τα ανεξάρτητα – από τη λειτουργία των Νοσοκομείων – Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), πρέπει να αποτελούν το βασικό κορμό των δημόσιων δομών στην ΠΦΥ.
Παράλληλα,η ενίσχυση του συστήματος με συνεργαζόμενους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς, που θα αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση ικανοποιητικά και όχι με εξευτελιστικά ποσά, με συμβάσεις που θα καλύπτουν τις ανάγκες της χώρας και για τις οποίες απαιτούνται πέραν των σημερινών 5.000 συμβεβλημένων ιατρών άλλοι 10.000, θα συμβάλει στην σημαντική αποσυμφόρηση των Νοσοκομείων.
Ουδείς ασθενής – πλην των επειγόντων περιστατικών που διακομίζονται με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ - πρέπει να επισκέπτεται τα Εξωτερικά Ιατρεία των Νοσοκομείων χωρίς προηγούμενο παραπεμπτικό από ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα της Π.Φ.Υ.
Να αποσυρθεί κάθε διάταξη που θυμίζει ξεπερασμένες εποχές, επιβάλλει τη δυνατότητα του οικογενειακού ιατρού να παραπέμπει για εξέταση στον ιατρό ειδικοτήτων, συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ και μάλιστα όχι κατά πράξη και περίπτωση, αλλά με πάγια αντιμισθία.
Πρέπει άμεσα επίσης να απαλειφθεί κάθε διάταξη που δίνει τη δυνατότητα ιατρικής εξέτασης από μη ιατρικό προσωπικό.
Είναι απαράδεκτο να γίνεται συνταγογράφηση από τις μαίες, οι οποίες είναι συνεργάτες των ιατρών, και όχι αυτενεργούσες, καθώς επίσης και είναι απαράδεκτο, ιατρικές προληπτικές εξετάσεις να συστήνονται από φαρμακοποιούς.
Κανένα φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται χωρίς ιατρική συνταγή,για να αποφευχθούν οι παρενέργειες που δημιουργούν προβλήματα στη περίθαλψη των πολιτών και στο Σύστημα Υγείας.