Η επίδραση του στρες της εγκύου στον πρόωρο τοκετό και το χαμηλό βάρος γέννησης του νεογνού

Η επίδραση του στρες της εγκύου στον πρόωρο τοκετό και το χαμηλό βάρος γέννησης του νεογνού

"Η επίδραση του στρες στην εμφάνιση πρόωρου τοκετού και του χαμηλού βάρους γέννησης" είναι η μελέτη και ταυτόχρονα παροχή υπηρεσιών προς της εγκύους, που εκπονεί το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών "Αλεξάνδρα" με τη συνεργασία της 1ης Πανεπιστημιακής γυναικολογικής και μαιευτικής κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Νεογνολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου "Αλεξάνδρα", του Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και της Διεύθυνσης Ενδογενών Μεταβολικών Νοσημάτων.

Για την αξιολόγηση του στρες, θα χορηγείται ειδικά δομημένη και διαβαθμισμένη για εγκύους κλίμακα αξιολόγησης του στρες, σε:

Α: Μητέρες που ήδη γέννησαν πρόωρα και το νεογνό νοσηλεύεται στο νεογνολογικό τμήμα του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Ομάδα

Β: Εγκυμονούσες γυναίκες, των οποίων η κύηση είναι μετάξι 14-16, και παρακολουθούνται στα εξωτερικά ιατρεία της μαιευτικής κλινικής του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα. Όσες γυναίκες εμφανίσουν υψηλές βαθμολογίες στις κλίμακες αξιολόγησης του στρες, θα επιλεγούν, προκειμένου για γίνει παρέμβαση για την διαχείριση του στρες.

Πότε έχουμε "πρόωρο τοκετό";

Ως πρόωρος τοκετός ορίζεται κάθε τοκετός που πραγματοποιείται πριν από την 36η εβδομάδα της κύησης. Σχετικά με το κατώτερο χρονικό όριο στο οποίο καθορίζεται ο πρόωρος τοκετός δεν υπάρχει ομοφωνία. Έτσι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως κατώτερο όριο θεωρείται η 23η εβδομάδα, ενώ στις ΗΠΑ το όριο αυτό είναι η 20η εβδομάδα της κύησης. Στην Ελλάδα, ως κατώτερο όριο θεωρείται η 24η εβδομάδα (WHO 2012). Η συχνότητα του πρόωρου τοκετού ανέρχεται σε περίπου 10% των συνολικών κυήσεων, ένα ποσοστό που παραμένει αναλλοίωτο την τελευταία εικοσαετία, κυρίως λόγω της έλλειψης κατανόησης των παθοφυσιολογικών διαταραχών που τον προκαλούν. Η σημασία της διάγνωσης του πρόωρου τοκετού έγκειται στο γεγονός ότι συνιστά το βασικότερο αίτιο (σε ποσοστό 75-90%) των νεογνικών θανάτων που δεν οφείλονται σε συγγενείς ανατομικές ή χρωματοσωμiακές ανωμαλίες του νεογνού. Η πλειονότητα της περιγεννητικής θνησιμότητας παρατηρείται σε τοκετούς πριν την 32η εβδομάδα, καθώς και στα νεογνά με βάρος γέννησης μικρότερο των 800 γραμμαρίων.( Stoll BJ, Kliegman RM 2004).

Τί επιπτώσεις έχει το στρες στη μητέρα-έγκυο;

Το στρες της μητέρας στην εγκυμοσύνη έχει ως αποτέλεσμα, μέσω βιοχημικών και ορμονικών αλλαγών, την αυξημένη παραγωγή ορμονών - όπως η αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη και κορτιζόλη- στο εμβρυικό περιβάλλον. Εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής κορτιλόλης, αυξάνεται όχι μόνο ο κίνδυνος πρόωρων τοκετών και καθυστερημένης ανάπτυξης του εμβρύου, αλλά και ενδομήτριας λοίμωξης.

Σύμφωνα με τον Benedict, Μ.Ι, et al, (1999) τα πρόωρα βρέφη έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν μαθησιακές δυσκολίες. Οι Ho S, και Saigal S. (2005) υποστηρίζουν ότι περίπου το 50% των πρόωρων βρεφών παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες, σε σύγκριση με το 9% του γενικού πληθυσμού. Επίσης, τα πρόωρα βρέφη με χαμηλό βάρος γέννησης (λιγότερο από 1000g) σκόραραν στις δοκιμασίες αξιολόγησης IQ από 11 έως 22 μονάδες χαμηλότερο σε σύγκριση με τα τελειόμηνα παιδιά.

Η έννοια του στρες εντάχθηκε στη σύγχρονη ψυχολογία από τον H Selye (1956) για να περιγράψει τις αντιδράσεις ενός οργανισμού απέναντι σε ένα «στρεσογόνο» ερέθισμα. Το ερέθισμα αυτό θα μπορούσε να είναι βιολογικό (π.χ., τραύμα, ασθένεια) ή ψυχολογικό. Κάποιοι ερευνητές ορίζουν το στρες με όρους βιολογικούς. Για παράδειγμα, ο Levine (2000) όρισε το στρες, ως οτιδήποτε προκαλεί αυξημένη έκκριση γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόλης), η οποία εντείνει την κινητοποίηση του οργανισμού. Άλλοι πάλι εστιάζουν περισσότερο στις ψυχοκοινωνικές πλευρές του στρες. Έτσι, οι Lazarus και Folkman (1984) ορίζουν το στρες ως τις εσωτερικές ή εξωτερικές απαιτήσεις που κατά την κρίση του ατόμου θέτουν σε δοκιμασία ή υπερβαίνουν τις δυνατότητες, τις οποίες εκτιμά πως διαθέτει.

Στρεσογόνοι παράγοντες στην εγκυμοσύνη

Σύμφωνα με τους Elliott και Eisdorfer (1982), υπάρχουν τέσσερις κύριοι τύποι στρεσογόνων ερεθισμάτων:

(α) τα έντονα ερεθίσματα περιορισμένης διάρκειας (π.χ., ένα ατύχημα),

(β) ερεθίσματα σε διαδοχή (π.χ., η απόλυση από τη δουλειά και εν συνεχεία η ανεργία και οι συνέπειές της),

(γ) οι χρόνιοι, περιοδικοί στρεσογόνοι παράγοντες (π.χ., οι εξετάσεις) και

(δ) οι χρόνιοι στρεσογόνοι παράγοντες (π.χ. το χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο και η διαβίωση σε συνθήκες φτώχιας).

Στον τελευταίο παράγοντα θα εστιάσει περισσότερο η ερευνητική μας ομάδα, για να εντοπίσουμε τα αίτια του στρες στις μητέρες σε σχέση με την οικονομική κρίση που διαβιώνουν.

Στρες και κοινωνικό περιβάλλον

Ο Pearlin (1989) υποστηρίζει ότι το στρες είναι άμεσα συνδεδεμένο με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει το άτομο: Το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η πολιτισμική καταγωγή, το φύλο, η ηλικία κλπ. σχετίζονται με το είδος των στρεσογόνων συνθηκών που αντιμετωπίζει το άτομο. Έτσι, πέρα από τις στρεσογόνες συνθήκες που αφορούν όλους (π.χ., ο θάνατος οικείων προσώπων), υπάρχουν ερεθίσματα ή συνθήκες που είναι μοναδικές για κάθε κοινωνική ομάδα και για κάθε άτομο (Thoits, 1991).

Μια άλλη διάκριση των πηγών του στρες είναι σε "γεγονότα ζωής" και σε "καθημερινές προστριβές". Τα "γεγονότα ζωής" είναι σοβαρά συμβάντα που δεν συμβαίνουν συχνά στη ζωή ενός ατόμου (π.χ., πόλεμος, θάνατος οικείου, εγκληματική βία, χωρισμός, απώλεια εργασίας κ.λπ.). Αντιθέτως, οι "καθημερινές προστριβές" είναι προβλήματα της καθημερινής ζωής, τα οποία συμβαίνουν μάλλον συχνά και είναι πιθανό να έχουν μεγάλη διάρκεια (π.χ., προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων, οικονομικές δυσκολίες, θέματα σπουδών κ.λπ.). Συνεπώς το στρες είναι μια πολύπλευρη διεργασία που περιλαμβάνει τόσο βιολογικές όσο και ψυχοκοινωνικές διαστάσεις.

Ερευνητές

Βλάχος Γεώργιος, Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Γαβρίλη Σταυρούλα, Παιδίατρος Νεογνολόγος Διευθύντρια Νεογνολογικής Κλινικής

Σούλπη Κλεοπάτρα, Παιδίατρος Ενδοκρινολόγος Υγιεινολόγος Διευθύντρια Διεύθυνσης Ενδογενών Μεταβολικών Νοσημάτων

Ιακώβου Κώστας, Ψυχολόγος Διεύθυνσης Εθνικού Προγράμματος Προληπτικού Ελέγχου Νεογνών