Το κοινοβουλευτικό vertigo, οι αντίπαλοι Μητσοτάκη και τα σενάρια για τον εκλογικό νόμο
Eurokinissi
Eurokinissi

Το κοινοβουλευτικό vertigo, οι αντίπαλοι Μητσοτάκη και τα σενάρια για τον εκλογικό νόμο

Με τις εσωκομματικές κάλπες στην Κουμουνδούρου ολοκληρώνεται το παζλ των εσωκομματικών εξελίξεων, που οι ευρωεκλογές πυροδότησαν στα κόμματα της αντιπολίτευσης και η κρίση ηγεσίας που έφεραν τα εκλογικά αποτελέσματα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Στο επικείμενο κοινοβουλευτικό «ραντεβού» της συζήτησης του Προϋπολογισμού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει απέναντι του αφενός τον Νίκο Ανδρουλάκη στο θεσμικό ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφετέρου τον Σωκράτη Φάμελλο, ο οποίος θα επιδιώξει να δείξει ότι το κόμμα του είναι η κύρια αντιπολιτευτική δύναμη.

Το Μέγαρο Μαξίμου, από την πλευρά του, κάνει απολύτως σαφές μέρα με την ημέρα, ότι το βασικό πρόσωπο στο οποίο θα στοχεύσει, επιχειρώντας να αποδομήσει τις προτεινόμενες πολιτικές του, είναι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Ήδη, κάθε πρόταση που ακούγεται από τον κ. Ανδρουλάκη περνάει από το «μικροσκόπιο» του κυβερνητικού επιτελείου και απαντάται ως ακοστολόγητη και ανεφάρμοστη, με την κυβέρνηση να επιμένει στον χαρακτηρισμό του «πράσινου» ΣΥΡΙΖΑ και των «λεφτόδεντρων» για το ΠΑΣΟΚ.

Ενδεικτική ήταν η επιλογή του πρωθυπουργού να αναφερθεί στο ΠΑΣΟΚ ως αξιωματική αντιπολίτευση και στο υπουργικό συμβούλιο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτό το οποίο απαιτούνε οι καιροί είναι πρώτα και πάνω απ' όλα αλήθεια, σοβαρότητα, τεκμηρίωση, προτάσεις ουσίας κι όχι στιγμιαία και απροετοίμαστα πυροτεχνήματα δημαγωγίας».

Όμως, ακόμη κι αν το «τοπίο» ξεκαθαρίζει σε επίπεδο προσώπων στον χώρο της αντιπολίτευσης, δεν φαίνεται ακόμη να ξεκαθαρίζει σε επίπεδο κοινοβουλευτικής διάταξης. Το ΠΑΣΟΚ έχει πλέον αναδειχθεί στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας υποχωρήσει στην τρίτη θέση «ευελπιστεί» να ανακόψει τις διαρροές του, ενώ το ερώτημα αν ο Στέφανος Κασσελάκης θα βρεθεί με μια συγκροτημένη κοινοβουλευτική ομάδα, παραμένει μετέωρο. Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα του κοινοβουλίου προκαλεί «vertigo».

Από τις κάλπες των εθνικών εκλογών τον Ιούνιο του 2023 προέκυψε, μια οκτακομματική Βουλή. Οι ραγδαίες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, τον τελευταίο χρόνο, προσέθεσαν ένα ακόμη κόμμα στον κοινοβουλευτικό χάρτη, τη Νέα Αριστερά, δημιουργώντας για  πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1950, μια ενιακομματική Βουλή. Οι ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες δύο εβδομάδες, δεν οδήγησαν μόνο στην «πτώση» του από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης - εξέλιξη επίσης πρωτοφανής - αλλά και στην ανακοίνωση ενός δεύτερου κομματικού σχηματισμού από τα «σπλάχνα» του, του κόμματος Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη, που ίσως να οδηγήσει και στη σύσταση της δέκατης κοινοβουλευτικής ομάδας. Η εικόνα απόλυτου κατακερματισμού ταυτίζεται πλέον με την εικόνα του ελληνικού κοινοβουλίου. 

Την ίδια ώρα, οι δημοσκοπήσεις, που έρχονται στη δημοσιότητα, εμφανίζουν τουλάχιστον τρία-τέσσερα κόμματα να κινούνται πέριξ του 3%, δηλαδή του ορίου εισόδου στη Βουλή, καταδεικνύοντας ότι το ίδιο σκηνικό δεν θα ήταν απίθανο να προκύψει ακόμη κι αν είχαμε τώρα εκλογές. Η ρευστότητα στο πολιτικό τοπίο και την κοινή γνώμη καθιστούν οποιαδήποτε πρόβλεψη, άκυρη.

Το ερώτημα, όμως, κατά πόσο ένα κοινοβούλιο με την εκπροσώπηση δέκα κομμάτων μπορεί να λειτουργήσει και σε τι αυτό εξυπηρετεί, επανέρχεται δριμύτερο. Το ερώτημα αυτό είναι και η αιτία, που κατά πολλούς επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου. Οι ατελείωτες κοινοβουλευτικές συζητήσεις ή «μάχες» αρχηγών, όπως χαρακτηρίζονται, είναι μόνο μία από τις «παρενέργειες» της υπάρχουσας κατάστασης. Όσοι τάσσονται υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου εκτιμούν ότι τίθεται πλέον εν αμφιβόλω η συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης, καθώς αν όλα τα κόμματα, που «φλερτάρουν» με το 3% εισέλθουν στη Βουλή - σενάριο, που οι δημοσκόποι δεν αποκλείουν- τότε το ποσοστό των κομμάτων εκτός βουλής, θα «εκτόξευε» το ποσοστό που θα χρειαζόταν το πρώτο κόμμα για την επίτευξη αυτοδυναμίας. Σε μια χώρα, όμως, όπου οι συνεργασίες δεν έχουν «ευδοκιμήσει» παρά μόνο σε περιόδους κρίσεις και για πολύ συγκεκριμένο σκοπό - απόδειξη υπήρξε και η αποτυχημένη εφαρμογή της απλής αναλογικής τον Μάιο του 2023- η πολιτική σταθερότητα ταυτίζεται με την ύπαρξη μιας ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεχτεί εδώ και αρκετούς μήνες τις πρώτες εισηγήσεις συνεργατών του για αλλαγή του εκλογικού νόμου, εισηγήσεις, που απέρριψε με την πάγια λογική του ότι δε μπορεί να αλλάζουν τα δεδομένα της εκλογικής αναμέτρησης σε κάθε τετραετία. Το σενάριο αλλαγής του εκλογικού νόμου διαψεύδεται ακόμη και σήμερα, επισήμως από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη ή τον αρμόδιο υπουργό εσωτερικών Θοδωρή Λιβάνιο. Οι τελευταίες εξελίξεις, όμως, επαναφέρουν τις σχετικές εισηγήσεις, με συνεργάτες του πρωθυπουργού να τον καλούν να δει εκ νέου τις δυνατότητες, που υπάρχουν, τώρα, που η χώρα βρίσκεται ακόμη μακριά από την επόμενη εκλογική διαδικασία. Στο σκεπτικό των εισηγήσεων που προτείνουν την αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι ότι από τις κάλπες θα πρέπει να προκύψει κυβέρνηση και να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Οι αλλαγές, που προτείνονται - και ως σήμερα απορρίπτονται - έχουν δύο άξονες: Πρώτος, η «διευκόλυνση» του πρώτου κόμματος για την επίτευξη αυτοδυναμίας, με την ενίσχυση του μπόνους που λαμβάνει, όπως για παράδειγμα να πριμοδοτείται με μία επιπλέον έδρα για κάθε μονάδα διαφοράς του από το δεύτερο κόμμα. Δεύτερος άξονας, η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή, κάποιοι λένε από το 3% στο 5%, ώστε να αποφευχθεί η είσοδος κομμάτων, που βρίσκονται στο «μεταίχμιο».

Για να διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές με εφαρμογή ενός νέου εκλογικού νόμου, θα πρέπει αυτός να εγκριθεί από τα 2/3 της Βουλής. Σε όσους τάσσονται υπέρ της αλλαγής, επικρατεί η εκτίμηση ότι οι 200 θετικές ψήφοι είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο να βρεθούν, με δεδομένο αφενός ότι το ΠΑΣΟΚ, που θέτει στόχο την πρωτιά δεν θα είναι κατανοητό γιατί να πει «όχι» σε αλλαγές, που θα ενισχύουν το μπόνους του πρώτου κόμματος - θα μπορούσε να εκληφθεί ως ομολογία ήττας, σημειώνουν - αφετέρου κόμματα, που έχουν να «συναγωνιστούν» άλλους κομματικούς σχηματισμούς που «εφάπτονται» στις θέσεις τους, θα ήθελαν επίσης να τους αποκλείσουν.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρουν όλες οι πληροφορίες, δεν έχει ανοίξει έως τώρα τη συζήτηση στο εσωτερικό του Μεγάρου Μαξίμου, παρά τις φωνές, που ακούγονται και πάλι. Σε κάθε περίπτωση, είναι εκείνος που πρέπει να αποφασίσει σχετικά και να δώσει το «πράσινο φως» για να αρχίσει η διερεύνηση των δυνατοτήτων, που υπάρχουν σε κάθε επίπεδο.