Εκτός από τις ανησυχίες που σχετίζονται με τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων, τη διαφαινόμενη ύφεση και την αναζωπύρωση του πληθωρισμού μέσα στο 2024, υπάρχει και μία άλλη πηγή κινδύνου που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω στις αγορές κατά τη διάρκεια του νέου έτους. Πέντε εστίες συγκρούσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι οποίες έχουν υπό προϋποθέσεις τη δυναμική να επιφέρουν πλήγμα σε οικονομία και αγορές.
Είναι ένας κίνδυνος που τις περισσότερες φορές δεν αντανακλάται πρόωρα στις τιμές των ομολόγων, των μετοχών ή και άλλων assets, αλλά κάνει την εμφάνισή του κυρίως μέσω των τιμών των εμπορευμάτων. Έχουμε, ωστόσο, ξαναπεί ότι οι αγορές δεν προεξοφλούν τους γεωπολιτικούς κινδύνους πριν λάβει χώρα ένα συμβάν, σε αντίθεση με τους οικονομικούς κινδύνους τους οποίους «διαβάζουν» από τους πρόδρομους δείκτες και τις τάσεις που επικρατούν.
Για παράδειγμα, μία μέτρηση που δείχνει αναθέρμανση του πληθωρισμού μπορεί να οδηγήσει σε πτώση τις αγορές γιατί προξοφλείται μία πιο αργή μείωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Όταν, αντιθέτως, υπάρχουν φόβοι για μία πολεμική σύγκρουση, οι τιμές κινούνται πιο διστακτικά μέχρι να υπάρξει ….. του πολέμου…..
Δεν είναι μόνο το μέτωπο στην Ουκρανία, όπου ο πόλεμος συνεχίζεται για πάνω από 22 μήνες. Η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς μαίνεται, ενώ οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί έχουν μετατρέψει τη Λωρίδα της Γάζας σε «ακατάλληλη περιοχή για να ζει κανείς» σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή είναι πολύ λεπτές και το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου δεν μπορεί να αποκλειστεί, την ώρα που οι ΗΠΑ εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα για την ασφαλή διέλευση των εμπορικών πλοίων από την Ερυθρά Θάλασσα.
Όμως εκτός από τα γνωστά αυτά μέτωπα, οι αγορές στρέφουν το βλέμμα και σε τρεις άλλες περιπτώσεις. Η πρώτη είναι η Ταϊβάν, για την οποία ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, τόνισε πριν από λίγες ημέρες στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, ότι «αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα επανενωθεί με την Κίνα».
Μην ξεχνάμε ότι η Ταϊβάν είναι η χώρα που ευθύνεται περίπου για το 90% της παραγωγής των προηγμένων ημιαγωγών (τα γνωστά τσιπάκια) που χρησιμοποιούνται σε έξυπνες συσκευές και αποτελούν τον εγκέφαλο των νέων τεχνολογιών. Είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από τον Αύγουστο του 2022 όταν η επίσκεψη της τότε προέδρου του Κογκρέσου, Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, παραλίγο να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας.
Μία δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Μεξικού. Στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής επικρατεί χάος μεταξύ των καρτέλ ναρκωτικών, με επίκεντρο της πόλη Τιχουάνα και άλλες πόλεις που βρίσκονται στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Ο πόλεμος των καρτέλ έχει φτάσει σε τόσο ακραία επίπεδα βίας που δεν συγκρίνεται με την εποχή του Πάμπλο Εσκομπάρ ή του Τσάπο, με αποτέλεσμα να έχει πυροδοτήσει συζητήσεις στην Ουάσιγκτον για το κατά πόσο θα πρέπει να σταλούν αμερικανικά στρατεύματα στα σύνορα με το Μεξικό.
Στη Λατινική Αμερική, η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Βενεζουέλας και Γουιάνας για την πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου περιοχή Εσεκίμπο θα μπορούσε να προκαλέσει σεισμικές δονήσεις στην περιοχή. Σημειώνεται ότι στις 3 Δεκεμβρίου διενεργήθηκε δημοψήφισμα στη Βενεζουέλα για το αν θα πρέπει να προσαρτηθεί το Εσεκίμπο με το 95% να ψηφίζει «ναι». Παρ’ όλα αυτά, στα μέσα του μήνα οι ηγέτες των δύο χωρών υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Βενεζουέλας και Γουιάνας.
Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι εστίες πολέμου; Η απάντηση έρχεται από το ίδιο το αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο ενέκρινε μέσα στον Δεκέμβριο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν που περιλαμβάνει αμυντικές δαπάνες-ρεκόρ στην ιστορία των ΗΠΑ, ύψους 886 δισ. δολαρίων ετησίως.
Όσο αυξάνονται τα ανοιχτά μέτωπα, τόσο αυξάνονται και οι αναλυτές επενδυτικών οίκων και οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων που ανησυχούν ότι οι πολεμικές συγκρούσεις αντί να μειωθούν, θα αυξηθούν το 2024 και γι’ αυτό το λόγο τρέχουν μοντέλα που αξιολογούν τις επιπτώσεις που θα έχει το πολεμικό κλίμα στην οικονομία και στις αγορές. Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί, και μάλιστα περίτρανα, πως τα πάντα στην οικονομική δραστηριότητα, από την ενέργεια μέχρι τις εφοδιαστικές αλυσίδες, κρέμονται σε μία κλωστή όταν ξεσπούν μεγάλες γεωπολιτικές αναταράξεις.
Το είδαμε να συμβαίνει το 2022 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν η ενεργειακή κρίση κλιμακώθηκε απότομα και οι τιμές του πετρελαίου ξεπέρασαν τα 120 δολάρια το βαρέλι, το βλέπουμε και τώρα που η κατάσταση είναι έκρυθμη στη Μέση Ανατολή. Επιχειρήσεις και ολόκληρες χώρες αυξάνουν τα αποθέματά τους, γεμίζουν τα οπλοστάσιά τους και προσπαθούν να πάρουν το προβάδισμα σε προηγμένες τεχνολογίες που θα τους δώσουν συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα της άμυνας.
Όσο για τις αγορές; Δεν ανησυχούν ιδιαίτερα μέχρι να ανησυχήσουν…