Από τη στιγμή που η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν επέτρεψε στην Ουκρανία να εκτοξεύσει αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς- πύραυλοι ATACMS- βαθιά στη Ρωσία, έχουμε περάσει σαφώς σε ένα πιο δύσκολο κεφάλαιο του ρωσοουκρανικού πολέμου.
Το Κρεμλίνο θεώρησε τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών ως σαφές μήνυμα κλιμάκωσης της σύγκρουσης στην Ουκρανία από πλευράς της Δύσης. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να δώσει μια πρώτη απάντηση, εγκρίνοντας ένα επικαιροποιημένο πυρηνικό δόγμα, βάση του οποίου η Ρωσία θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων, εάν αντιμετωπίσει αυτή ή κάποιος εκ των συμμάχων της, όπως για παράδειγμα η Λευκορωσία, συμβατική πυραυλική επίθεση - ήτοι επίθεση με συμβατικούς πυραύλους, drones ή άλλα αεροσκάφη - από χώρα ή σύμμαχο χώρας, η οποία υποστηρίζεται από πυρηνική δύναμη.
Η απάντηση των ΗΠΑ, μέσω εκπροσώπου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ήταν ότι δεν βλέπουν λόγο να προσαρμόσουν τη στάση τους για τα πυρηνικά όπλα, ως απάντηση στην απόφαση της Ρωσίας να επικαιροποιήσει το πυρηνικό της δόγμα. Άλλωστε, η απόφαση της Ρωσίας «δεν αποτελεί έκπληξη και είναι άλλη μία περίπτωση ανεύθυνης ρητορικής που χρησιμοποιεί η χώρα από την εισβολή της στην Ουκρανία».
Τουλάχιστον, ο σχολιασμός του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ ήταν πιο ήπιος, καθώς υπογράμμισε ότι η Ρωσία θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να αποτρέψει το ξέσπασμα ενός πυρηνικού πολέμου.
Χάρη, άλλωστε, σε αυτή τη δήλωση του Λαβρόφ, η Wall Street μάζεψε τις αρχικές απώλειες, με τον Nasdaq και τον S&P500 να γυρνούν σε θετικό έδαφος, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αγορές, που είχαν κλείσει αρκετά νωρίτερα με απώλειες, με λαμπρή εξαίρεση τις μετοχές του αμυντικού κλάδου.
Η αντίδραση των αγορών
Καταρχάς, η προοπτική μιας πιθανής πυρηνικής κλιμάκωσης ώθησε τους επενδυτές στα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, ήτοι στην αγορά των ομολόγων, τον χρυσό και το ασήμι.
Την ίδια στιγμή το volatility σημείωσε άνοδο, καθώς οι επενδυτές αναζήτησαν προστασία με τον δείκτη VIX, που θεωρείται ο καλύτερος μετρητής φόβου, να ενισχύεται έως και 15% στις 17,93 μονάδες, για να υποχωρήσει μετά τις δηλώσεις του Λαβρόφ προς τις 16 μονάδες, με άνοδο 3%.
Στις αγορές συναλλάγματος, ενώ αρχικά το γιεν Ιαπωνίας σημείωσε άνοδο έναντι του ευρώ και του δολαρίου και το ελβετικό φράγκο σημείωσε αύξηση έναντι του ευρώ, η ενίσχυση αυτή ξεθώριασε γρήγορα, με την αγορά προφανώς να καταλήγει στην άποψη ότι οι ενδείξεις κλιμάκωσης θα παραμείνουν σε λεκτικό επίπεδο.
Η αγορά πετρελαίου χθες παρέμεινε σχετικά ψύχραιμη, παρά την αυξημένη πιθανότητα αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών αργού στον κόσμο και δεδομένου ότι τη Δευτέρα ήταν η πρώτη αγορά που αντέδρασε στις δηλώσεις της Ρωσίας, σημειώνοντας άνοδο πέριξ του 3%.
Όπως εξηγήσαμε και χθες - περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ - ο αντίκτυπος των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία στις τιμές του πετρελαίου θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος, αν οι ανησυχίες για τη ζήτηση καυσίμων στην Κίνα και οι προβλέψεις για παγκόσμιο πλεόνασμα πετρελαίου πάνω από 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως το 2025, δεν ασκούσαν αντιθετικές δυνάμεις στις πετρελαϊκές τιμές.
Ψυχραιμία επέδειξε και η Wall Street, υποβοηθούμενη, τόσο από τις ήπιες δηλώσεις του Λαβρόφ, όσο και από τα ισχυρά κέρδη και τις προοπτικές της Walmart, η οποία ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση με άνοδο 3%.
Είναι σαφές ότι η Wall Street είναι περισσότερο επικεντρωμένη στα ισχυρά εταιρικά αποτελέσματα προς το παρόν, καθώς από το 93% των εταιρειών του S&P 500 που έχουν αναφέρει τριμηνιαία αποτελέσματα μέχρι στιγμής, τα 3/4 έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες, σύμφωνα με το FactSet.
Αναγνωρίζοντας αυτή τη δυναμική, αρκετοί διαχειριστές, όπως για παράδειγμα εκείνοι της Morgan Stanley Investment Management, εκτιμούν ότι, παρά το γεωπολιτικό crescendo, «οι επενδυτές δεν πρόκειται να δουν την οπισθοχώρηση που θέλουν».
Αντίθετα, η αγορά των ομολόγων, η οποία μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ είχε ταλαιπωρηθεί, φαίνεται να είναι περισσότερο συντονισμένη με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να υποχωρεί χθες, έως και το 4,337% - μετά τις έντεκα το βράδυ ήταν πέριξ του 4,39% - ενώ η απόδοση του 2ετούς υποχώρησε έως το 4,21%, για να επιστρέψει εν συνεχεία πέριξ του 4,28%
Στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι η αγορά ομολόγων των ΗΠΑ είναι σε αναμονή για τις πιθανές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ για το Υπουργείο Οικονομικών.
Ένας υποψήφιος, με αποδεδειγμένη αξιοπιστία, θα τύχει καλής υποδοχής από τις αγορές ομολόγων, ενώ ένας υποψήφιος με λιγότερη εμπειρία ή ακόμα χειρότερα χωρίς θέληση αυτονομίας, θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του volatility. (σ.σ:Μεταξύ των υποψηφίων είναι ο Scott Bessent, ιδρυτής του Key Square Group και ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Howard Lutnick).
Διπλό χτύπημα για το ελληνικό χρηματιστήριο
Η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία στοίχισε χθες στο ελληνικό χρηματιστήριο απώλειες της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ, ενώ μέσα σε πέντε συνεδριάσεις έχει «εξατμιστεί» κεφαλαιοποίηση περίπου 4,2 δισ. ευρώ κάτω από το βάρος της αύξησης του πολιτικού ρίσκου, τη στιγμή μάλιστα που την επόμενη εβδομάδα έχουμε την ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική αγορά, μετά τα υψηλά του Ιουλίου, επιδεικνύει σαφή αδυναμία για μια νέα ανοδική κίνηση και χαμηλούς τζίρους, παρεκκλίνοντας από το πανηγυρικό κλίμα των ξένων αγορών.
Είναι λογικό, λοιπόν, τώρα που επιδεινώνεται το χρηματιστηριακό κλίμα διεθνώς, λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία, αλλά και των επιπτώσεων που θα έχουν οι εμπορικές πολιτικές του νέου προέδρου των ΗΠΑ στην Ευρώπη, να υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι οι διεθνείς πιέσεις θα «λυγίσουν» μια ρηχή αγορά σαν την ελληνική.
Η μάχη των μαχών φαίνεται ότι θα δοθεί στις 1320 μονάδες, εκτός και αν η αγορά μας καταφέρει να σπάσει την αντίσταση των 1376 μονάδων και να κινηθεί ταχύτατα στην αποκατάσταση της ζώνης των 1398-1426 μονάδων, που είναι τα επίπεδα των μέσων κινητών των 200 ημερών.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Μαίρη Βενέτη