Στο ξεκίνημα της χθεσινής πολύ δύσκολης χρηματιστηριακής συνεδρίασης, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών άγγιξε τις 1.455 μονάδες και έφθασε στο επίπεδο εκείνο που προσπαθούσε με μεγάλο κόπο να ξεπεράσει ανοδικά για πολλούς μήνες μέσα στο 2024. Στις 1.455,08 μονάδες που ήταν η χαμηλότερη τιμή της χθεσινής ημέρας, ο Γενικός Δείκτης έπεφτε κατά 294,82 μονάδες σε σχέση με το υψηλό του 2025 (και των τελευταίων 14 ετών) που είχε σημειωθεί στις 1479,90 μονάδες την 28η Μαρτίου.
Απώλειες της τάξης του 16,86% μέσα σε έξι χρηματιστηριακές συνεδριάσεις με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους να έχει έρθει στις τελευταίες τρεις, και μάλιστα με αυξανόμενα ποσοστά πτώσης κάθε μέρα (την 3η Απριλίου η πτώση ήταν 1,77%, την 4η Απριλίου ήταν 4,83% και χθες 7η Απριλίου ήταν 7,43%). Ελπίζουμε να μην έχουμε συνέχεια αυτής της συνεχώς επιδεινούμενης εικόνας αλλά είναι αλήθεια πως αυτό δεν εξαρτάται τόσο πολύ από τους επενδυτές του Χρηματιστηρίου και την ποιότητα των εισηγμένων εταιρειών.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη αυτή πτώση οφείλεται στον αιφνιδιασμό των διεθνών αγορών από τις ανακοινώσεις που έκανε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 2ης προς την Πέμπτη 3η Απριλίου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Αυτά που ακούστηκαν ήταν πολύ χειρότερα από ό,τι περίμενε η πλειοψηφία των αναλυτών, οικονομολόγων και χρηματιστηριακών αναλυτών, καθώς και των επενδυτών, θεσμικών και ιδιωτών. Παρά το γεγονός πως μία εβδομάδα πιο πριν ο Αμερικανός πρόεδρος μας είχε ρίξει προειδοποιητικές βολές με τους δασμούς στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, οι διεθνείς αγορές δεν ήταν έτοιμες για το επόμενο βήμα του, όπως άλλωστε δεν ήταν έτοιμες και οι ηγεσίες των περισσοτέρων κρατών ανά τον κόσμο.
Η καθημερινή χειροτέρευση της κατάστασης στα διεθνή χρηματιστήρια δείχνει πολύ καθαρά δύο πράγματα. Αφενός πως με την πάροδο των ημερών γίνονται όλο και πιο απαισιόδοξες οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες αυτών των υψηλών εισαγωγικών δασμών στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία και αφετέρου πως αυτές οι εκτιμήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός παγκόσμιου χρηματιστηριακού ντόμινο. Η μεγάλη πτώση σε ένα χρηματιστήριο εντείνει τις ανησυχίες σε κάποια άλλα, η περαιτέρω πτώση των οποίων πυροδοτεί νέα κύματα πωλήσεων στο διεθνές χρηματιστηριακό στερέωμα. Όλα αυτά συνδυάζονται με εγγενή προβλήματα των χρηματιστηρίων, ειδικά τη χρήση δανεισμού σε μεγάλα χαρτοφυλάκια και τελικά δημιουργούν αυτή την πολύ κακή κατάσταση στις αγορές.
Ας έρθουμε όμως στη δική μας αγορά, αφήνοντας τη γενική περιγραφή της κατάστασης. Πριν μας έρθει η «κεραμίδα» της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά και για λίγο μετά από αυτήν, υπήρχε μία ελπίδα πως η χώρα μας, και κατ’ επέκταση και το χρηματιστήριό μας, θα μπορούσε να ξεπεράσει το οποιοδήποτε πρόβλημα δασμολογικής φύσης κάπως πιο ανώδυνα από άλλες χώρες.
Η σχετικά μικρή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την καλή κατάσταση της οικονομίας και τις όχι πολύ απαιτητικές αποτιμήσεις των περισσότερων μεγάλων μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ήταν τα στοιχεία που έδιναν βάση σε αυτές τις ελπίδες.
Όμως, για άλλη μία φορά αποδείχθηκε η διαχρονικότητα της ιστορίας της Οδύσσειας σχετικά με τον ασκό του Αιόλου. Στην τωρινή περίπτωση, τη ζημιά δεν την έκαναν οι ναύτες του πλοίου αλλά ο καπετάνιος της ισχυρότερης χώρας του κόσμου. Η θύελλα που ξέσπασε έφθασε και στην Αθήνα σαρώνοντας στο πέρασμά της όλους τους μετοχικούς κλάδους. Στον τραπεζικό, που ήταν αυτός που οδήγησε την κούρσα της αγοράς από την αρχή του χρόνου, το πλήγμα ήταν πολύ ισχυρό.
Οι φόβοι για τις επιπτώσεις των υψηλών δασμών στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στην ελληνική και στις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών ήταν το ένα σκέλος του προβλήματος. Το δεύτερο ήταν η πεποίθηση που εμφανίστηκε μεταξύ των οικονομικών αναλυτών σχετικά με την ανάγκη άμεσης περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων αναφοράς, κάτι που θα έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση των περιθωρίων κέρδους των τραπεζών.
Το τρίτο ήταν, πολύ απλά, οι πωλήσεις των διεθνών επενδυτών που αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μέρος των πολύ σημαντικών κερδών που τους έδιναν (μέχρι πρότινος στα χαρτιά) οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών. Και το τέταρτο, η μεγάλη πίεση στις μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών, η πτώση των οποίων έκανε τις ελληνικές να φαίνονται ξαφνικά λιγότερο ελκυστικές σε σχέση με αυτές.
Βέβαια, τα προβλήματα και οι μεγάλες πωλήσεις δεν περιορίστηκαν στις τράπεζες. Οι πωλήσεις στον ενεργειακό κλάδο ήταν επίσης πολύ ισχυρές, με τη μεγάλη πτώση της τιμής του αργού πετρελαίου να αποτελεί την αφορμή για τις πιέσεις στις εταιρείες των διυλιστηρίων και τις «εισαγόμενες» πιέσεις να ρίχνουν τις τιμές και των υπόλοιπων επιχειρήσεων του κλάδου. Η μεγάλη πτώση στις τιμές των μετάλλων στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων έσπρωξε προς τα κάτω και τις μετοχές των επιχειρήσεων του μεταλλουργικού κλάδου, ανεξάρτητα από το γεγονός πως δεν εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από πωλήσεις προς τις ΗΠΑ.
Οι διεθνείς ανησυχίες για μείωση των δαπανών των καταναλωτών έπληξαν και επιχειρήσεις κατά τεκμήριο σταθερές και ανθεκτικές σε περιόδους κρίσεων, όπως ο ΟΠΑΠ, ο ΟΤΕ και η Coca Cola Hellenic, ανεξάρτητα από το αν οι μαζικές πωλήσεις έχουν ιδιαίτερο επενδυτικό νόημα. Για να μην μακρηγορούμε, οι πωλητές έκαναν έντονη την παρουσία τους σχεδόν σε όλες τις μετοχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ανεξάρτητα από την χρηματιστηριακή αξία και από τα θεμελιώδη στοιχεία των επιχειρήσεων. Η θύελλα που ξέσπασε την προηγούμενη Τετάρτη στον Λευκό Οίκο έφθασε και εδώ χωρίς να χάσει την ορμή της.
Η συνέχεια δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Η πείρα διδάσκει πως σε περιπτώσεις πολύ έντονης πτώσης που οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που αναστάτωσε τις αγορές, δεν είναι καθόλου εύκολο να εκτιμήσει κανείς πότε θα έρθει μία κίνηση ανάκαμψης.
Η χθεσινή αδυναμία των πωλητών να οδηγήσουν έντονα καθοδικά τα αμερικανικά χρηματιστήρια ίσως είναι μία ένδειξη πως οι αρχικές πιέσεις μπορεί να έχουν σχεδόν εκτονωθεί, τουλάχιστον προσωρινά. Μία ανοδική κίνηση δεν θα αποτελέσει έκπληξη αλλά η διάρκειά της δύσκολα θα είναι μεγάλη αν δεν έρθουν καλά νέα από το μέτωπο των δασμών και αν δεν φανεί πως απομακρύνεται το ενδεχόμενο ενός ευρύτερου εμπορικού πολέμου, ενδεχόμενο που τρόμαξε πολύ τις αγορές την προηγούμενη Παρασκευή.
Στα δικά μας τώρα, παρά το γεγονός πως η βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των χρηματιστηριακών πραγμάτων εξαρτάται κυρίως από εξωγενείς παράγοντες, ο πολύ μεγάλος όγκος συναλλαγών κατά τις δύο τελευταίες συνεδριάσεις ίσως αποτελεί μία ένδειξη πραγματικού αγοραστικού ενδιαφέροντος από επενδυτές που δίσταζαν να αγοράσουν ελληνικές μετοχές μετά τη μεγάλη άνοδο του πρώτου τριμήνου.
Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι πλησιάσαμε πολύ κοντά στην περιοχή των 1.450 μονάδων του Γενικού Δείκτη που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο σημαντικό σημείο στήριξης για την αγορά, δίνει κάποιες ελπίδες πως το μεγαλύτερο μέρος αυτής της σοκαριστικής πτώσης έχει περάσει.
Βέβαια, με την προϋπόθεση πως δεν θα έχουμε και άλλους αρνητικούς αιφνιδιασμούς από το μέτωπο των δασμών και του πιθανού εμπορικού πολέμου. Δυστυχώς, η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας, τα πολύ καλά στοιχεία πλήθους εισηγμένων εταιρειών και οι υψηλοί στόχοι των χρηματιστηριακών αναλυτών μάλλον δεν αρκούν αυτή την στιγμή για να οδηγήσουν και πάλι το Χρηματιστήριο Αθηνών σε διατηρήσιμη άνοδο.