Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το «τελευταίο μίλι» στη μάχη που δίνουν οι κεντρικές τράπεζες για να «σκοτώσουν» το… θηρίο του πληθωρισμού. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι το δυσκολότερο κομμάτι στη μάχη κατά της ακρίβειας είναι αυτό που έχουμε μπροστά μας, ήτοι η υποχώρηση του πληθωρισμού από το 3% που περίπου βρίσκεται σήμερα, στο 2% που είναι ο τελικός στόχος.
Στην τρέχουσα συγκυρία, υπάρχουν πέντε παράγοντες που θα μπορούσαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, να καθυστερήσουν την πλήρη εξασθένηση του φαινόμενου ή ακόμα και να οδηγήσουν σε νέο κύμα ανατιμήσεων πριν το καλοκαίρι. Στην Ελλάδα εξάλλου είναι συχνό φαινόμενο να κινείται ανοδικά ο πληθωρισμός κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου.
Ο πρώτος παράγοντας είναι, φυσικά, ο γεωπολιτικός. Το εκρηκτικό σκηνικό στην Ερυθρά Θάλασσα, με φόντο τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, είναι γνωστό ότι έχει προκαλέσει μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις φορτίων και παράλληλα έχει αυξήσει το κόστος των θαλάσσιων μεταφορών. Το λιμάνι του Πειραιά, το πέμπτο μεγαλύτερο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων της Ευρώπης, έχει δει μέχρι στιγμής σταθερούς όγκους, ωστόσο η DBRS ανέφερε σε προχθεσινή της έκθεση ότι αναμένεται πτώση φορτίου τουλάχιστον της τάξης του 30%.
Όσο συνεχίζονται τα προβλήματα στην Ερυθρά Θάλασσα, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος νέων ανατιμήσεων καθώς αυξάνεται το κόστος μεταφοράς και οι τιμές των εμπορευμάτων. Παρ’ όλα αυτά, η Capital Economics εκτιμά ότι ο πληθωριστικός αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος. Πρώτον, γιατί το κόστος μεταφοράς αντιστοιχεί σε πολύ μικρό ποσοστό της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής. Δεύτερον, διότι οι τιμές του πετρελαίου δεν έχουν επηρεαστεί γιατί η προσφορά δεν έχει διαταραχθεί.
Στο απευκταίο, βέβαια, σενάριο που οι πολεμικές συγκρούσεις κλιμακωθούν, ο πληθωρισμός θα κινηθεί έντονα ανοδικά και το πρόβλημα της ακρίβειας θα διογκωθεί περαιτέρω.
Ο δεύτερος παράγοντας που θα μπορούσε να συντηρήσει την πληθωριστική λαίλαπα είναι η ισχυρή ζήτηση. Όμως η εν λόγω ανησυχία αφορά περισσότερο τις ΗΠΑ, όπου η οικονομία καλπάζει και τα στοιχεία για την ανάπτυξη και την απασχόληση ξεπερνούν κάθε προσδοκία και λιγότερο την Ευρώπη όπου η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα εδώ και πάνω από ένα χρόνο.
Ο τρίτος παράγοντας είναι η κατάσταση της αγοράς εργασίας και η «επιμονή» των μέσων ημερήσιων απολαβών, μία συνθήκη παρόμοια σε ΗΠΑ και Ευρώπη, παρά τις μεγάλες διαφορές στην ανάπτυξη του ΑΕΠ. Τα τελευταία στοιχεία από ΗΠΑ και Μ. Βρετανία, δείχνουν ότι οι μισθοί αντέχουν και ενδεχομένως θα συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει τις μειώσεις επιτοκίων κυρίως στη Μ. Βρετανία και να τις μεταθέσεις ίσως και για μετά το καλοκαίρι.
Ο τέταρτος παράγοντας είναι η πιθανή αύξηση της ζήτησης στην περίπτωση που μειωθούν πρόωρα τα επιτόκια. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και μήνες, από τον περασμένο Οκτώβριο ακόμη, στελέχη της Fed και της ΕΚΤ τονίζουν ακριβώς αυτό: τον κίνδυνο πρόωρων μειώσεων. Ούτε όμως αυτός ο κίνδυνος προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Διότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν πέσει σε βαθιά ύφεση εξαιτίας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής των τελευταίων δύο ετών, που συνεπάγεται ότι οι μειώσεις επιτοκίων δεν θα προκαλέσουν έκρηξη ζήτησης.
Επίσης, οι μειώσεις δεν θα γίνουν με την ίδια ταχύτητα που έγιναν οι αυξήσεις των επιτοκίων και σε κάθε περίπτωση οι μειώσεις που έχουν προεξοφλήσει οι αγορές θα οδηγήσουν τα επιτόκια σε επίπεδο που θα παραμένει υψηλότερο από το «ουδέτερο» επιτόκιο το 2024.
Τέλος, και ειδικότερα για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες που βασίζονται στον τουρισμό, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ανατιμήσεων ενόψει της τουριστικής περιόδου. Το καλοκαίρι του 2023 εκτιμάται ότι οι τιμές αυξήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις και κυρίως στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς έως και άνω του 50%. Ένα συχνό φαινόμενο που θα μπορούσε να περιοριστεί κάπως φέτος, με δεδομένο ότι η ακρίβεια σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει δυσκολέψει πολύ τα νοικοκυριά και ίσως δεχθεί πλήγμα η ζήτηση.