Τελικά φαίνεται ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί τη θλιβερή εξαίρεση ανάμεσα στις δυτικές χώρες, μόνο ως προς το ποσοστό των πολιτών της, που αποδέχονται τις στρατιωτικές πρακτικές του Κρεμλίνου. Διατηρεί ακέραιη αυτήν τη θλιβερή ιδιότητα και ως προς το ποσοστό των οικονομικών αναλυτών, που αναγνωρίζουν μια ρωσική οικονομική διάνοια και ένα μεγαλόπνοο σχέδιο της ρωσικής οικονομικής πολιτικής, το οποίο θα καταστρέψει την οικονομία τω Ηνωμένων Πολιτειών και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, αλλά αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που αναπνέουν τον αέρα των ελεύθερων αγορών και βιώνουν καθημερινά το χρηματιστηριακό κόσμο, λατρεύουν ενδόμυχα τον κρατισμό και τον παρεμβατισμό και προφητεύουν την οικονομική κατάρρευση της Δύσης.
Και τι δεν διαβάσαμε την περασμένη εβδομάδα. Για την «επιτυχημένη πολιτική Πούτιν» να πληρώνουν οι ευρωπαϊκές χώρες ρούβλια για να αγοράζουν υδρογονάνθρακες, ενώ η πραγματικότητα είναι αυτά που αναφέραμε στο άρθρο μας «Ο Πούτιν απαιτεί τη συνθηκολόγηση της Ευρώπης».
Για την υιοθέτηση του ρωσικού διατραπεζικού swift, SPFS (Sisteme Peredachi Finansovykh Soobshchenii), ολοένα και από περισσότερες χώρες, πράγμα που δεν συμβαίνει, αφού ακόμα και η Κίνα παραμένει συνδεδεμένη στο δικό της σύστημα CIPS (Cross- Border Interbank Payment System). Για τη δήθεν μεγάλη και ανατρεπτική εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην Ινδία και τη Ρωσία, που θα εκκαθαρίζουν τις εμπορικές συναλλαγές τους σε ρούβλια και ρουπίες.
Και φυσικά το κερασάκι στην τούρτα του πανηγυρισμού της πτώσης της Δύσης, στηρίχθηκε πάνω στην έκθεση της Γκίτα Γκονιπάθ του ΔΝΤ. Η έκθεση ανέφερε ότι η εισβολή στην Ουκρανία, θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία του Αμερικανικού Δολαρίου, σε ένα κατακερματισμένο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Στην έκθεση σημειώνεται η προσπάθεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, να διεθνοποιήσει ακόμα περισσότερο το κινεζικό renmindi, το οποίο εμείς γνωρίζουμε σαν γουάν. Σημειώνεται επίσης η προσπάθεια μικρότερων χωρών να συναλλάσσονται μεταξύ τους μέσω των δικών τους νομισμάτων, έτσι ώστε να διεθνοποιήσουν και αυτές τα νομίσματα τους.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αν ένα νόμισμα δεν είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο, αν δεν αποτελεί μέσο εμπορικών συναλλαγών, αν δεν έχει διαπραγματεύσιμα ομόλογα στηριγμένα πάνω σε αυτό και αν δεν έχει χρηματιστήρια που να αποτιμώνται σε αυτό το νόμισμα, δεν έχει μέλλον. Και φυσικά ένα νόμισμα που στηρίζεται στον κρατισμό, στις παρεμβάσεις, στους περιορισμούς και στους ελέγχους, δεν αποτελεί με κανένα τρόπο μια ελκυστική συναλλαγματική εναλλακτική ή μια αποθεματική σταθερή αξία.
Ας δούμε όμως μέσα από πίνακες και γραφικές απεικονίσεις, πως έχει η τρέχουσα κατάσταση, ανάμεσα στα αποθεματικά νομίσματα και πως έχουν εξελιχθεί οι συσχετισμοί τους στο πέρασμα του χρόνου.
Στον ακόλουθο πίνακα παρατηρούμε τις μεταβολές των αποθεματικών νομισμάτων από το 1990 μέχρι το 2020. Το αμερικανικό δολάριο βρίσκεται σήμερα στο 59%. Λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1960, αλλά και χαμηλότερα κατά 12,2%, από το 71,2% του 2000. Η υποχώρηση του δολαρίου, σημαίνει ότι αυξήθηκε αντίστοιχα το κινεζικό γουάν; Ασφαλώς και όχι. Όπως φαίνεται και στον πίνακα αυξήθηκαν αντίστοιχα όλα τα νομίσματα των χωρών που ακολουθούν τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Το ευρώ, το γεν, η βρετανική στερλίνα, το δολάριο του Καναδά, το δολάριο της Αυστραλίας, έχουν αντικαταστήσει το μειωμένο τμήμα της αποθεματικής θέσης του αμερικανικού δολαρίου, μαζί και με το γουάν
Ακόμα καλύτερα φαίνονται και οι αναλογίες στη ακόλουθη γραφική απεικόνιση του ΔΝΤ για το Q4 του 2021, όπου είναι χαρακτηριστική η διαφορά του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ από τα υπόλοιπα νομίσματα, με το κινεζικό νόμισμα να υπολείπεται του ιαπωνικού γιεν, της βρετανικής στερλίνας να βρίσκονται σε υψηλότερη θέση από το γουάν. Το δε γουάν, συναγωνίζεται το δολάρια Καναδά και το δολάριο Αυστραλίας.
Στο ακόλουθο γραφικό παρατηρούμε ότι το 1980 το αμερικανικό δολάριο κατείχε το 57,9% των συναλλαγματικών αποθεμάτων, με την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα ECU να βρίσκεται στο 17,5%, το γερμανικό μάρκο στο 12,9%, το γιεν στο 3,9%, η στερλίνα στο 2,4% και το Ελβετικό φράγκο στο 2,2%.
Στο 1990, η ραγδαία άνοδος του γιεν, στο 9,2% άλλαξε τον χάρτη. Το αμερικανικό δολάριο, υποχώρησε στο 48%, το ECU μαζί με γερμανικό μάρκο διατήρησαν αθροιστικά το 30%, και η στερλίνα το 2,4%.
Το 2000, βρίσκει το αμερικανικό δολάριο στην παντοδυναμία του στο 71,2%, με το «νέο» ενιαίο ευρώ να αγωνίζεται να βρει τις ισορροπίες του στις ελεύθερες αγορές στο 18,6%, το γιεν να υποχωρεί στο 5,8% και τη στερλίνα να βρίσκεται στο 2,7%.
Το 2005, απεικονίζεται μια μείωση του αμερικανικού δολαρίου στο 65,1%. Τις απώλειες του δολαρίου, κερδίζει το ευρώ που φτάνει το 24,9%. Η δε βρετανική στερλίνα παίρνει τη θέση του γιεν, ως τρίτο αποθεματικό νόμισμα.
Η εικόνα του 2010, βρίσκει το δολάριο στο 62,4%, το ευρώ στο 24,8%, τη στερλίνα στο 3,9% και το γιεν στο 3,6%
Το 2015, στην κατηγορία των αποθεματικών νομισμάτων εισέρχονται το δολάριο Καναδά με 1,8%, το δολάριο Αυστραλίας στο 1,7% και το κινεζικό γουάν με 0,4%. Με το δολάριο να βρίσκεται στο 65,6%, το ευρώ στο 19,1%, τη στερλίνα στο 4,6% και το γιεν στο 3,8%
Στο τελευταίο γράφημα του 2020 η εικόνα φέρνει το δολάριο στο 59%, στο ευρώ 21,2%, το γιεν στο 6%, η στερλίνα στο 4,7%, το γουάν στο 2,3%, το δολάριο Καναδά στο 2,1% και το δολάριο Αυστραλίας στο 1,8%
Έχοντας στο μυαλό μας τη μεγάλη εικόνα, είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι τερτίπια του Κρεμλίνου με τις πληρωμές σε ρούβλια, θέτουν σε κίνδυνο την αποθεματική αξία τόσο του δολαρίου και όσο των υπολοίπων νομισμάτων των ελεύθερων οικονομιών, που αποτελούν σήμερα το 95% του συνόλου των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Αν στη συνάρτηση μας, όμως συνυπολογίσουμε την επόμενη ημέρα με τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών και τους εναλλακτικούς τρόπους συναλλαγών και εκκαθαρίσεων που σχεδιάζονται, τότε οι εξελίξεις ίσως και να είναι διαφορετικές. Διότι σε αυτόν τον τομέα, η Κίνα έχει προβεί σε ταχύτερες ενέργειες από τους υπόλοιπους.