Οι τράπεζες θα καλύψουν από την αρχή του 2023 και για όλο το έτος, το μισό τμήμα της επιπλέον επιβάρυνσης των κοινωνικά ευάλωτων νοικοκυριών από τις αυξήσεις των επιτοκίων, με την πιθανότητα για νέα αύξηση 0,50% στα επιτόκια της ΕΚΤ από το Δεκέμβρη να είναι αυξημένη σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις.
Στα πλαίσια αυτά αναζητούνται λύσεις και δεν αποκλείεται οι τράπεζες να εξαντλήσουν τις δυνατότητες που παρέχουν μέσα όπως η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο προς την κατεύθυνση που θα επιτυγχάνει το στόχο της ανακούφισης ευάλωτων νοικοκυριών, χωρίς να αυξάνει τα «κόκκινα δάνεια» των τραπεζών.
Δεν αποκλείονται επίσης λύσεις όπως η «επιβράβευση συνεπών δανειοληπτών», με ένα είδος «μπόνους συνέπειας», για δανειολήπτες που τηρούν ενήμερα τα δάνειά τους με κυμαινόμενο επιτόκιο, παρά το γεγονός ότι τα εισοδήματά τους είναι χαμηλά και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί. Το μπόνους θα καλύπτει τη μισή επιβάρυνση από την αύξηση επιτοκίων.
Αυτά είναι για την ώρα λύσεις που επεξεργάζονται οι ελληνικές τράπεζες χωρίς να έχουν καταλήξει σε αυτές γιατί δεν αποκλείεται να υπάρχουν πιο πρόσφορα μέσα ή ακόμα κι αυτές να κρύβουν «παγίδες».
Στη χθεσινή συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, οι τραπεζίτες συμφώνησαν ότι την επιβάρυνση για τη στήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών θα πρέπει να επωμισθούν οι τράπεζες.
Η δυσκολία έγκειται τεχνικά, στον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί αυτή η ελάφρυνση, ώστε να μην διαταραχθεί η κατηγοριοποίηση των δανείων, μετά την προσπάθεια και το αυξημένο κόστος που έχει απαιτηθεί για να εξυγιανθεί το ενεργητικό των τραπεζών και να μειωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια».
Αυτός είναι και ο λόγος που οι ελληνικές τράπεζες γνωρίζοντας ότι θα περάσουν από τον έλεγχο του εποπτικού μηχανισμού SSM της ΕΚΤ για το κόστος που επωμίζονται, θέλουν να διασφαλίσουν ότι δεν θα αλλάξουν τις ισορροπίες όπως διαμορφώνονται στα βιβλία τους, αναλαμβάνοντας επιπλέον κόστος για λύσεις που μπορούν να επιτευχθούν με διαφορετικούς τρόπους.
Για την ώρα οι ελληνικές τράπεζες προσανατολίζονται στο να αξιοποιήσουν τα διδάγματα από το πρώτο πρόγραμμα Γέφυρα, που θα αφορά ενήμερα δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια, τα οποία οι τράπεζες υπολογίζουν καταρχήν σε 20.000-30.000 δάνεια, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν αν πράγματι είναι αυτός ο ακριβής αριθμός.
Η κατεύθυνση στην οποία κινούνται, αφορά ενήμερα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και υποθήκη πρώτης κατοικίας. Θα περιέχει εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια αντίστοιχα με αυτά που θα ισχύσουν για τον θεσμό της «Δεύτερης Ευκαιρίας».
Αυτό σημαίνει 7.000 ευρώ κατ' άτομο με προσαύξηση 3.500 ευρώ για κάθε πρόσωπο της οικογένειας που γίνεται όμως 7.000 ευρώ αν πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια ή για κάθε απροστάτευτο παιδί.
Στα αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία προβλέπεται η αξία της ακίνητης περιουσίας να μην υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ για ένα άτομο με προσαύξηση 15.000 ευρώ για κάθε μέλος και έως 180.000 ευρώ.