Η Κεφαλαιοποίηση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου με βάση τις τρέχουσες τιμές είναι κοντά στα 60 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 29,4 δισ. ευρώ αποτελούν τη λεγόμενη ελεύθερη διασπορά, τις μετοχές δηλαδή που βρίσκονται, είτε στα χέρια ιδιωτών και θεσμικών κεφαλαίων, είτε σε μετόχους που κατέχουν λιγότερο από το 5% μιας εταιρίας. Αν και το 49% της αξίας των μετοχών των εισηγμένων επιχειρήσεων βρίσκεται σε ελεύθερη διαπραγμάτευση σε πλήθος εταιριών το μέγεθος αυτό είναι πολύ μικρότερο: Από τις 150 εισηγμένες εταιρίες που βρίσκονται σε διαπραγμάτευση στην Κύρια και την Εναλλακτική Αγορά μόλις 37 έχουν ελεύθερη διασπορά πάνω από 49%. Στον αντίποδα 30 εταιρίες έχουν ελεύθερη διασπορά μικρότερη από 20% η οποία εκφράζει αξία αποτίμησης 619 εκατ. ευρώ.
Οι μετοχές που κυκλοφορούν ελεύθερα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά εκφράζουν εκτός από τα ποσοτικά κριτήρια και ποιοτικές παραμέτρους. Αφενός δίνουν μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στους μετόχους να αποφασίζουν σε θέματα που αφορούν τη διοίκηση της εταιρίας. Είθισται δε οι μετοχές των εταιριών με μεγάλες διασπορές να έχουν και καλύτερη εμπορευσιμότητα. Από την άλλη πλευρά υπάρχει πάντα ο φόβος απώλειας ελέγχου της επιχείρησης ή αταβιστικών κινήσεων από συναθροίσεις μετόχων.
Εξαιτίας αυτού του φόβου η αύξηση της διασποράς ήταν για πολλά χρόνια ταμπού για την ελληνική αγορά. Η προσθήκη ωστόσο ελληνικών μετοχών σε δείκτες που έχουν ως προϋπόθεση τον υπολογισμό της κεφαλαιοποίησης επί των μετοχών που δεν ανήκουν στους βασικούς μετόχους άλλαξε κάπως τα πράγματα. Το ζητούμενο μετατοπίστηκε από τον έλεγχο της εταιρίας στη μεγιστοποίηση της αξίας από την κεφαλαιοποίηση των προοπτικών αφού οι δείκτες αποτελούσαν σημείο αναφοράς για εγχώρια και ξένα θεσμικά κεφάλαια που σε δεύτερο χρόνο μελετούσαν και τα θεμελιώδη των εταιριών.
Ένα στοιχείο που πιθανόν θα πρέπει να προβληματίσει είναι η αδράνεια πολλών εταιριών με χαμηλή διασπορά να κάνουν ενέργειες για την αύξηση και διεύρυνση της μετοχικής τους βάσης. Υπάρχουν (όχι λίγες) εταιρίες που από την ημέρα που θεωρητικά έγιναν δημόσιες έχουν μικρότερη ελεύθερη διασπορά αφού κατά καιρούς τα διάφορα προγράμματα αγορών ιδίων μετοχών μείωσαν την παρουσία της λιανικής επενδυτικής στο μετοχολόγιο.
Για κάποιες από αυτές τις εταιρίες, ειδικά όσες πλέον βρίσκονται στην κατηγορία της χαμηλής διασποράς με μονοψήφιο ποσοστό, η παρουσία στο ΧΑ φαίνεται να εξυπηρετεί περισσότερο φορολογικούς ή κληρονομικούς λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις προσπαθειών αύξησης της διασποράς η μόνιμη επωδός που ερχόταν από τους βασικούς μετόχους ήταν «η χαμηλή τιμή» στην οποία θα γίνονταν η τοποθέτηση των μετοχών με αποτέλεσμα τα εγχειρήματα παρά τη ζήτηση να μην έβρισκαν ανάλογη ανταπόκριση.
Για να μπει μια μετοχή σε ένα δείκτη του ΧΑ οφείλει να έχει ελάχιστη διασπορά 15%. Με δεδομένο ότι το 95% των μετόχων κινούνται παθητικά οι μετοχές αυτές είναι προβληματικές στη διαπραγμάτευση τους αν και κατά το επιχειρηματικό τους κομμάτι είναι αξιόλογο. Σε κάθε περίπτωση εν έτη 2022 τα ποσοστά αυτά δεν βοηθούν στην προσέλκυση ενδιαφέροντος καθιστώντας μονότονα κουραστική τη συγκέντρωση ενδιαφέροντος σε ένα πολύ συγκεκριμένο γκρουπ εταιριών.
H κατανομή των μετοχών του ΧΑ βάση της ελεύθερης διασποράς (28/06)