H εβδομάδα που ξεκινά σήμερα σηματοδοτεί έναν νέο γύρο αύξησης επιτοκίων από τις μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες του κόσμου, καθώς συνεχίζονται οι προσπάθειες να θέσουν υπό έλεγχο τον πολύ υψηλό πληθωρισμό.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ετοιμάζεται να προχωρήσει την Τετάρτη σε νέα αύξηση της τάξης του 0,75% ,ανεβάζοντας το εύρος των αμερικανικών επιτοκίων σε 3% με 3,25%.(σ.σ: H στήλη δεν αποκλείει ακόμα και μια αύξηση κατά 100 μονάδες βάσης).
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ομοίως «τρέχει» να καλύψει την απόσταση μεταξύ των ευρωπαϊκών επιτοκίων σε σχέση με εκείνα άλλων Κεντρικών Τραπεζών, με τον Γιοακίμ Νάγκελ, τον επικεφαλή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας να έχει δώσει ήδη σήμα κάθετης αύξησης, δηλώνοντας ότι «είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τα σωστά επιτόκια για το τρέχων ύψος του πληθωρισμού».
Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ αύξησε ήδη τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης μέσα στον Σεπτέμβριο, τα περισσότερα μέλη της δηλώνουν έτοιμα για μια ακόμα πιο μεγάλη αύξηση των επιτοκίων στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου.
Όμως και οι υπόλοιπες Κεντρικές Τράπεζες συμμετέχουν στο ίδιο κυνήγι του «κατάλληλου επιτοκίου»,
Την Τρίτη η Riksbank,η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας, αναμένεται να αυξήσει επίσης τα επιτόκια κατά 0,75%, ενώ την Πέμπτη οι Κεντρικές Τράπεζες της Ελβετίας, της Νορβηγίας και της Αγγλίας ετοιμάζονται για αυξήσεις της τάξης του 0,50%, χωρίς να αποκλείεται και το 0,75%.
Ανοίγοντας το κάδρο εκτός Ευρώπης, δυνατές αυξήσεις επιτοκίων περιμένουμε αυτή την εβδομάδα από τις Κεντρικές τράπεζες της Νοτίου Αφρικής, της Αιγύπτου, της Ινδονησίας της Ταιβάν, ενώ η Bank of Japan, αναμένεται να διατηρήσει αμετάβλητη τη νομισματική πολιτική της, όπως επίσης και η Κεντρική Τράπεζα της Βραζιλίας, η οποία μάλλον θα κάνει ένα διάλειμμα μετά από συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων για 18 μήνες.
Είναι άραγε ο τελευταίος μήνας που μιλάμε για τόσο μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων σε τόσες οικονομίες ταυτόχρονα; Το πιθανότερο είναι πως όχι.
Στην Ευρώπη το μεγαλύτερο και δυσκολότερο στοίχημα
Αν η κρίση ενέργειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν θεατρική παράσταση, δυστυχώς δεν θα είχε μόνο μια πράξη. Εν ολίγοις, το θέμα της ενεργειακής επάρκειας και του κόστους ενέργειας δεν θα μας απασχολεί στην Ευρώπη μόνο μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Η ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης έχει δρόμο μπροστά της και η διαδρομή προς αυτόν τον στόχο μπορεί να καταλήγει σε μια Ευρώπη αυτάρκη, αυτόνομη και ανταγωνιστική, αλλά πρώτα θα περάσει από τους σταθμούς της μείωσης της ανταγωνιστικότητας, της αύξησης του κόστους ζωής, αλλά και του δημόσιου χρέους.
Οι αναλυτές εταιρειών υπηρεσιών κοινής ωφελείας της Goldman Sachs σκέφτηκαν έναν έξυπνο τρόπο να μετρήσουμε το «ενεργειακό πλήγμα» της Ευρώπης. Εξέτασαν λοιπόν πόσο υψηλότεροι θα είναι οι λογαριασμοί ενέργειας με βάση τις μελλοντικές τιμές του φυσικού αερίου και κατέληξαν στο εξής: ακόμη κι αν οι τιμές περιοριστούν και οι παραγωγοί ενέργειας δεν θα έχουν πλεονάζοντα κέρδη, από το επόμενο έτος οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα πληρώσουμε 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από πέρυσι.
Επιπλέον, η Ευρώπη στην προσπάθεια της να μηδενίσει «μια και έξω» την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, στράφηκε στις εναλλακτικές προμήθειες LNG, άνθρακα και πετρελαίου, ξεκινώντας άλλον έναν κύκλο αύξησης των τιμών.
Την ίδια στιγμή για να πείσει τους νέους της προμηθευτές να αυξήσουν την παραγωγή τους, η Ευρώπη δεσμεύεται με μακροχρόνιες συμβάσεις σε υψηλές τιμές, ενώ ταυτόχρονα καλείται να κατασκευάσει- άρα και να πληρώσει- νέους τερματικούς σταθμούς και δίκτυο αγωγών.
Η κάθετη ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας έχει επίσης ένα κάθετο κόστος υποδομών, σε μια περίοδο που η κατασκευή αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων δεν είναι τόσο φθηνή όσο τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτοί είναι οι λόγοι που θα διαβρώσουν βραχυπρόθεσμα την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ενώ όσον αφορά τον φετινό χειμώνα κινδυνεύει με μείωση του ΑΕΠ της, καθώς οι ενεργοβόρες βιομηχανίες πιθανότατα θα μειώσουν την παραγωγή τους.
Βλέπετε, δεν υπάρχει πλέον η «παλιά» επιλογή να μεταφερθούν βιομηχανικές μονάδες σε μέρη του κόσμου με φθηνότερη ενέργεια και φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Η νέα εποχή επιτάσσει την παραγωγή της κάθε ηπείρου στον «οίκο της». Η προσαρμογή σε αυτό το μοντέλο και η ανάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων που απαιτεί, είναι νομοτελειακά μια πληθωριστική διαδικασία.
Η Ευρώπη λοιπόν θα «παντρευτεί» τον πληθωρισμό για αρκετούς μήνες ακόμα και παρά το γεγονός ότι πιθανότατα οι κυβερνήσεις να χαλαρώσουν την δημοσιονομική τους πολιτική προκειμένου να στηρίξουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις και να διαχειριστούν την κοινωνική δυσαρέσκεια, εντούτοις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας πιθανότατα να « σφίξουν» περαιτέρω τα λουριά, μειώνοντας την προσφορά χρήματος και αυξάνοντας τα επιτόκια.
Άλλωστε αμφότερες «τρέχουν» πίσω από την καμπύλη των αποδόσεων των ομολόγων, η οποία ούτως ή άλλως «οδηγεί τον χορό» και θα τον οδηγεί μέχρι το πραγματικό επιτόκιο να γίνει θετικό.
Το μερίδιο των ΗΠΑ
Η Αμερική στην όλη συγκυρία έχει την τύχη ότι δεν βασίζεται στη ρωσική ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που ο πληθωρισμός δεν τρέχει με διψήφια νούμερα. Όμως έχει και αυτή τα προβλήματα της.
Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι ο πληθωρισμός της κορυφώθηκε στο 9,1% τον Ιούνιο και υποχώρησε στο 8,3% τον Αύγουστο, βοηθούμενος από την υποχώρηση των πετρελαϊκών τιμών.
Ωστόσο, αφαιρώντας τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, ο δομικός πληθωρισμός εξακολουθεί να δείχνει τα δόντια του, καθώς κινήθηκε με ρυθμό 7,4% τον Αύγουστο, υπερβαίνοντας τις προβλέψεις των οικονομολόγων και οδηγώντας τις αγορές ομολόγων και μετοχών σε μεγάλη πτώση.
Βλέπετε, οι ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν τα ενεργειακά προβλήματα της Ευρώπης- αντίθετα αυξάνουν τις εξαγωγές LNG και σχιστολιθικού πετρελαίου- όμως έχουν τη δική τους αχίλλειο πτέρνα.
Τα πολλά χρόνια της ποσοτικής χαλάρωσης και τα γενναιόδωρα δημοσιονομικά κίνητρα κατά την διάρκεια της πανδημίας προκειμένου να διατηρηθεί η ζήτηση και η διάθεση του Αμερικανού καταναλωτή , οδήγησαν τα νοικοκυριά σε αυτή τη δεδομένη χρονική περίοδο με περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, σύμφωνα με την Goldman Sachs. Αποταμιεύσεις που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια των lockdowns και ισοδυναμούν με το 10% του ετήσιου ΑΕΠ.
Η ανθηρή αγορά εργασίας από την άλλη αυξάνει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει στο αξιοσημείωτα χαμηλό επίπεδο του 3,7% και τη σοβαρή έλλειψη εργαζομένων, η αμερικανική αγορά έχει οδηγηθεί σε μεγάλη αύξηση των μισθών, η οποία με τη σειρά της διατηρεί τις καταναλωτικές δαπάνες παρά την αύξηση των τιμών. Εν ολίγοις, σε αντίθεση με την Ευρώπη, ο αμερικανικός πληθωρισμός έχει τις ρίζες του στην εγχώρια ζήτηση.
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, η Fed καλείται να αντιμετωπίσει την υπερθέρμανση της οικονομίας της τη δεδομένη χρονική περίοδο. (σ.σ:Όπως θα δούμε όμως σε επόμενο άρθρο το «παιχνίδι» είναι θέμα χρόνου να αλλάξει ).
Έναν ίδιο εχθρό λοιπόν, αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ρίζες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Παρά το γεγονός δε ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια της πιο γρήγορα από ό,τι σε προηγούμενους κύκλους σύσφιξης, εντούτοις παραμένει και αυτή πίσω από την καμπύλη. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν έχει ούτε η Fed πολλές επιλογές. Θα πρέπει να συνεχίσει με μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και μάλιστα σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ίσως θα ήταν συνετό να μεταφέρει φέτος, τις αυξήσεις των επιτοκίων που έχει προγραμματίσει για το 2023.
Η στήλη θα συμφωνήσει με αυτή την άποψη. Όσο πιο γρήγορα καταλήξουμε σε ένα θετικό πραγματικό επιτόκιο, σταματώντας όμως ταυτόχρονα να τυπώνουμε νέο χρήμα και αποσύροντας σταδιακά τις ποσότητες χρήματος που τυπώθηκαν κατά την πανδημία, νομοτελειακά ο πληθωρισμός από ένα σημείο και μετά θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται.
Δεν είναι βέβαια μια επιλογή χωρίς «πόνο». Όμως ίσως η συγκεκριμένη επιλογή να έχει λιγότερες «παγίδες» από το να «ξεφουσκώσει το μπαλόνι» με υπερβολικά αργό ρυθμό.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.