Το κόστος των φαρμάκων είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, όπου οι ασθενείς πληρώνουν δύο έως τρεις φορές περισσότερα για τα συνταγογραφούμενα φάρμακα από τους ασθενείς σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.
Όπως και ο προκάτοχός του, αναμένεται ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης για τους Αμερικανούς. Αν και δεν έχει ακόμη ανακοινώσει συγκεκριμένα σχέδια πολιτικής για την υγεία, εντούτοις η φαρμακοβιομηχανία αναμένει η νέα κυβέρνηση να ακολουθήσει μια διαφορετική, πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις προσέγγιση από αυτή του Μπάιντεν.
Αυτό ήταν το συναίσθημα κατά τη διάρκεια της διάσκεψης JPMorgan Health Care Conference στο Σαν Φρανσίσκο μεταξύ 13 και 16 Ιανουαρίου, της μεγαλύτερης ετήσιας συγκέντρωσης στις ΗΠΑ στελεχών και επενδυτών της φαρμακευτικής βιομηχανίας και της βιοτεχνολογίας.
Το ετήσιο αυτό συνέδριο δίνει τον παλμό για τις προοπτικές του κλάδου για το επόμενο έτος. Φέτος, στις περισσότερες παρουσιάσεις και συνομιλίες κυριάρχησαν οι πιθανές αλλαγές στις πολιτικές υγείας από τη νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ δεν είναι ακριβώς ένα φιλικό πρόσωπο για τη φαρμακευτική βιομηχανία των ΗΠΑ, καθώς κατά την πρώτη του θητεία στόχευσε τις εταιρείες του κλάδου και το υψηλό κόστος φαρμάκων, μέσω προτάσεων όπως η σύνδεση των κρατικών πληρωμών για φάρμακα με χαμηλότερες τιμές που καταβάλλονται στο εξωτερικό.
Ωστόσο, στο ετήσιο συνέδριο της JP Morgan πολλά στελέχη τόνισαν ότι είναι έτοιμα να συνεργαστούν με τον Τραμπ. Μάλιστα αρκετοί τον χαρακτήρισαν «πρόθυμο να ακούσει τα παράπονά τους».
Οι φαρμακοβιομηχανίες ελπίζουν ότι ο Τραμπ θα επικεντρωθεί περισσότερο στην καταστολή των μεσαζόντων που ονομάζονται διαχειριστές παροχών φαρμακείου, προκειμένου να βελτιώσει την πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες. Πολλές φαρμακοβιομηχανίες δε ελπίζουν ότι θα δουν αλλαγές στον νόμο του Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού -IRA- ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν να κάνουν τα φάρμακα πιο προσιτά, αλλά που η βιομηχανία θεωρεί απειλή για την καινοτομία και τα κέρδη της.
Οι δηλώσεις από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Pfizer, Αλβέρτο Μπουρλά είναι χαρακτηριστικές από το κλίμα που επικρατεί στον κλάδο:
«Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που σκέφτονται για τον κλάδο μας ότι οι κίνδυνοι υπερτερούν των ευκαιριών. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ανάμεσά τους και εγώ, που πιστεύουν ότι οι ευκαιρίες υπερτερούν των κινδύνων. Υποθέτω ότι θα δούμε…Αυτό που κάνουμε ως βιομηχανία, και ως Pfizer, είναι η συνεργασία με τη νέα διοίκηση… Έχουμε πολύ παραγωγικές δεσμεύσεις και προσπαθούμε να εξηγήσουμε τις θέσεις μας».
Ωστόσο, ορισμένα στελέχη αναγνώρισαν τις αβεβαιότητες γύρω από τη νέα κυβέρνηση, όπως οι αντιεμβολιαστικές απόψεις του Robert F. Kennedy Jr., της επιλογής του Ντόναλντ Τραμπ για το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών. Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας φοβούνται ότι αν επικυρωθεί ο διορισμός του από το Κογκρέσο, ο Κένεντι μπορεί να μην κάνει πολλά για να σταματήσει τις εγκρίσεις εμβολίων, αλλά θα μπορούσε να απομακρύνει τους Αμερικανούς από τα εμβολιαστικά προγράμματα.
Η μεταρρύθμιση του PBM στο επίκεντρο
Οι διαχειριστές παροχών φαρμακείου – PBM- βρίσκονται στο κέντρο της αλυσίδας εφοδιασμού φαρμάκων στις ΗΠΑ και διαπραγματεύονται εκπτώσεις με τους κατασκευαστές φαρμάκων για λογαριασμό ασφαλιστών, μεγάλων εργοδοτών και άλλων. Δημιουργούν επίσης λίστες φαρμάκων που καλύπτονται από τις ασφαλιστικές και αποζημιώνουν τα φαρμακεία για τις συνταγές που εκτελούν.
Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου - εφεξής FTC - δημοσίευσε τον Ιούλιο του 2024 μια ενδιάμεση έκθεση που περιλάμβανε στοιχεία από την πολύχρονη έρευνα της Επιτροπής για τους διαχειριστές παροχών φαρμακείου, η οποία διεξάγεται από το 2022.
Σύμφωνα με την έκθεση, έξι από τις μεγαλύτερες εταιρείες PBM χειρίστηκαν σχεδόν το 95% των συνταγών που πληρώθηκαν στις ΗΠΑ.
Η Επιτροπή επικεντρώθηκε στη διόγκωση του κόστους της ινσουλίνης εξαιτίας των πρακτικών των μεσαζόντων και κατέληξε ότι τρεις από τους μεγαλύτερους παρόχους φαρμακείων χειραγωγούν την αλυσίδα εφοδιασμού φαρμάκων προκειμένου να εμπλουτίζουν τα ακριβότερα και ανεξάρτητα φαρμακεία των ΗΠΑ.
Οι μεσάζοντες στην ουσία κατηγορούνται ότι υπερχρεώνουν τα ασφαλιστικά προγράμματα για τα οποία διαπραγματεύονται εκπτώσεις φαρμάκων, πληρώνουν ελάχιστα τα φαρμακεία για τη χορήγηση συνταγών και αποτυγχάνουν να μεταφέρουν τις εκπτώσεις αυτές στους ασθενείς.
Η FTC είχε «φωτογραφίσει» τον Ιούλιο τους τρεις μεγαλύτερους διαχειριστές παροχών φαρμακείου που ανήκουν ή συνδέονται με ασφαλιστικές εταιρείες υγείας: την Οptum Rx που είναι ο πάροχος υπηρεσιών φαρμακείου της UnitedHealth Group, την Caremark της CVS Health – η CVS εξαγόρασε το 2007 την Caremark, ενώ το 2014 και το 2015 εξαγόρασε τις Coram, Omnicare, Navarro Discount Pharmacy και όλα τα 1.600 φαρμακεία και κλινικές της Target - και την Εxpress Scripts της Cigna.
Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η εν λόγω έρευνα για τις τιμές της ινσουλίνης εξέτασε επίσης τις ευθυνες των κατασκευαστών φαρμάκων. (σ.σ:Υπόψιν ότι η Eli Lilly, η γαλλική φαρμακευτική εταιρεία Sanofi και η δανική φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk ελέγχουν περίπου το 90% της αγοράς ινσουλίνης στις ΗΠΑ).
Ο αντίλογος στις κατηγορίες της FTC από τους διαχειριστές παροχών φαρμακείων είναι ότι οι τιμές της ινσουλίνης και άλλων φαρμάκων καθορίζονται από τους κατασκευαστές τους, οι οποίοι έχουν αυξήσει επανειλημμένα τις τιμές καταλόγου. Οι κατασκευαστές λοιπόν είναι υπεύθυνοι για τις υψηλές τιμές, ενώ οι διαχειριστές παροχών φαρμακείων προσπαθούν να καταπολεμήσουν αυτές τις υψηλές τιμές και να μειώσουν το κόστος χιλιάδων φαρμάκων για τους ασθενείς.
Οι φαρμακοποιοί από την πλευρά τους ισχυρίζονται ότι οι εκπτώσεις και οι αμοιβές που εισπράττουν οι μεσάζοντες, τους αναγκάζουν να αυξήσουν τις τιμές καταλόγου για τα προϊόντα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν και το Κογκρέσο αύξησαν την πίεση στις PBM, επιδιώκοντας να αυξήσουν τη διαφάνεια στις δραστηριότητές τους.
Το Κογκρέσο όμως απέρριψε τις δικομματικές μεταρρυθμίσεις του PBM στο τελικό πακέτο δαπανών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στα τέλη του περασμένου έτους.
Οι τρεις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί η φαρμακοβιομηχανία
Ωστόσο, η φαρμακευτική βιομηχανία είναι φέτος αισιόδοξη ότι θα δει τη μεταρρύθμιση των PBM, καθώς ο Τραμπ και οι νομοθέτες και από τα δύο μέρη ανησυχούν για την πρακτική τους, σύμφωνα με όσα δήλωσε στο συνέδριο της JPMorgan ο Stephen Ubl, o Διευθύνων Σύμβουλος της Pharmaceutical Research and Manufacturers of America.
Πράγματι, στο συνέδριο της JPMorgan φάνηκε ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι συγκρατημένα αισιόδοξες ότι μετά από χρόνια σκληρής στάσης από τον Τζο Μπάιντεν για τον κλάδο, έρχονται πιο φωτεινές μέρες υπό την κυβέρνηση Τραμπ όσον αφορά την καταστολή των πρακτικών των διαχειριστών παροχών φαρμακείων.
Η αισιοδοξία αυτή τροφοδοτήθηκε κυρίως από μια συνέντευξη του Προέδρου των ΗΠΑ τον Δεκέμβριο, στην οποία είχε επισημάνει ότι θα στοχεύσει τις πρακτικές των διαχειριστών παροχών φαρμακείου. Για την ακρίβεια είχε δηλώσει ότι: «Θα βγάλουμε νοκ άουτ τον μεσάζοντα. Θα μειώσουμε το κόστος των φαρμάκων σε επίπεδα που κανείς δεν έχει ξαναδεί».
Τρεις είναι οι βασικές μεταρρυθμίσεις που θέλει να δει η βιομηχανία σύμφωνα με τον Stephen Ubl: η πρώτη είναι το «σπάσιμο του δεσμού» μεταξύ της τιμής καταλόγου ενός φαρμάκου και του τρόπου με τον οποίο αποζημιώνονται οι διαχειριστές παροχών φαρμακείου.
Επί του παρόντος, η υψηλότερη τιμή ενός φαρμάκου που καλύπτεται, οδηγεί σε μεγαλύτερες πιθανές εκπτώσεις, μέρος των οποίων οι εταιρείες PBM μπορούν να κρατήσουν ως κέρδος. Αυτό δίνει κίνητρα στους μεσάζοντες να κατευθύνουν τους ασθενείς προς φάρμακα υψηλότερης τιμής και να κρατούν φθηνότερα γενόσημα και βιοομοειδή φάρμακα εκτός ασφαλιστικών τύπων ή καταλόγων φαρμάκων που καλύπτονται από τις ασφάλειες.
Η δεύτερη μεταρρύθμιση είναι να διασφαλιστεί ότι οι εκπτώσεις φτάνουν στους ασθενείς στο γκισέ του φαρμακείου, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αναβίωση της προηγούμενης πρότασης του Τραμπ κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του.
Η τρίτη μεταρρύθμιση είναι η αύξηση της διαφάνειας γύρω από το επιχειρηματικό μοντέλο των PBM, καθώς οι εκπτώσεις που εισπράττουν και οι πρακτικές σήμανσης είναι «σε μεγάλο βαθμό αδιαφανείς» για τους ασφαλιστές και τους άλλους ενδιαφερόμενους.
Παρεμφερείς απόψεις εξέφρασαν και άλλα στελέχη της αγοράς στο συνέδριο της JPMorgan.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eli Lilly για παράδειγμα δήλωσε ότι «Γνωρίζουμε την αλυσίδα εφοδιασμού, οι εταιρείες PBM δεν είναι αρκετά διαφανείς και θα πρέπει να μπορούμε να μεταφέρουμε περισσότερες από αυτές τις εξοικονομήσεις απευθείας στους καταναλωτές».
Οι εταιρείες PBM όπως αναφέραμε και πιο πάνω αρνούνται ότι συμβάλλουν στις υψηλότερες τιμές των φαρμάκων και συχνά μεταθέτουν την ευθύνη στις φαρμακοβιομηχανίες που καθορίζουν τις αρχικές τιμές καταλόγου για τα φάρμακα πριν από τις διαπραγματεύσεις. Η Express Scripts, μια από τα τρεις μεγαλύτερες PBM στις ΗΠΑ, ισχυρίζεται ότι περνά πάνω από το 95% των εκπτώσεων στους πελάτες των προγραμμάτων υγείας.
Κορυφαία στελέχη του κλάδου δήλωσαν επίσης ότι είναι ανοιχτά σε αυξημένη διαφάνεια γύρω από τις επιχειρήσεις τους, αν και δεν έχουν κάνει ακόμη σημαντικές αλλαγές σε αυτό το μέτωπο.
Πόσο πιθανές είναι οι αλλαγές στις διαπραγματεύσεις των τιμών φαρμάκων Medicare
Η φαρμακευτική βιομηχανία ελπίζει επίσης ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να συνεργαστεί με το Κογκρέσο για να αναθεωρήσει ένα κομμάτι του IRA, του νόμου για τον πληθωρισμό της κυβέρνησης Μπάιντεν, που επιτρέπει στη Medicare να διαπραγματεύεται τις τιμές των φαρμάκων με τους κατασκευαστές, μια δημοφιλής πολιτική που θα μπορούσε να αποφέρει σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τους ηλικιωμένους ασθενείς.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ξεκίνησε τον δεύτερο κύκλο αυτής της διαδικασίας λίγες ημέρες πριν την ανάληψη της σκυτάλης από τον Ντόναλντ Τραμπ,αποκαλύπτοντας τα επόμενα 15 φάρμακα που επιλέχθηκαν για τις συνομιλίες επί της τιμής.
Η αλλαγή όμως του ΙRA δεν είναι εύκολη. Στελέχη της αγοράς επισημαίνουν την ανεπιτυχή προσπάθεια του Τραμπ να καταργήσει και να αντικαταστήσει τον νόμο για την προσιτή φροντίδα κατά την πρώτη του διακυβέρνηση, ακόμη και όταν είχε τον έλεγχο της Βουλής και της Γερουσίας. (σ.σ:Ο νόμος αυτός επέκτεινε την ασφαλιστική κάλυψη για ανασφάλιστους ασθενείς).
Εμπειρογνώμονες της πολιτικής υγείας δήλωσαν σε ρεπορτάζ του CNBC ότι φαίνεται απίθανο ο Τραμπ να θέλει να καταργήσει τις προσπάθειες για μείωση των τιμών των φαρμάκων, ένα ζήτημα που απασχολεί σχεδόν όλους τους Αμερικανούς.
Ωστόσο, ο κλάδος θα συνεχίσει να παλεύει κατά του νόμου, καθώς οι φαρμακοβιομηχανία υποστηρίζει ότι η διάταξη θα μειώσει τα κέρδη της, θα εμποδίσει τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη για ορισμένα φάρμακα και θα οδηγήσει σε ανεπιθύμητες συνέπειες για τους ασθενείς, όπως λιγότερες θεραπείες και υψηλότερα ασφάλιστρα.
Η βιομηχανία υποστηρίζει επίσης ότι η διαδικασία στην ουσία είναι «καθορισμός τιμών με εντολή της κυβέρνησης» και όχι διαπραγματεύσεις, καθώς οι εταιρείες που δεν συμφωνούν με τις συνομιλίες πρέπει είτε να πληρώσουν ειδικό φόρο κατανάλωσης είτε να αποσύρουν όλα τα φάρμακά τους από τις αγορές Medicare και Medicaid.
Ο Ubl της PhRMA επισήμανε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα με το νόμο είναι αυτό που ο κλάδος αποκαλεί «τιμωρία των χαπιών». Ο νόμος ουσιαστικά προστατεύει προϊόντα όπως τα εμβόλια από νέες τιμές διαπραγμάτευσης για 13 χρόνια αφότου λάβουν την έγκριση της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, σε σύγκριση με μόλις εννέα χρόνια για φάρμακα που διατίθενται σε μορφή χαπιού ή δισκίου.
Ο κλάδος υποστηρίζει ότι αυτή η απόκλιση αποθαρρύνει τις εταιρείες να επενδύσουν στην ανάπτυξη φαρμάκων σε μορφή χαπιού, τα οποία όμως είναι πιο βολικά για τους περισσότερους ασθενείς.
Λιγότερα φάρμακα σε μορφή χαπιού πιθανότατα θα σημαίνουν λιγότερες φθηνότερες γενόσημες εκδοχές τους στην αγορά των ΗΠΑ, δήλωσε με τη σειρά του ο Ricks της Eli Lilly κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της JP Morgan.
Πάντως ο Ricks εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι η εταιρεία του θα συνεργαστεί με την κυβέρνηση Τραμπ για να επεκτείνει την πρόσβαση σε φάρμακα για την παχυσαρκία.
Υπενθυμίζουμε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν πρότεινε να επιτραπεί στο Medicare να καλύπτει φάρμακα για την παχυσαρκία, με τιμές καταλόγου περίπου 1.000 δολαρίων, αλλά δεν είναι σαφές εάν ο Τραμπ θα ολοκληρώσει αυτό το σχέδιο.
Ωστόσο, ο Ricks εκτιμά ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα είναι δεκτική στις ιδέες της Eli Lilly, όπως κατά την πρώτη θητεία της.
Ο Μπουρλά της Pfizer δήλωσε επίσης ότι βλέπει τη δυνατότητα δημιουργίας προγραμμάτων που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη θεραπειών για τον καρκίνο, καθώς ο Τραμπ είναι «πολύ επικεντρωμένος» στον καρκίνο.
Μαίρη Βενέτη
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.