Ενάμιση χρόνο από τότε που ξεκίνησαν οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, αυτά έχουν φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα από την εποχή της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης και έχουν παρασύρει ανοδικά τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης. Φυσική συνέπεια είναι η σημαντική άνοδος του κόστους δανεισμού των κρατών της Ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της (δυτικής) Ευρώπης.
Κάθε νέο ομόλογο που εκδίδει ένα κράτος ανεβάζει το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού και στριμώχνει περισσότερο τα δημόσια οικονομικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η περιπέτεια της πανδημίας και το σοκ της ενεργειακής κρίσης του 2022 έχουν ήδη κοστίσει πολύ στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών και έχουν ανεβάσει κατά πολύ το δημόσιο χρέος τους.
Η μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού προκαλεί σημαντικές δυσκολίες την στιγμή που όλες οι χώρες πρέπει ταυτόχρονα να επιστρέψουν σε πιο πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, καθώς η χαλάρωση των κανόνων του συμφώνου σταθερότητας λόγω των συνεπειών της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία περνά σταδιακά στο παρελθόν.
Ακόμα όμως και αν καθυστερήσει λίγο ακόμα η επιστροφή στην πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική και στη μείωση των ελλειμμάτων, υπάρχει πάντα και η απειλή των αγορών. Οι επενδυτές γνωρίζουν πως η εποχή του εύκολου και φθηνού δανεισμού ανήκει στο παρελθόν και είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν πολύ πιο αυστηρά κάθε δημοσιονομικό παραστράτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης των αγορών είναι η αντίδρασή τους στο οικονομικό πρόγραμμα της τότε πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Λιζ Τρας, το φθινόπωρο του 2022.
Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική την οποία εξήγγειλε προκάλεσε τόσο μεγάλες πιέσεις στις τιμές των κρατικών ομολόγων της χώρας που η Τρας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και το οικονομικό της πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε αμέσως. Την κατάσταση κάνει χειρότερη και η αδυναμία των πιο πολλών ευρωπαϊκών κρατών να επιτύχουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο στην προσπάθεια μείωσης της αναλογίας χρέους προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δεν κάνει καθόλου εντύπωση η επιστροφή των φόβων για μία νέα κρίση χρέους στην περιοχή της Ευρώπης. Οι δηλώσεις του Λουίς ντε Γκίντος, αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πριν από λίγες μέρες μας δίνουν μία ένδειξη για το τι ανησυχεί την ΕΚΤ.
Όπως είπε ο Ισπανός αξιωματούχος, «η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης σε συνδυασμό με όχι πολύ συνετές δημοσιονομικές πολιτικές θα μπορούσαν να αυξήσουν τις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα των κρατικών χρεών, ειδικά για τις χώρες με ήδη υψηλά επίπεδα χρέους».
Στην ουσία ο Ντε Γκίντος μας προειδοποιεί και μας λέει πως αν δεν κινηθούμε συνετά θα μπορούσε να εμφανιστεί μία νέα κρίση χρέους στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, βέβαια, προσπάθησε να ελαφρύνει τα πράγματα αναφερόμενος στις τωρινές διαφορές απόδοσης μεταξύ του γερμανικού ομολόγου αναφοράς και των αντίστοιχων των υπόλοιπων κρατών της Ευρωζώνης, οι οποίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και δείχνουν πως – προς το παρόν τουλάχιστον – οι ανησυχίες δεν είναι μεγάλες.
Για να μην κρυβόμαστε, είναι φανερό πως ο ντε Γκίντος, όπως και οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές και δημοσιογράφοι, αναφέρεται στα «σπρεντ» μεταξύ των ομολόγων της Γερμανίας και αυτών των περιφερειακών χωρών, δηλαδή της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας που αποτελούν τους «συνήθεις υπόπτους».
Γρήγορα μπορεί κανείς να καταλάβει όμως πως ο πραγματικός φόβος επικεντρώνεται σε μία χώρα. Όχι στην Πορτογαλία, η οποία αναβαθμίστηκε πρόσφατα από τον οίκο Fitch ούτε στην Ισπανία, παρά τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο.
Σίγουρα όχι στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην πιο καλή θέση από την τετράδα (και από άλλες χώρες της Ευρωζώνης), καθώς η ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ, η καλή εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και το γεγονός πως για αρκετά χρόνια ακόμα δεν θα έχει μεγάλες ανάγκες δανεισμού την προστατεύουν αποτελεσματικά από τους κινδύνους της εποχής.
Προφανώς, το πρόβλημα για την Ευρωζώνη είναι αυτή την στιγμή το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, κάτι που φαίνεται αμέσως από το γεγονός πως το «σπρεντ» των ομολόγων της από τα αντίστοιχα γερμανικά είναι σαφώς υψηλότερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας της Ευρωζώνης. Δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί η στάση των αγορών απέναντι στην Ιταλία.
Η ανάπτυξή του ΑΕΠ της για το 2024 προβλέπεται να είναι της τάξης του 0,70% (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ), χαμηλότερη από κάθε άλλη χώρα της Ευρωζώνης και πολύ πιο κάτω από ό,τι προβλέπεται για την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Το χρέος της είναι ήδη πολύ υψηλό και φθάνει στο 140% του ΑΕΠ. Το 2024 θα πρέπει να δανειστεί μέσω εκδόσεως ομολόγων κοντά στα 550 δισεκατομμύρια Ευρώ, σύμφωνα με την τράπεζα Intesa Sanpaolo, 46 δισ. περισσότερο από το 2023. Και από δημοσιονομικής απόψεως τα πράγματα δεν είναι καλά, τουλάχιστον για τα κριτήρια των αγορών, αφού πριν μερικές εβδομάδες η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι παρουσίασε ένα σχέδιο προϋπολογισμού πολύ πιο χαλαρό από αυτό που επιτάσσουν οι συνθήκες της εποχής.
Κατά σύμπτωση, σήμερα το βράδυ μετά τη λήξη της συνεδρίασης των αμερικανικών αγορών θα μάθουμε την απόφαση του οίκου αξιολόγησης Moody’s για την πιστοληπτική ικανότητα του ιταλικού δημοσίου. Το γεγονός πως ο οίκος έχει δώσει στην Ιταλία την χαμηλότερη αξιολόγηση από όλους τους άλλους οίκους και την έχει τοποθετήσει μόλις ένα σκαλοπάτι πάνω από την κατηγορία των επενδυτικών σκουπιδιών σημαίνει πως αν σήμερα αποφασίσει να την υποβαθμίσει, η Ιταλία θα γίνει η πρώτη χώρα της ομάδας G7 με αξιολόγηση junk και βέβαια η χώρα της Ευρωζώνης με την χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα.
Στην περίπτωση που έρθει η υποβάθμιση, οι συνέπειες θα είναι πολύ σημαντικές και οι μακρινοί φόβοι του Λουίς ντε Γκίντος για νέα κρίση χρέους μπορεί να έρθουν ξαφνικά πολύ κοντά. Σίγουρα θα δούμε πολύ μεγάλη άνοδο του «σπρεντ» με τα γερμανικά ομόλογα και αν αρχίσει να παρατηρείται μετάδοση της αναταραχής και στα ομόλογα των άλλων χωρών, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη συνέχεια.
Αρκετοί αναλυτές από αυτούς που μίλησαν στο Bloomberg και το Reuters πιθανολογούν πως σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι αναγκαία η παρέμβαση της ΕΚΤ. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο εύκολο γιατί μπορεί να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την πολιτική τιθάσευσης του πληθωρισμού. Δεν χρειάζεται όμως να αναφερθούμε πολύ σε υποθετικά σενάρια καθώς είναι φανερό πως σε περίπτωση υποβάθμισης τα πράγματα σίγουρα θα είναι πολύ δύσκολα για την Ιταλία και πιθανότατα για τις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων. Θα το κάνει όμως η Moody’s;
Αν ακούσουμε την πλειοψηφία των αναλυτών, η πιθανότητα να γίνει η υποβάθμιση είναι πολύ μικρή, κυρίως γιατί ο οίκος αξιολόγησης γνωρίζει την αναταραχή που θα μπορούσε να προκαλέσει μία τέτοια κίνηση και δεν θέλει να πάρει αυτό το ρίσκο. Θα μπορούσε ίσως να κάνει μία «ντρίπλα» και να εφεύρει κάποιον λόγο για να αναβάλει την προγραμματισμένη αξιολόγηση. Μάντεις βέβαια δεν είμαστε, αλλά υποθέτουμε πως η Ιταλία δεν θα υποβαθμιστεί, τουλάχιστον ακόμα.
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την μελλοντική υποβάθμιση, ανάλογα με το τι θα κάνει η κυβέρνηση της Ρώμης στον δημοσιονομικό τομέα. Αν αποφασίσει να αψηφήσει τις προειδοποιήσεις των αγορών και της ΕΚΤ, τότε η αρνητική αντίδραση του οίκου αξιολόγησης θα γίνει πολύ πιο πιθανή. Σε μία τέτοια περίπτωση, είναι βέβαιο πως στην έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη θα σημάνει ένας κανονικός «κόκκινος συναγερμός».