Ο αρχικός ενθουσιασμός για τις προοπτικές των εταιρειών κατασκευής chips, δείχνει να υποχωρεί, όχι μόνο των δηλώσεων από την πλευρά προβεβλημένων στελεχών του χώρου της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ), αλλά και από τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώνονται.
Ο κορυφαίος κατασκευαστής chips της Ταϊβάν, TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Co) που έχει προβεί στην ανάπτυξη βιομηχανικής παραγωγής στο Φοίνιξ της Αριζόνας στις ΗΠΑ, ανακοίνωσε μείωση πωλήσεων κατά 10% και μείωση των καθαρών κερδών κατά 23% για το Q2 του 2023. Και μάλιστα προέβη στην πρόβλεψη της αποκλιμάκωσης των περιθωρίων μεικτών κερδών στο 51,5% από 54,1% και των λειτουργικών κερδών στο 38% από 42%.
Ο CEO της TSMC C. C. Wei, απευθυνόμενος στους μετόχους ανέφερε ότι παρ' όλο που η ζήτηση για chips από το ψηφιακό οικοσύστημα του ΑΙ, διαρκώς αυξάνεται, η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης και η εμφάνιση σημείων ύφεσης μαζί με την αύξηση των επιτοκίων, έχουν βάλει φρένο στη ζήτηση για chips από το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά της TSMC, που προς το παρόν έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της φιλόδοξης επέκτασης της εταιρείας στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζει η Foxconn στην Ινδία. H Foxconn από την Ταϊβάν είναι ο βασικός κατασκευαστής των Apple iPhones, που αποφάσισε να εισέλθει στο χώρο της κατασκευής chips. Η Apple στην προσπάθεια της να απεξαρτηθεί από την παραγωγική της δραστηριότητα στην Κίνα, ζήτησε από τις συνεργάτες της να μεταφέρουν τις δραστηριότητες της σε πιο «ασφαλείς» κι «φιλικές» χώρες όπως είναι η Ινδία και το Βιετνάμ.
Έτσι, η Foxconn προχώρησε σε κοινή επένδυση ύψους $19,5 δισ. με το επιχειρηματικό γκρουπ Vedanta που δραστηριοποιείται στη μεταλλουργία και στην πετρελαϊκή βιομηχανία. H επένδυση δεν αφορά στον τομέα της συναρμολόγησης των Apple iPhones, αλλά τον τομέα της κατασκευής chips.
Το επιχειρηματικό πλάνο ήταν σωστό. Η εκρηκτική άνοδος του ΑΙ, είχε δώσει ήδη ώθηση σε παρόμοιες εταιρείες όπως είναι η TSMC, η Samsung και η Micron. Βέβαια, οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις ήταν ήδη καλά τοποθετημένες στον τομέα της κατασκευής chips, έχοντας ήδη επενδύσει δεκάδες $ δισ. στην έρευνα, ανάπτυξη και υλοποίηση των αναγκαίων βιομηχανικών παραγωγικών γραμμών.
Η Foxconn αποπειράθηκε να αποκτήσει τεχνογνωσία μέσω της δημιουργίας joint venture με την Yageo Corporation και μέσω της εξαγοράς της Macronix ήδη από το 2021. Ωστόσο, στην πορεία κρίθηκε απαραίτητο στην κοινοπραξία με την Vedanta, να αναζητηθεί και η μετοχική συμμετοχή της STMicroelectronics, που θα παρείχε την απαιτούμενη τεχνογνωσία.
Η αποχώρηση της STMicroelectronics από την κοινοπραξία, οδήγησε σε ένα δυσαναπλήρωτο κενό το οποίο δεν επέτρεψε στο joint venture Foxconn – Vedanta, να επιτύχει την είσοδο στο χώρο παρά την ισχυρή κεφαλαιακή και χρηματοδοτική βάση. Διότι έλειπε το «know how».
Τι μας διδάσκει η περίπτωση της Foxconn; Ότι η τεχνογνωσία που απαιτείται για την είσοδο ενός νέου παίκτη σε έναν ανταγωνιστικό κλάδο όπως είναι αυτός της κατασκευής chips, είναι πιο σημαντική από τα κεφάλαια που στηρίζουν την επένδυση. Ειδικά όταν η τεχνογνωσία βρίσκεται σε λίγα χέρια που «μονοπωλούν» την παγκόσμια αγορά. Η απόκτηση της οποίας χρειάστηκε περισσότερο από μια 20ετία επενδύσεων, έρευνας, ανάπτυξης, και εκπαίδευσης.
Ο συνδυασμός της τεχνογνωσίας της συναρμολόγησης Apple iPhones που συνοδεύει της Foxconn και των κεφαλαίων του βιομηχανικού ινδικού κολοσσού Vedanta, αποδείχθηκε ανεπαρκής και δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο κλάδος των chips, αποδείχθηκε πως είναι πολύ πιο δύσκολος και απαιτητικός. Και οι ήδη εδραιωμένες εταιρείες διατηρούν το προβάδισμα.