Έννοιες όπως είναι οι δασμοί και ο οικονομικός προστατευτισμός κυριαρχούν αυτές τις ημέρες στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, ύστερα από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. H επιβολή δασμών σε μια σειρά από προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, αποτελεί μέρος του οπλοστασίου των Αμερικανικών κυβερνήσεων που χρησιμοποιείται στον εμπορικό πόλεμο απέναντι στην Κίνα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ποια είναι η λογική πίσω από την επιβολή δασμών;
Ο βασικός στόχος είναι τα εισαγόμενα προϊόντα να καταστούν ακριβότερα από τα εγχώρια, για τους καταναλωτές. Έτσι ώστε οι τελευταίοι να αναγκαστούν να αγοράζουν εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα τα οποία θα παραμένουν φθηνότερα, τουλάχιστον κατά το ποσοστό των δασμών που έχουν επιβληθεί στα εισαγόμενα Στο ζύγι ανάμεσα στην ποιότητα και την τιμή, άλλες φορές βαραίνει περισσότερο η τιμή και άλλες φορές η ποιότητα. Εάν βαραίνει η τιμή τότε οι καταναλωτές στρέφονται στο φθηνότερο στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή. Εάν βαραίνει η ποιότητα, τότε οι καταναλωτές επιλέγουν το ακριβότερο καταβάλλοντας μέσα στην τιμή και τους αναλογούντες δασμούς που αποτελούν με τη σειρά τους έσοδα του Αμερικανικού Δημοσίου.
Είναι προφανές ότι τους δασμούς απέναντι στα ευρωπαϊκά προϊόντα που θα υπολογίζονται στο 10% και 20% και απέναντι στα κινεζικά προϊόντα που θα κυμαίνονται ανάμεσα στο 60% και στο 100%, δεν τους πληρώνουν οι εταιρείες που τα παράγουν, αλλά οι Αμερικανοί καταναλωτές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι αυξάνονται οι δαπάνες των νοικοκυριών για το ίδιο «καλάθι προϊόντων» που αγόραζαν προηγουμένως. Με αποτέλεσμα να μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη και να ανεβαίνει ο πληθωρισμός.
Παράλληλα, ο παραγωγικός ιστός της αμερικανικής πραγματικής οικονομίας, που αγοράζει βιομηχανικές πρώτες ύλες, ημιτελή προϊόντα, ανταλλακτικά από ξένες χώρες, θα πληρώνει και αυτός με τη σειρά του δασμούς. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει αύξηση του κόστους παραγωγής, η οποία αν απορροφηθεί από τις εταιρείες θα οδηγήσει σε μείωση της κερδοφορίας τους, των μερισμάτων που διανέμουν και της πορείας της μετοχής τους στα χρηματιστήρια. Αν δεν απορροφηθεί αυτό το επιπλέον κόστος, τότε αναγκαστικά θα «περάσει στους καταναλωτές», διότι αναγκαστικά θα αυξηθεί η τελική τιμή στο «ράφι». Οπότε και πάλι, κτυπάει την πόρτα ο πληθωρισμός.
Η επιβολή δασμών έχει μια άλλη πτυχή που δεν φωτίζεται συχνά. Για παράδειγμα, ένα εισαγόμενο προϊόν από την Κίνα πριν από την επιβολή των δασμών πωλείται προς $90, ενώ το αντίστοιχο προϊόν που παράγεται στις ΗΠΑ πωλείται προς $100. Με την επιβολή του δασμού της τάξης του 60%, ώστε το κινεζικό προϊόν να καταστεί ακριβότερο και λιγότερο ελκυστικό, η τιμή του θα φτάσει στα $144. Μετά από αυτήν την εξέλιξη ποιος εμποδίζει τον Αμερικανό παραγωγό να ανεβάσει την τιμή του δικού του προϊόντος στα $120 ή και $130; Αφού θα παραμένει φθηνότερο από το αντίστοιχο κινέζικο, αλλά τελικά θα είναι πιο ακριβό, για τον καταναλωτή.
Ίσως, ο πλέον αρνητικός καταλύτης από την υιοθέτηση των δασμών, ως οικονομικό όπλο, είναι ο κίνδυνος επανάπαυσης και αδράνειας της παραγωγικής μηχανής. Οι δασμοί αποτελούν μια καλή ασπίδα, απέναντι σε εισαγόμενα προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας, καινοτομίας αιχμής και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δηλαδή οι δασμοί λειτουργούν προστατευτικά, για τις αμερικανικές εταιρείες. Με αποτέλεσμα να χαλαρώνουν και να εξασθενούν οι συνθήκες ανταγωνισμού, οι ανάγκες για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων και να υποχωρούν οι επενδύσεις στην καινοτομία. Αφού οι χαμηλές τιμές των προϊόντων από μόνες τους λειτουργούν σαν ένα μαξιλάρι ασφαλείας, απέναντι σε πιο προηγμένα εισαγόμενα προϊόντα τα οποία γίνονται πολύ πιο ακριβά.
Επομένως, σε θεωρητικό επίπεδο η επιβολή δασμών μπορεί να θωρακίσει την παραγωγική μηχανή μιας χώρας έναντι των εισαγωγών και να την ενισχύσει, ενώ παράλληλα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων. Ωστόσο, μπορεί να αυξήσει το κόστος παραγωγής, να ισχυροποιήσει τον πληθωρισμό, να μειώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, να επηρεάσει τις πολιτικές της Κεντρικής Τράπεζας, να μειώσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και να αποδυναμώσει την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και την ανάγκη για καινοτομία.