Η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2023, η εξαιρετική επίδοση στο πρωτογενές πλεόνασμα και στη μείωση του χρέους μαζί με το θετικό outlook από την S&P στην ελληνική οικονομία, ήταν ένα παράθυρο ευκαιρίας που δεν έπρεπε να πάει χαμένο.
Τέτοια θετική συγκυρία για να βγει η Ελλάδα στις αγορές, ίσως και σήμερα αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, και μάλιστα με 30ετές ομόλογο, το πρώτο από το 2021, ενδεχομένως να μην ξαναβρίσκαμε μπροστά μας. Έπαιξαν πολύ κρίσιμο ρόλο τα παραπάνω στην απόφαση για τη δεύτερη μεγάλη φετινή έξοδο της χώρας, έπειτα από την έκδοση του 10ετούς τον Ιανουάριο.
Στο τάιμινγκ όμως μέτρησε πολύ σοβαρά κάτι ακόμη. Το γεγονός ότι από εδώ και πέρα το μονοπάτι μπροστά είναι στρωμένο με πολιτικά αγκάθια, οι δύο πιο κρίσιμες εκλογές του 2024 υπόσχονται κλυδωνισμούς, οι εστίες αποσταθεροποίησης στο παλνήτη παγιώνονται.
Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, ο κίνδυνος ανόδου της ακροδεξιάς, περισσότεροι δημαγωγοί και λαικιστές στην Ευρωβουλή, εύκολα μπορούν να προκαλέσουν αναταράξεις στις αγορές. Ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι τέτοιο ώστε να μην επηρεαστούν. Η εύφλεκτη πάντως ύλη για τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, τις οποίες υποδαυλίζουν και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, είναι εκεί.
Η έτερη απάντηση στο γιατί «τώρα» συνδέεται με τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από την αναστάτωση που είχε προκαλέσει στην Ευρώπη, η προειδοποίηση του Τραμπ προς τις χώρες- μέλη του ΝΑΤΟ για τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Δηλαδή ότι κατά τον ίδιο, για να λάβει ένα κράτος βοήθεια από τις ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης από τη Ρωσία (με βάση το άρθρο 5), θα πρέπει να έχει εκπληρώσει τον συμφωνημένο στόχο για αμυντικές δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ του. Τουλάχιστον 19 από τα 30 μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν λιγότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2023.
Τυχόν εκλογή του Τραμπ και επιμονή του στο συγκεκριμένο θέμα, θα μπορούσε ακόμη και να τινάξει στον αέρα τα δημοσιονομικά σύμφωνα και τα σχέδια βιωσιμότητας του χρέους που έχουν κάνει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Σε ένα τέτοιο δυστοπικό σενάριο, η ΕΕ θα μπορούσε να μπει σε ένα φαύλο κύκλο αναταραχής και αβεβαιότητας, που με τη σειρά του θα έφερνε volatility στις αγορές.
Κανείς με άλλα λόγια δεν εγγυάται ότι μετά τον Ιούνιο και με επικείμενες τις εκλογές των ΗΠΑ, οι διεθνείς συνθήκες θα είναι καλύτερες απ' ότι σήμερα για να κερδίσει η Ελλάδα ένα ακόμη μήνυμα εμπιστοσύνης από τους ξένους επενδυτές.
Δουλειά άλλωστε του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) είναι να «βλέπει» τα ρίσκα και να προσπαθεί να τα αντισταθμίσει ακόμη και αν δεν συμβούν ποτέ. Και στη προκειμένη περίπτωση, η πιθανότητα για αύξηση του κινδύνου συγκριτικά με σήμερα είναι αρκετά υψηλή.
Σε αδρές γραμμές αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από την επιλογή της παρούσας χρονικής συγκυρίας από την κυβέρνηση και τον ΟΔΔΗΧ για την πρώτη εδώ και τρία χρόνια, 30ετή έκδοση.
Κίνηση, η οποία δεν γίνεται για να καλύψει το Δημόσιο τις χρηματοδοτικές του ανάγκες. Αυτές είναι καλυμμένες. Τα 35,2 δισ. ευρώ διαθέσιμα και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες 5,8% του ΑΕΠ, όταν στην Ιταλία κινούνται στο 27-28% του ΑΕΠ, καθώς και τα 20 χρόνια μεσοσταθμικής διάρκειας του χρέους, είναι συνθήκες που δεν συναντά κάνεις παρά σε λίγες χώρες.
Αυτό που κάνει ο ΟΔΔΗΧ είναι να ξαναστήσει την καμπύλη χρέους της Ελλάδας, να τη βελτιώσει με νέες συμπληρωματικές εκδόσεις, να προσθέσει ένα νέο σημαντικό σημείο, την 30ετία.
Ούσα πλέον σε μια καινούργια εποχή η Ελλάδα, δηλαδή έχοντας ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, έχει δύο επιλογές: Είτε να συνεχίζει να βγάζει εκδόσεις χαμηλότερης διάρκειας και να «ανοίγει» υφιστάμενες για να βελτιώσει τη ρευστότητά τους, κάτι που κάνει ούτως ή άλλως κάθε μήνα ο ΟΔΔΗΧ μέσω των auctions.
Είτε να συμπληρώσει την καμπύλη με την εισαγωγή καινούργιων σημείων, όπως οι τρεις εκδόσεις ομολόγων στο τελευταίο έτος, ένα 5ετές, ένα 10ετές και ένα 15ετές. Τα μόνα που δεν είχε εκδώσει ήταν 20ετές και 30ετές. Και επειδή ο στόχος είναι να «κτίσει» ένα όσο πιο long σημείο, επέλεξε τη 30ετία.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η Ελλάδα έχει «κτίσει» 5 φορές την καμπύλη του χρέους της. Η πρώτη ήταν από τα κυμαινόμενα και τα έντοκα στα σταθερά την περίοδο 1997-1999. Η δεύτερη ήταν κατά τη μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ (1999-2010), η τρίτη ξεκίνησε με το PSI το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2017, η τέταρτη κάλυψε την περίοδο 2018- τέλη 2022 και η πέμπτη αφορά την καινούργια εποχή. Με την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή από τα τέλη του 2022 και μετά.
Κάθε χώρα και ειδικά εμείς, μετά από τα όσα συνέβησαν στη δεκαετία της κρίσης, τη καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας και την απολεσθείσα εμπιστοσύνη από τους πιστωτές μας, οφείλει να συντηρεί την καμπύλη με new money transaction. Με νέες εκδόσεις χρέους σε πέντε - εξι εμβληματικά σημεία, με αφετηρία τον 1 μήνα και κατάληξη τα 30 χρόνια.
Χρειάζεται με άλλα λόγια να μας ξαναεμπιστευτούν οι δανειστές μας (επενδυτές, οργανισμοί, τράπεζες) τώρα που έχουμε προβιβαστεί ξανά στα αξίοπιστα κράτη, στη νέα αυτή εποχή που διανύουμε ως χώρα, της αλλαγής κατηγορίας με την επενδυτική βαθμίδα. Δεν είναι αυτονόητο.