Αν και οι ελληνικές τράπεζες έφεραν καλύτερα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα στο πρώτο τρίμηνο φέτος, μειώνοντας τα «κόκκινα δάνεια», βελτιώνοντας τη δημιουργία κεφαλαίων και των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, ωστόσο η Goldman Sachs σε τελευταία έκθεσή της, λαμβάνει υπόψη το επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον και τις επιπτώσεις του. Δίνει νέες χαμηλότερες τιμές - στόχους με περιθώρια ανόδου από 8%-34% σε σχέση με τις τιμές της αγοράς.
Ο διεθνής οίκος, περιορίζει τις προσδοκίες για τις αποτιμήσεις, προβλέποντας μικρότερα κατά 3%-5% τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) για τις 4 συστημικές τράπεζες, αν και οι εκτιμήσεις της για ενσωματωμένη κερδοφορία το 2023 είναι θετικές συγκρινόμενες με παλαιότερες, προβλέποντας ROTE από 6,3% έως 9%, ανάλογα με την τράπεζα.
Εκτιμήσεις για τις 4 συστημικές τράπεζες
Η Goldman Sachs επαναφέρει την Εθνική Τράπεζα (από μη αξιολογούμενη) και δίνει τιμή στόχο 33% υψηλότερα από το προχθεσινό κλείσιμο, εντοπίζοντας καλύτερη τιμή προς λογιστική αξία σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό (στο 0,4 τώρα), έναντι 0,7 του ευρωπαϊκού μέσου όρου και εκτίμησης για 0,6 το 2023. Επίσης ο οίκος προβλέπει ενσωματωμένη κερδοφορία της Eurobank στο 9% (ROTE) και σημειώνει ότι έπιασε πολύ γρήγορα πρώτη τα ευρωπαϊκά δεδομένα των κεφαλαίων προς κόκκινα δάνεια, αλλά εκτιμά πως έχει σημειώσει ήδη άνοδο, οπότε τηρεί «ουδέτερη στάση», αν και βλέπει πιθανούς καταλύτες σύντομα για νέα αναθεώρηση.
Ταυτόχρονα, επαναφέρει τη σύσταση για «αγορά» στην Alpha Bank, που αποτυπώνει καλύτερα τα 3 στοιχεία (για ποιότητα στις πιστώσεις, κεφαλαιακά μαξιλάρια και δημιουργία κεφαλαίων) και περιμένει η τράπεζα να ευθυγραμμισθεί σε σημεία κλειδιά με τις ΕΤΕ και Eurobank στο 2024, παρά το discount 30% της αγοράς.
Για την Πειραιώς ο οίκος διατηρεί την ουδέτερη στάση και συνεχίζει να βλέπει θετικά τις προόδους που κάνει και επισημαίνει το discount σε σχέση με άλλους κυρίως λόγω των NPE ενώ δίνει τιμή 12% υψηλότερη από το κλείσιμο της 13ης Ιουλίου, υπολογίζοντας και την τιμή προς λογιστική αξία στο 0,2.
Ωστόσο ο οίκος βάζει νέες μικρότερες τιμές-στόχους κυρίως λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα μεγαλύτερου κόστους κεφαλαίου (COE) και την υπόθεση για διατήρηση υψηλών εποπτικών κεφαλαίων όπου θεωρεί ότι επίπεδα CET1 στο 14% απορροφούν επαρκώς τυχόν πιέσεις από αυξημένα νέα κόκκινα δάνεια, σε περίπτωση σημαντικής επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων.
Η Goldman Sachs αναφέρει ότι συνεχίζει να χρησιμοποιεί ως προσέγγιση την κερδοφορία προς το κόστος κεφαλαίου (ROTE/COE), με οδηγό τις εκτιμήσεις για το 2023. Διαφοροποιήσεις μεταξύ των τραπεζών, εντοπίζονται στο βαθμό προόδου στα κόκκινα δάνεια, στα κύρια εποπτικά κεφαλαιακά μαξιλάρια, στις προοπτικές για βελτίωση του κόστους και στη δημιουργία ενσωματωμένης κερδοφορίας (ROTE).
Ωστόσο οι μικρότερες τιμές-στόχοι, (για Alpha Bank, Eurobank και Piraeus) εξηγούνται κυρίως από τις υποθέσεις για μεγαλύτερο κόστος κεφαλαίου και διατήρησης υψηλών εποπτικών κεφαλαίων.
Ο διεθνής οίκος θέτει τιμή στόχο για την Εθνική στα 3,95 ευρώ, για την Eurobank στα 0,92 ευρώ, για την Alpha Bank στο 1,07 και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 0,84 ευρώ.
Πώς το διεθνές περιβάλλον υποχρέωσε την Goldman Sachs σε αναθεώρηση
Ο οίκος σημειώνει ότι η μακροοικονομική αβεβαιότητα έχει αυξηθεί τους τελευταίους τρεις μήνες: Ο ελληνικός πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 12% τον Ιούνιο του 2022 (από 11%/10% τον Μάιο/Απρίλιο) ενώ οι εκτιμήσεις του consensus για το ΑΕΠ μειώθηκαν στο 3%/3% για το 2022/ 2023 (από 4%-5%/3,5% στην αρχή του έτους). Σημειώνεται, ότι η Goldman δεν πρόλαβε τη χθεσινή θετική έκθεση της Επιτροπής για το ελληνικό ΑΕΠ στο report της)
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, αναφέρει, αντέδρασε σε αυτές τις μακροοικονομικές εξελίξεις, σημειώνοντας αύξηση σε περίπου 3,5%-4% τον Ιούλιο.
Η αμερικανική τράπεζα αναφέρει παράλληλα πως οι αναλυτές εμπορευμάτων της αναθεώρησαν πρόσφατα τις προβλέψεις για τις τιμές (TTF) του φυσικού αερίου και αύξησαν τις προβλέψεις για τις τιμές ανά τρίμηνο (α’ τρίμηνο του 2022/δ’ τρίμηνο του 2022/ α’ τρίμηνο του 2023/καλοκαίρι 2023) σε 153/121/77/138 ευρώ/MWh από 104/105/76/75 ευρώ προηγουμένως.
Η Goldman Sachs, αναλύει τον αντίκτυπο της επιτάχυνσης του πληθωρισμού, του επιθετικού περιβάλλοντος των επιτοκίων και των αυξήσεων στις τιμές του φυσικού αερίου στις ελληνικές τράπεζες.
Ενώ επισημαίνει τις ισχυρές τάσεις που επικρατούν σε συγκεκριμένες τράπεζες στην Ελλάδα, η αυξημένη μακροοικονομική αβεβαιότητα μεταφράζεται σε πιο συντηρητικές παραδοχές για το κόστος κεφαλαίων COE (που προκύπτει κυρίως από υποτίμηση 300 μονάδων βάσης των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων έναντι του 2021).