Οι πρώτες κινήσεις του νέου Αμερικανού Προέδρου έχουν σοκάρει την Ουάσιγκτον, αλλά και το παγκόσμιο πολιτικό και επιχειρηματικό γίγνεσθαι.
Μέσα σε λίγες μέρες, ο Ντ. Τραμπ σταμάτησε τις επενδύσεις στην Πράσινη ανάπτυξη αξίας $300 δισ, πάγωσε τα κονδύλια για τρίτες χώρες και προσπάθησε να σταματήσει όλα τα εσωτερικά ομοσπονδιακά κονδύλια πλην των απολύτως απαραίτητων. Παράλληλα, έκανε τα πρώτα βήματα, ώστε οι εμπορικοί πόλεμοι να ξεκινήσουν τον Απρίλιο θεσμοθετημένοι πλήρως. Απέλυσε 20 Γενικούς Επιθεωρητές των υπουργείων, που υπάγονται στο Κογκρέσο, και εκβιάζει χιλιάδες ομοσπονδιακούς υπαλλήλους να παραιτηθούν, αλλιώς θα αντιμετωπίσουν απόλυση.
Ουσιαστικά έχει επιτεθεί στο Κογκρέσο και στο Κράτος, επιχειρώντας να πάρει επάνω του τη δύναμη του ελέγχου του προϋπολογισμού και της εποπτείας, κάτι που το Κογκρέσο κατείχε από ιδρύσεως των ΗΠΑ. Ουσιαστικά ο Ντ. Τραμπ έχει πάει μερικά βήματα παραπάνω από ότι ποτέ τόλμησαν ο Άντριου Τζάκσον (του οποίου το πορτραίτο έχει επιλέξει για το Οβάλ Γραφείο), ο Λίνκολν, οι δύο Ρούσβελτ και ο Ρίτσαρντ Νίξον. Μια πραγματικά «αυτοκρατορική» προεδρία.
Το Κογκρέσο παρακολουθεί χωρίς αντιδράσεις. Πρόκειται απλώς για σόκ; 'Η η Αμερικανική κοινωνία υφίσταται μια μεταμόρφωση με βαθιές οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες για όλη την υφήλιο;
Για να το απαντήσουμε αυτό, πρέπει να κάνουμε μερικά βήματα πίσω, να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Αυτήν της διάρρηξης της σχέσης ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Κίνα άνοιξε ουσιαστικά τα σύνορα της στις παγκόσμιες επιχειρήσεις. Γρήγορα, και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική πρωτοβουλία, η Αμερική και η Κίνα ανέπτυξαν μια συμβιωτική σχέση αλληλεξάρτησης. Η Κίνα εξήγαγε φτηνά αγαθά και μείωνε τον πληθωρισμό για τους Αμερικανούς πολίτες. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αγόραζε αμερικανικά ομόλογα προκειμένου να κρατήσει το γιουάν ανταγωνιστικό (πούλαγε γιουάν και αγόραζε δολάριο). Με αυτό τον τρόπο, οι Κινέζοι καταθέτες χρηματοδοτούσαν το αμερικανικό χρέος, συνεπώς τον Αμερικάνο καταναλωτή, που πλέον αγόραζε φτηνά ρούχα και ηλεκτρονικά. «Πολυτέλεια για τις μάζες» έγραφε το 2003 το Harvard Business Review. Τι έχανε η Αμερική; Ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα.
Η σχέση αυτή χάλασε κάπου στα μέσα τις δεκαετίας του 2010. Οι Αμερικάνοι διαμαρτύρονταν για την αποβιομηχάνιση του Βορρά και απαιτούσαν να γίνει κάτι για την Κίνα. Οι Κινέζοι ηγέτες βλέποντας ότι πλέον αυτή η συμβιωτική σχέση χάλαγε, αλλά ότι και το δικό τους κόστος παραγωγής αυξανόταν ανάλογα με τα εισοδήματα των εργατών, αποφάσισαν να απευθυνθούν περισσότερο στο εσωτερικό κοινό, διατηρώντας όμως τις προσπάθειες τους για τη διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης που τόσο τους είχε ευνοήσει.
Η Αμερική αντίθετα, εξέλεξε ένα πρόεδρο το 2016, που σωστά διαισθανόμενος τη μεγάλη αλλαγή (η πολιτική θέλει διαίσθηση), τοποθετήθηκε στον άξονα αντιπαγκοσμιοποίησης-παγκοσμιοποίησης αντί για τον παραδοσιακό άξονα δεξιά-αριστερά. Επιπλέον, χρόνια τυπώματος χρημάτων από τη Fed μετέφερε μεγάλο μέρους του αμερικανικού χρέους από την Κίνα στην κεντρική τράπεζα (η Κίνα πλέον κατέχει περίπου 2% των αμερικανικών ομολόγων)
Η βασική μηχανή της παγκοσμιοποίησης, η Αμερική, άρχισε να επιβραδύνει.
Ο Ντ. Τραμπ, στην πρώτη του θητεία, επέλεξε μια μερκαντιλιστική εμπορική προσέγγιση, όπου το εμπόριο δεν είναι αυτοσκοπός αλλά αυτό που μετράει είναι τα εμπορικά πλεονάσματα. Και μπορεί να απέτυχε, καθώς το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε επί των ημερών του, αλλά ξεκίνησε τους εμπορικούς πολέμους. Αν η Δύση είχε αμφιβολίες, οι ζημιές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, όταν η Κίνα έκλεισε τα σύνορα και τα εργοστάσια της τον καιρό της πανδημίας, έπεισαν αρκετούς ότι η εμπορική αναδιάταξη του κόσμου ήταν επιβεβλημένη.
Η μέγα-τάση αυτή (megatrend) συνεχίστηκε από τον Τζο Μπάιντεν, που όχι μόνο διατήρησε την εμπορική πολιτική έναντι της Κίνας, αλλά επέλεξε και μια επιθετική στρατηγική έναντι της Ευρώπης, δίνοντας σημαντικά κίνητρα για να μετακομίσουν εργοστάσια στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά δεν έπεισε, και ο Τραμπ επέστρεψε για μια δεύτερη θητεία, όπου υποσχέθηκε ακόμα πιο επιθετική εμπορική πολιτική.
Η εικόνα, λοιπόν, είναι πολύ απλή. Η παγκοσμιοποίηση άφησε πίσω κρίσιμες πολιτείες του αμερικανικού βορρά, την Πενσυλβάνια, το Οχάιο, το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και τη Μινεσότα. Αυτές οι πολιτείες-κλειδιά (swing states) έχουν αρκετούς εκλέκτορες για να καθορίσουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ και συνεπώς τον ηγέτη της υφηλίου. Αυτές εκδικήθηκαν και «αγόρασαν» υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον.
Η Ευρώπη, πάντα στο αμερικανικό άρμα, παρακολουθεί με τρόμο τους φτωχούς του αμερικανικού βορρά να καθορίζουν το μέλλον της. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να έχει αρκετούς ακόμα υποστηρικτές, αλλά ουδείς ηγέτης κράτους τολμάει να κάτσει στην αντίθετη πλευρά της παλάντζας από τον Ντόναλντ Τραμπ να υποστηρίξει δημόσια τις αρετές του ελεύθερου εμπορίου, από φόβο ότι θα λιντσαριστεί σαν «πιόνι του συστήματος» από μάζες που τα social media έχουν εξοργίσει.
Στην Αμερική, οι πολίτες έχουν λόγο για την αναμόρφωση του συστήματος, ενώ στην Κίνα όχι. Και έτσι, βλέπουμε την Ουάσιγκτον να μεταμορφώνεται σε μηχανή αποπαγκοσμιοποίσης και τον πρόεδρο να το δικαιολογεί καθώς έτσι «αδειάζει το βούρκο» του Καπιτωλίου.
Ο κόσμος παρακολουθεί τις συνέπειες του πιο επίπονου (εμπορικού) διαζυγίου στην ιστορία, με την ίδια αγωνία και πόνο που τα παιδιά παρακολουθούν δυο γονείς που χωρίζουν και βρίσκονται στα χαρακώματα.
Θα συνεχιστεί η τάση; Είναι δύσκολο να πει κανείς. Η μεταμόρφωση θα συνεχιστεί, αλλά κάποια στιγμή, σύντομα παρά αργότερα η επέλαση του νέου προέδρου θα βρει αναχώματα. Θα σημάνει η προεδρία Τραμπ το τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας; Όχι απαραίτητα. Η Ρώμη επέζησε του Καλιγούλα και του Νέρωνα. Η Βρετανία του Γεωργίου ΙΙΙ και του Νέβιλ Τσάμπερλεϊν. Η Αμερική του Νίξον.
Αλλά η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη θα περάσει μια σημαντική περίοδο εσωστρέφειας, με την Κίνα και τη Ρωσία να προσπαθούν να μειώσουν τις αποστάσεις και την Ευρώπη να ψάχνει φοβισμένη για νέα ταυτότητα για πρώτη φορά μετά τον Β’ΠΠ.
* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Επικεφαλής Οικονομολόγος Forvis Mazars