Η χθεσινή χρηματιστηριακή συνεδρίαση έκρυβε μία ευχάριστη έκπληξη για τους μετόχους της Salesforce (CRM NASDAQ), της εταιρείας που δημιούργησε και ακόμα ελέγχει και διευθύνει ο Μαρκ Μπένιοφ.
O χαρισματικός επιχειρηματίας ίδρυσε την εταιρεία του το 1999 ύστερα από μία εξαιρετικά πετυχημένη θητεία στην Oracle. Η Salesforce ασχολήθηκε με την παροχή υπηρεσιών σε μεγάλες επιχειρήσεις και διαφοροποιήθηκε από τον ανταγωνισμό δίνοντας στους πελάτες τη δυνατότητα να εγκαθιστούν το λογισμικό που ήταν απαραίτητο για την οργάνωσή τους μέσω του διαδικτύου και όχι με τη χρήση δισκετών και άλλων παρόμοιων μέσων.
Η καινοτομία αυτή ανέδειξε την Salesforce ως μία από τις πρωτοπόρους του Software as a Service (SaaS) και την κατέστησε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα της υποστήριξης και οργάνωσης επιχειρήσεων, κατά πολλούς εφάμιλλη της γερμανικής SAP.
Η Salesforce μεγάλωσε πάρα πολύ και λόγω της οργανικής της ανάπτυξης και μέσα από πολλές εξαγορές. Η μεγάλη αγάπη της Wall Street για την εταιρεία και η για πολλά χρόνια ακριβή μετοχή της, βοήθησαν πολύ τον Μαρκ Μπένιοφ καθώς πολλές από τις εξαγορές έγιναν με ανταλλαγή μετοχών και όχι με προσφορά μετρητών.
Η ευχάριστη είδηση ήταν η σημαντική άνοδος της μετοχής, κατά περίπου 4%, με το ξεκίνημα της συνεδρίασης σαν συνέπεια των πληροφοριών της Wall Street Journal πως το γνωστό hedge fund Elliott Management έχει αγοράσει μετοχές της Salesforce αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε από το ίδιο το Elliott Management μέσω ανάρτησης του Jesse Cohn, ανώτατου αξιωματούχου hedge fund, στο Twitter. Ο Cohn δεν αποκάλυψε λεπτομέρειες για την αξία της επένδυσης στην Salesforce αλλά εξέφρασε τον βαθύ σεβασμό που τρέφουν αυτός και το Elliott για τον Μπένιοφ και την εταιρεία που έχει δημιουργήσει. Η δημόσια έκφραση σεβασμού δεν σημαίνει όμως πως το Elliott αγόρασε μετοχές αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς να σκοπεύει να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας με σκοπό την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων και φυσικά την άνοδο της μετοχής.
Σε αυτό το συμπέρασμα τουλάχιστον μας οδηγεί το ακτιβιστικό του παρελθόν. Για αυτόν τον λόγο είδαμε και την ανοδική αντίδραση της μετοχής της Salesforce μόλις έγιναν γνωστά τα νέα. Η μετοχή της εταιρείας δεν έχει πάει καθόλου καλά το τελευταίο διάστημα. Το φθινόπωρο του 2021 είχε αγγίξει τα 300 δολάρια και πριν λίγες εβδομάδες είχε πέσει κάτω από τα 130, πριν ανακάμψει προς τα 151,25 που ήταν η τιμή με την οποία τελείωσε την προηγούμενη εβδομάδα.
Η μεγάλη πτώση δεν οφείλεται μόνο στην κακή πορεία των αγορών αλλά και στο γεγονός πως για πολλές επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, για δύο κυρίως λόγους: εξ αιτίας της σημαντικής ανόδου του κόστους χρηματοδότησης και λόγω του ότι πολλές από αυτές τις εταιρείες έχουν πλέον μεγαλώσει τόσο πολύ που η περαιτέρω ισχυρή τους ανάπτυξη δεν είναι καθόλου εύκολη.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων πολύ απλά σημαίνει πως αυτές οι επιχειρήσεις πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα προκειμένου να πείσουν τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές να συνεχίσουν να τις εμπιστεύονται. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να δώσουν πολύ μεγαλύτερο βάρος στην προσπάθεια επίτευξης κερδοφόρων αποτελεσμάτων και λιγότερο στην συνεχή ανάπτυξη με την υπόσχεση της μελλοντικής κερδοφορίας.
Μεταξύ άλλων αυτό μπορεί να σημαίνει (ανάλογα με την κάθε επιχείρηση) πως το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού τους θα πρέπει να μικρύνει, όπως και οι παροχές προς αυτό. Μπορεί να σημαίνει επίσης την εγκατάλειψη της τακτικής της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων μέσα από συνεχείς εξαγορές. Στην περίπτωση της Salesforce ισχύουν σίγουρα και τα δύο.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το εργατικό δυναμικό της επιχείρησης τριπλασιάστηκε και παρά την πρόσφατη απόφαση για την απόλυση του 10% του προσωπικού, αυτό παραμένει μεγαλύτερο σε αριθμό από πριν την πανδημία. Η τελευταία μεγάλη εξαγορά στην οποία προχώρησε η εταιρεία είναι αυτή της Slack, για την οποία πλήρωσε περίπου 27 δισεκατομμύρια δολάρια και έγινε το φθινόπωρο του 2021.
Κατά σύμπτωση, ίσως όμως και όχι, από εκείνη την στιγμή η μετοχή πέφτει σχεδόν αδιάκοπα. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως τελικά οι πολλές εξαγορές δεν έχουν φέρει αξιόλογα αποτελέσματα για την Salesforce. Ένα άλλο πρόβλημα που φαίνεται πως υπάρχει στην εταιρεία είναι η έλλειψη ικανού αντικαταστάτη ή διαδόχου του Μπένιοφ μετά την αποχώρηση του Μπρετ Τέιλορ, ο οποίος μοιραζόταν την θέση του διευθύνοντος συμβούλου με τον Μπένιοφ και θεωρείτο ο σίγουρος διάδοχος στην περίπτωση που ο Μπένιοφ αποφάσιζε να αποχωρήσει.
Σε παλαιότερες εποχές, με το χρήμα να ρέει άφθονο στην Wall Street, οι επενδυτές ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να κάνουν τα στραβά μάτια καθώς το φθηνό χρήμα κυνηγούσε τις μετοχές και σκέπαζε τα διάφορα προβλήματα. Έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα αυτό δεν μπορεί πλέον να γίνεται και η κριτική προς τους ηγέτες των τεχνολογικών εταιρειών που ήταν για χρόνια οι αγαπημένες των αγορών είναι πιο συχνή και πιο σκληρή.
Στα πλαίσια αυτά είναι αναμενόμενη η συχνή πλέον εμφάνιση των ακτιβιστών επενδυτών οι οποίοι απαιτούν από τις διοικήσεις και τους ελέγχοντες μετόχους (όπου αυτοί υπάρχουν) να δώσουν άμεση προτεραιότητα στην πιο αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων, στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους και στην πολύ πιο συνετή επέκτασή τους.
Στην περίπτωση της Salesforce, το Elliott δεν είναι ο πρώτος ακτιβιστής επενδυτής. Προηγήθηκε το StarboardValue τον περασμένο Οκτώβριο, όταν απέκτησε μετοχική συμμετοχή στην εταιρεία και κάλεσε την διοίκηση να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους στον τομέα των περιθωρίων κέρδους ή με άλλα λόγια την κάλεσε να διοικήσει την επιχείρηση με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Οι πιέσεις του Elliott Management και του StarboardValue προς την διοίκηση της Salesforce δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο στον χώρο της τεχνολογίας. Όπως επισημαίνει το Barron’s σε σχετικό άρθρο του, μέσα στο 2022 οι διάφοροι μετοχικοί ακτιβιστές όπως οι δύο παραπάνω έδειξαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις εταιρείες τεχνολογίας απ’ ότι έκαναν μέχρι τότε. Το 27% των κινήσεων των ακτιβιστών είχε ως αντικείμενο τις τεχνολογικές εταιρείες, σαφώς παραπάνω από το 16% που είναι ο ιστορικός μέσος όρος. Ανάμεσα στους στόχους ήταν και μεγάλες εταιρείες όπως η Alphabet (GOOGL NASDAQ) και η Meta Platforms (META NASDAQ).
Οι σημαντικές απολύσεις που ανακοίνωσαν και οι δύο μεγάλες εταιρείες ίσως να ήταν εν μέρει και αποτέλεσμα των πιέσεων των ακτιβιστών. Αν κρίνουμε όμως από την αντίδραση του Chris Hohn, επικεφαλής του hedge fund TCI, ο οποίος είχε ήδη ασκήσει δημόσια κριτική στην διοίκηση της Alphabet από τον προηγούμενο Νοέμβριο, δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν εύκολα. Ο Hohn, η επενδυτική εταιρεία του οποίου έχει στην κατοχή της μετοχές της Alphabet αξίας περίπου 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δήλωσε πως οι απολύσεις που ανακοίνωσε προχθές η εταιρεία και αφορούν περίπου το 6% του συνόλου του προσωπικού δεν είναι αρκετές.
Κατά την άποψή του, πρέπει να απολυθεί περίπου το 20% του προσωπικού και να μειωθούν σημαντικά οι αμοιβές όσων παραμείνουν στην εταιρεία. Το Barron’s εκτιμά πως οι επιθέσεις των ακτιβιστών θα έχουν συνέχεια στον χώρο των εταιρειών τεχνολογίας. Αν αυτό αποδειχθεί σωστό, οι μέτοχοι θα βγουν μάλλον κερδισμένοι (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) και οι εργαζόμενοι μάλλον δεν θα χαρούν καθόλου.