Τρεις μήνες μετά την απόλυση του Pat Gelsinger, η Intel (INTC NASDAQ) ανακοίνωσε το βράδυ της Τετάρτης 12ης Μαρτίου πως τη θέση αναλαμβάνει ο 65χρονος Lip-Bu Tan, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας για δύο χρόνια, πριν παραιτηθεί τον προηγούμενο Αύγουστο.
Ο Tan είναι πολύ γνωστός στον κόσμο της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών και έχει πολύ καλή φήμη. Από το 2009 μέχρι το 2021 ήταν διευθύνων σύμβουλος της Cadence Design Systems (CDNS NASDAQ), μία επιχείρηση που παράγει λογισμικό για τη σχεδίαση microchips, πετυχαίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα. Η ανακοίνωση έγινε δεκτή με πολύ θετικά σχόλια από τον ειδικό Τύπο και τους χρηματιστηριακούς αναλυτές και με ενθουσιασμό από τους επενδυτές, αφού στις δύο μέρες που ακολούθησαν, η μετοχή ανέβηκε κατά σχεδόν 17%.
Το πολύ καλό βιογραφικό του Tan, η βαθιά γνώση του αντικειμένου και το γεγονός πως γνωρίζει πολύ καλά όλα τα σημαντικά πρόσωπα στην παγκόσμια βιομηχανία μικροεπεξεργαστών αποτελούν σίγουρα πολύ θετικά στοιχεία αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως η εταιρεία βρίσκεται σε δυσχερή θέση και έχει μπροστά της κάποιες πολύ δύσκολες επιλογές. Η προσπάθεια του Gelsinger, ο οποίος είχε αναλάβει την ηγεσία της εταιρείας το 2021, επικεντρώθηκε στον αγώνα για την ανάκτηση της πρωτοπορίας στην κατασκευή μικροεπεξεργαστών.
Για δεκαετίες, η Intel ήταν με διαφορά μπροστά από όλο τον ανταγωνισμό και στην τεχνολογία παραγωγής microchips στα εργοστάσιά της και στον σχεδιασμό τους. Το γιγάντιο πρόγραμμα επενδύσεων, ύψους πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δεν έχει αποδώσει ακόμα, όμως. Αυτή η καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του δανεισμού της εξαιτίας του επενδυτικού προγράμματος, έπαιξαν καίριο ρόλο στην απόφαση του διοικητικού συμβουλίου να τον απολύσει.
Για τους επενδυτές, το μεγάλο δίλημμα της εταιρείας έχει να κάνει με το αν θα παραμείνει ως έχει ή αν θα διασπαστεί σε δύο κομμάτια, αυτό της σχεδίασης μικροεπεξεργαστών και αυτό της παραγωγής τους, για την ίδια και για λογαριασμό άλλων. Η φημολογία και η παραφιλολογία δίνουν και παίρνουν τους τελευταίους μήνες, ειδικά μετά την απομάκρυνση του Gelsinger. Κάποια στιγμή φάνηκε πως υπήρχε ενδιαφέρον της Qualcomm (QCOM NASDAQ) να την εξαγοράσει αλλά τελικά αυτό μάλλον ατόνησε, και πριν από μερικές εβδομάδες γράφτηκε πως η Broadcom (AVGO NASDAQ) ενδιαφέρεται να εξαγοράσει τον τομέα σχεδιασμού microchips της εταιρείας, με την Taiwan Semiconductor Company (TSM NYSE, 2330 TAIPEI) να ενδιαφέρεται να αναλάβει το παραγωγικό κομμάτι της επιχείρησης.
Αυτό το σχέδιο διάσπασης και πώλησης της εταιρείας σε κομμάτια έδωσε τη θέση του σε ένα άλλο σενάριο, στο οποίο πρωταγωνιστεί και πάλι η TSM, η μεγαλύτερη επιχείρηση κατασκευής μικροεπεξεργαστών στον κόσμο. Σύμφωνα με αυτό, η εταιρεία από την Ταϊβάν θα αποκτήσει σημαντικό μερίδιο (όχι όμως μεγαλύτερο του 50%) στον κατασκευαστικό βραχίονα της Intel σε συνεργασία με μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις που σχεδιάζουν μικροεπεξεργαστές.
Το σχετικό ρεπορτάζ ανέφερε μάλιστα πως ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να δει την Intel να στέκεται γερά στα πόδια της, καθώς είναι η μόνη αμερικανική εταιρεία με σημαντική παρουσία στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών. Ο ερχομός του Tan δεν έχει ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Σε επιστολή του προς το προσωπικό ανέφερε πως θα συνεχιστεί η προσπάθεια για την επιστροφή της εταιρείας στην κορυφή της παραγωγής microchips και πως θα ενθουσιάσει τους πελάτες της όπως ποτέ μέχρι τώρα. Ανέφερε επίσης πως η εταιρεία θα μάθει από τα λάθη της και θα γίνει πολύ καλύτερη.
Γνωρίζοντας, από παλαιότερα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου, πως η περσινή παραίτησή του είχε άμεση σχέση με την εκτίμηση πως η Intel έχει υπεράριθμο προσωπικό, κουλτούρα αποφυγής της ανάληψης κινδύνου και έλλειψη ξεκάθαρης στρατηγικής στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, μπορούμε να υποθέσουμε τι θα προσπαθήσει να αλλάξει άμεσα. Δεν έχει πει όμως κάτι για την εκτέλεση του επενδυτικού προγράμματος αναβάθμισης της παραγωγικής της διαδικασίας που έχει μείνει πίσω, και δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα θα το κάνει.
Εδώ θα έχει πολύ ενδιαφέρον η στάση της TSM. Καθώς πιέζεται από τον πρόεδρο Τραμπ να αυξήσει τις επενδύσεις της στις ΗΠΑ και ήδη ανακοίνωσε πως σκοπεύει να επενδύσει άλλα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, ανεβάζοντας τις συνολικές της επενδύσεις στα 165 δισ., θα πρέπει να αποφασίσει αν αξίζει να βοηθήσει την Intel να σταθεί στα πόδια της. Αν αυτό είναι κάτι που θα ευχαριστούσε τον Αμερικανό πρόεδρο, τότε είναι βέβαιο πως η διοίκηση της TSM θα το σκεφθεί πολύ σοβαρά. Η εταιρεία έχει την οικονομική δυνατότητα να βοηθήσει την, ακόμα και τώρα, μεγαλύτερη ανταγωνίστριά της στην παραγωγή microchips, αλλά είναι βέβαιο πως αν θα το κάνει δεν θα έχει τον πλήρη έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να το δεχθεί η αμερικανική ηγεσία.
Πέρα από αυτό, είναι βέβαιο πως οι αξιωματούχοι της θα φοβούνται πως αν εμπλακούν σε μία τέτοια προσπάθεια θα είναι αδύνατον να μην αποκαλύψουν σε τρίτους σημαντικά τεχνολογικά μυστικά τους. Αυτός λογικά είναι ένας φόβος που θα έχουν από τη μεριά τους οι αξιωματούχοι της Intel, από την ανάποδη. Αντίστοιχους φόβους θα έχουν και οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ταϊβάν και των ΗΠΑ, καθώς ο τομέας των μικροεπεξεργαστών είναι εξαιρετικά κρίσιμος.
Πιο λογικό φαίνεται για την TSM να ξοδέψει χρήματα για την επέκταση των δικών της εργοστασίων στις ΗΠΑ και να έχει τον πλήρη έλεγχο όλης της παραγωγικής διαδικασίας. Αν όμως η πίεση από την αμερικανική ηγεσία για συμμετοχή της TSM σε μία διαδικασία ενίσχυσης της Intel ενταθεί, τότε η διοίκηση ίσως αναγκαστεί να κάνει κάτι που στην πραγματικότητα δε θέλει και πολύ. Ανεξάρτητα όμως από το που θα κατευθύνει τις νέες της αμερικανικές επενδύσεις η πιο σημαντική εταιρεία της Ταϊβάν, εδώ δημιουργείται ένα άλλο πρόβλημα.
Όπως έγραψαν στις 4 Μαρτίου η Robyn Mak του Reuters Breakingviews και στις 11 Μαρτίου ο Yian Lee του Bloomberg (δεν έγραψαν βέβαια ακριβώς τα ίδια), αν η TSM αυξήσει τόσο πολύ την παρουσία της στις ΗΠΑ και φτιάξει εκεί τα πιο προηγμένα της εργοστάσια, τότε κινδυνεύει να μειωθεί κατά πολύ η σημασία της Ταϊβάν για την αμερικανική ηγεσία.
Ακόμα και αν η Κίνα επιτεθεί στο νησί ή το αποκλείσει με κάποιο τρόπο, οι ΗΠΑ θα μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν τα πιο προηγμένα microchips τους μέσα στη χώρα τους, ενώ τώρα δεν μπορούν. Σύμφωνα με το – μάλλον λογικό – σκεπτικό των αρθρογράφων, όσο μεγαλύτερες είναι οι επενδύσεις της TSM στις ΗΠΑ τόσο μειωμένη θα είναι η γεωπολιτική σημασία της Ταϊβάν για την υπερδύναμη. Σύμφωνα με το Bloomberg, το θέμα έχει ήδη πάρει διαστάσεις στην Ταϊβάν και απασχολεί έντονα τους πολίτες και την ηγεσία της.
Υπαρξιακά λοιπόν τα διλήμματα για τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής μικροεπεξεργαστών. Για τη δοκιμαζόμενη Intel το θέμα είναι αν θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να επιταχύνει το επενδυτικό της πρόγραμμα χωρίς να διασπαστεί και χωρίς να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις σε άλλες επιχειρήσεις.
Αν διαλέξει αυτόν τον δρόμο και πετύχει τον σκοπό της, τα κέρδη για την εταιρεία και τους μετόχους θα είναι πολύ μεγάλα, όπως και οι ζημιές αν δεν τα καταφέρει. Από τη μεριά της ακμάζουσας TSM, το ζήτημα είναι πως θα καταφέρει να κρατήσει ικανοποιημένη την αμερικανική ηγεσία χωρίς να υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια της ίδιας αλλά και της χώρας της. Δύσκολο να πούμε ποια από τις δύο διοικήσεις ζηλεύουμε λιγότερο.