Η διοίκηση του Τραμπ, προτού αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά της, ανακοίνωσε σχέδια για την εμπορική πολιτική, που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις. Μεταξύ των πιο χαρακτηριστικών προτάσεων, ήταν η επιβολή αυστηρών δασμών στην Κίνα, μετά την αδυναμία της Κίνας να διαχειριστεί ή να εισέλθει σε διαπραγματεύσεις για το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που διατηρεί με τις ΗΠΑ (την περασμένη δεκαετία ξεπέρασε τα $3,8 τρις). Ακολούθως η Κίνα δίνει τη δική της απάντηση απαγορεύοντας τις εξαγωγές γερμανίου και γαλλίου προς τις ΗΠΑ.
Η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας: Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μια περίπλοκη σχέση, με σημαντική οικονομική διασύνδεση, αλλά και αμοιβαία καχυποψία. Η εισαγωγή δασμών στα κινεζικά εξαγόμενα προϊόντα, που θα περάσουν το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, αναμένεται να αυξήσει το κόστος ζωής για τον μέσο Αμερικανό κατά περίπου 1.200 δολάρια τον χρόνο, παρά τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, που έχουν ήδη υποστεί από τον πληθωρισμό. Τα κινεζικά προϊόντα περιλαμβάνουν κυρίως ηλεκτρονικά, καταναλωτικά αγαθά, λευκές συσκευές και εξαρτήματα για διάφορες χρήσεις, κατηγορίες στις οποίες η Κίνα κυριαρχεί, λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής της.
Παρότι οι δασμοί αυτοί αναμένεται να έχουν σημαντικό κόστος για τους καταναλωτές, πολλοί Αμερικανοί πιθανώς θα υποστηρίξουν αυτή την πολιτική, δεδομένου του αθέμιτου εμπορικού εξαγωγικού συστήματος της Κίνας.
Η Κίνα διατηρώντας το νόμισμα της τεχνικά υποτιμημένο έχει φθηνές εξαγωγές. Κρατώντας τους μισθούς χαμηλούς, στερεί από τους πολίτες τη διάχυση του πλούτου που δίνει πάνω από 1 τρις ετήσιο εξαγωγικό εμπορικό πλεόνασμα στην οικονομία της. Επίσης, επιβάλλοντας κεφαλαιακούς ελέγχους αποτρέπει τους πολίτες της να εισάγουν αγαθά, οπότε διευρύνεται το εμπορικό πλεόνασμα της.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σχεδόν όλος ο πλούτος από τις εξαγωγές, μένει στα χέρια των εξαγωγικών επιχειρηματιών και όχι στους εργαζομένους που τον παράγουν. Επιπλέον, η Κίνα διατηρεί τη θέση της ως παγκόσμιος βιομηχανικός γίγαντας κυρίως μέσω εκτεταμένων επιδοτήσεων. Αυτές οι επιδοτήσεις έχουν επιτρέψει στην Κίνα να διατηρήσει χαμηλό κόστος παραγωγής και να κυριαρχήσει στις διεθνείς αγορές, παρότι το βιομηχανικό της μοντέλο δεν είναι ιδιαίτερα κερδοφόρο και γι’ αυτό είναι πολύ ευάλωτο στη μείωση της ζήτησης από το εξωτερικό.
Εάν αυτές οι επιδοτήσεις αποσυρθούν, η Κίνα θα αντιμετωπίσει μαζική αποβιομηχάνιση, κάτι που πιθανώς θα αποσταθεροποιούσε την οικονομία της και πιθανόν το πολιτικό της σύστημα. Ωστόσο, οι Κινέζοι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτή τη στρατηγική, γεγονός που περιπλέκει τις αμερικανικές προσπάθειες για μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Η ανάγκη για νέες στρατηγικές: Η στρατηγική της διοίκησης Τραμπ στοχεύει στη δημιουργία εναλλακτικών εμπορικών διαδρομών και στη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει ότι η επιβολή δασμών δεν έχει αποδειχθεί επαρκής για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Η επιβολή δασμών δεν αρκεί από μόνη της για να μετατοπίσει τη βιομηχανική παραγωγή αλλού. Απαιτείται μια συμπληρωματική βιομηχανική πολιτική, η οποία θα επενδύσει μέρος των εσόδων από τους δασμούς, στη δημιουργία μακροπρόθεσμων εναλλακτικών λύσεων.
Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών μοντέλων και υποδομών, μια διαδικασία που είναι χρονοβόρα και δαπανηρή.
Η συναρμολόγηση ηλεκτρονικών και η κατασκευή εξαρτημάτων αποτελεί μια από τις κύριες προκλήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές σε αυτούς τους τομείς, καθώς το εργατικό τους δυναμικό είναι υπερβολικά εξειδικευμένο. Για να δημιουργηθεί μια εναλλακτική βιομηχανική βάση, απαιτείται ανάπτυξη διαφορετικών μοντέλων παραγωγής.
Η Κίνα επίσης, κυριαρχεί στην επεξεργασία πρώτων υλών, όπως η μετατροπή του βωξίτη σε αλουμίνιο, του κοβαλτίου σε μεταλλικό κοβάλτιο, και του λιθίου σε βάσεις μπαταριών. Αυτές οι βιομηχανίες απαιτούν χώρο και είναι περιβαλλοντικά επιβαρυντικές, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ανάπτυξή τους στις ΗΠΑ, λόγω ρυθμιστικών περιορισμών. Επιπλέον, η Κίνα είναι πρόθυμη να υποστεί περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, γεγονός που την καθιστά ακόμα πιο ανταγωνιστική.
Παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν ευκαιρίες. Η επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει δημιουργήσει τεράστιες ποσότητες πλεονάζοντος φυσικού αερίου, καθιστώντας την ηλεκτρική ενέργεια φθηνότερη από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αυτό έχει επιτρέψει την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, καθιστώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες τον μεγαλύτερο και πιο ποιοτικό παραγωγό ενδιάμεσων χημικών εισροών. Αυτή η επιτυχία μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τη δημιουργία νέων βιομηχανικών υποδομών.
Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός: Η αναδιάρθρωση της βιομηχανικής παραγωγής απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και επενδύσεις. Αν και η ελεύθερη αγορά μπορεί να αναλάβει αυτή τη διαδικασία σε βάθος 15-20 ετών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου. Χρειάζεται να ξεκινήσει άμεσα η μετάβαση, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από την Κίνα και να δημιουργηθούν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις. Αυτό περιλαμβάνει τη δημιουργία βιομηχανικών πολιτικών, που θα αξιοποιούν τα έσοδα από τους δασμούς για την ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών.
Αντίδραση της Κίνας στους δασμούς: Σε απάντηση των δασμών των ΗΠΑ, η Κίνα περιορίζει τις εξαγωγές γερμανίου και γαλλίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, υλικά που είναι κρίσιμα για τις πράσινες τεχνολογίες και τη βιομηχανία ημιαγωγών. Παρόλο που η κίνηση αυτή παρουσιάζεται ως εχθρική, δεν αποτελεί σημαντική απειλή για την αμερικανική οικονομία.
Η εξάρτηση από την Κίνα μπορεί εύκολα να μειωθεί μέσω της ενεργοποίησης επεξεργαστικών δυνατοτήτων, που ήδη υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες. Ωστόσο, το γερμάνιο και το γάλλιο δεν ανήκουν στις σπάνιες γαίες. Πρόκειται για υλικά που συμπαράγονται με άλλα ορυκτά, καθιστώντας την εξαγωγή τους σχετικά απλή. Το πρόβλημα έγκειται στην απουσία επαρκούς επεξεργαστικής ικανότητας στις ΗΠΑ, γεγονός που απαιτεί επενδύσεις για την ανάπτυξή της. Η χώρας μας έχει τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων γαλλίου.
Η σχέση Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, έχει γίνει έντονα εχθρική, με την Κίνα να αδυνατεί να εισέλθει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πρόεδρο της, ο οποίος έχει αποδυναμώσει τη διοικητική ικανότητα της Κίνας, απομακρύνοντας άτομα με τεχνική επάρκεια και διαπραγματευτική εμπειρία. Αυτή η κεντρικοποίηση εξουσίας καθιστά την Κίνα ανεπαρκή να διαχειριστεί περίπλοκα διεθνή ζητήματα. Αυτός είναι και ο λόγος, που τα τεράστια ποσά που δαπανά για να ανατάξει την οικονομία της δεν παράγουν θετικό αποτέλεσμα.
Η φύση της παραγωγής γερμανίου και γαλλίου: Το γερμάνιο είναι παραπροϊόν της εξόρυξης και επεξεργασίας ψευδαργύρου, ενώ το γάλλιο είναι παραπροϊόν της παραγωγής αλουμινίου. Η παγκόσμια παραγωγή ψευδαργύρου και αλουμινίου είναι αρκετά ισχυρή, με την Κίνα να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής (πάνω από το 50% της παγκόσμιας παραγωγής). Εάν προστεθούν εγκαταστάσεις επεξεργασίας σε διάφορες περιοχές, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εύκολα. Επιπλέον, η παραγωγή αυτών των υλικών δεν είναι ούτε τεχνολογικά περίπλοκη, ούτε χρονοβόρα, ούτε ιδιαίτερα δαπανηρή.
Η απαγόρευση εξαγωγών από την Κίνα μπορεί να θεωρηθεί θετική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τους εξής λόγους:
- Αύξηση της εσωτερικής παραγωγής: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη θεσπίσει πρωτοβουλίες, όπως ο IRA και ο Chips Act για την ενίσχυση της στρατηγικής παραγωγής. Αυτή η κίνηση της Κίνας ενισχύει περαιτέρω την πολιτική βούληση για επενδύσεις στη Βόρεια Αμερική, ενώ ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών.
- Αδυναμία της Κίνας σε έναν πιθανό «πόλεμο εισροών»: Εάν η Κίνα θέλει να ξεκινήσει έναν «πόλεμο εισροών», τότε βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Το 90% του πυριτίου κατάλληλου για ημιαγωγούς, παράγεται στη Βόρεια Καρολίνα. Αν η σύγκρουση για τα υλικά κλιμακωθεί, η Κίνα θα δυσκολευτεί να αποκτήσει πρόσβαση στις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για τη βασική τεχνολογία.
- Μείωση εξάρτησης από την Κίνα: Η προσέγγιση της Κίνας ενισχύει την αμερικανική αποφασιστικότητα να τερματίσει την εξάρτηση από αυτήν. Οι πολιτικές συζητήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες περιστρέφονται ήδη γύρω από το πώς να μειωθεί η εξάρτηση από την Κίνα, είτε μέσω επαναπατρισμού της παραγωγής, είτε μέσω διαφοροποίησης των προμηθευτών.
Η χώρα μας ως σημαντικός παραγωγός αλουμινίου μπορεί να παράγει γάλλιο και γερμάνιο από τον ψευδάργυρο. Οπότε, μπορεί να εκμεταλλευτεί το κενό της Κίνας και να αναπτύξει αντίστοιχα τις εξαγωγές της.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης