Η απόλυση του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή στη γερμανική πολιτική σκηνή σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή που αμφισβητείται το μέλλον του οικονομικού μοντέλου της χώρας, εν μέσω των υψηλών τιμών ενέργειας, των ελλείψεων εργατικού δυναμικού και της ασφυκτικής γραφειοκρατίας.
Η πολιτική βέβαια κρίση δεν αντικατοπτρίζει τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι υπάρχει αδυναμία στο πολιτικό προσωπικό της χώρας να εφαρμόσει κρίσιμες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Στο πρώτο άκουσμα ότι η Γερμανία οδεύει σε πρόωρες εκλογές, η αντίδραση της αγοράς ήταν θετική και μάλιστα ο DAX για δύο ημέρες υπεραπόδοσε έναντι του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600, με τους κλάδους της πληροφορικής, των αυτοκινήτων, της βιομηχανίας και των βασικών υλικών να παίρνουν μια σοβαρή ανάσα.
Πίσω από αυτή την αρχική άνοδο κρυβόταν η αισιοδοξία ότι αν και οι εταίροι του συνασπισμού δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, το κεντροδεξιό CDU θα είναι πιθανότατα το μεγαλύτερο κόμμα.
Βλέπετε, η κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού της Γερμανίας προκλήθηκε ακριβώς από τις διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική και μια κυβέρνηση υπό το CDU δεν αποκλείεται να αποδειχθεί πιο σταθερή και λειτουργική για το γερμανικό κράτος που αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή επιβράδυνση του βιομηχανικού του τομέα.
Η αγορά, λοιπόν, φάνηκε να επικροτεί τη δημοσιονομική επιθετικότητα του CDU και τις πιθανές αλλαγές που θα μπορούσε να επιφέρει μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του, όπως είναι η χαλάρωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και οι μεταρρυθμίσεις στο «φρένο» του χρέους, η δημιουργία ενός ταμείου δημοσίων επενδύσεων, μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας με μεγαλύτερα όρια συνταξιοδότησης και ελαστικό ωράριο και οι περικοπές εταιρικών φόρων.
Υπενθυμίζουμε ότι το CDU έχει ήδη προτείνει μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών από 30% σε 25%, μια παρέμβαση που θα ευθυγράμμιζε τη Γερμανία με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία όσον αφορά το ύψος της φορολογίας.
Τις επόμενες ημέρες, όμως, επέστρεψε ο σκεπτικισμός στην επενδυτική κοινότητα, με τον δείκτη Dax να χάνει τον μέσο όρο των 50 ημερών και να κλείνει χθες μόλις 247 μονάδες ήτοι 1,3%, πάνω από την κρίσιμη στήριξη του 90άρη που βρίσκεται στις 18.756 μονάδες. (σ.σ: Αν διασπαστεί καθοδικά, τότε οι 18.330 μονάδες είναι η επόμενη μεγάλη στήριξη).
Οι δυσκολίες και οι προκλήσεις για τη στήριξη του βιομηχανικού τομέα της Γερμανίας αποτελούν τα μεγαλύτερα «βαρίδια» της επενδυτικής διάθεσης, δεδομένου ότι οι περισσότερες εδράζονται σε βαθιά δομικά προβλήματα.
Για παράδειγμα:
- Τα προτεινόμενα φορολογικά κίνητρα προκειμένου να αυξηθεί το ωράριο ή οι εργαζόμενοι να εργάζονται πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησής τους θα είναι χρήσιμα, αλλά δεν θα ανατρέψουν ολοκληρωτικά τις επιπτώσεις από τη μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας που αναμένεται τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή το CDU υποστηρίζει την προσέλκυση περισσότερο ειδικευμένων μεταναστών, αλλά είναι αρκετά επιθετικό όσον αφορά τη μετανάστευση συνολικά.
- Η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους ίδιους περιορισμούς και προκλήσεις από την πιο προστατευτική κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αυτή η παράμετρος και μόνο οδηγεί πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία θα παραμείνουν υποτονικές, παρά την αναμενόμενη βοήθεια από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, η οποία έχει μειώσει τα επιτόκιά της ήδη τρεις φορές φέτος και αναμένονται περαιτέρω περικοπές σε κάθε συνεδρίασή της, τουλάχιστον έως τον επόμενο Απρίλιο.
Πλήγμα εως και 1% στη γερμανική οικονομία από τον Τραμπ
Ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας Γιόχιμ Νάγκελ μιλώντας στην Die Zeit χθες τα είπε όλα: To σχέδιο επιβολής δασμών που επεξεργάζεται ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσε να επιφέρει πλήγμα 1% στην οικονομική παραγωγή της Γερμανίας.
«Εάν πράγματι υλοποιηθούν οι νέοι δασμοί, θα μπορούσαμε να διολισθήσουμε ακόμα και σε αρνητικό έδαφος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της Bundesbank.
Ο Γιόχιμ Νάγκελ δεν είναι καθόλου υπερβολικός στις εκτιμήσεις του. Το σχέδιο του Τραμπ να επιβάλει δασμούς 10% - 20% σε όλα τα προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν πράγματι εφαρμοσθεί, θα προκαλέσει επιπλέον προβλήματα στη Γερμανία, μιας και οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη αγορά αγαθών της. (σ.σ: Η Γερμανία εξήγαγε περίπου 400.000 αυτοκίνητα στις ΗΠΑ πέρυσι, σύμφωνα με τη Γερμανική Ένωση της Αυτοκινητοβιομηχανίας και οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής αυτοκινήτων της Γερμανίας το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους).
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, ο Νάγκελ ίσως να έχει δίκιο που εκτιμά ότι η Γερμανία δεν αναμένεται να αναπτυχθεί καθόλου το 2024 και πιθανότατα θα αναπτυχθεί λιγότερο από 1% το 2025.
Ούτε για τις προοπτικές της γερμανικής αγοράς εργασίας είναι αισιόδοξος ο Νάγκελ, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, οι θέσεις εργασίας που χάνονται στη βιομηχανία ίσως να μην αντικατασταθούν τόσο εύκολα όσο παλαιότερα από νέες θέσεις εργασίας στην τομέα των υπηρεσιών.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομία της Γερμανίας όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από τον δείκτη προσδοκιών από το Ινστιτούτο ΖΕW σε νέα μεγάλη υποχώρηση.
Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης υποχώρησε στο 7,4 από 13,1 τον προηγούμενο μήνα και έναντι πρόβλεψης για αύξηση στο 13,2 κάτω από το βάρος μιας σειράς κακών ειδήσεων για τη βιομηχανία της χώρας, της κατάρρευσης της τρικομματικής κυβέρνησης και της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ που απειλεί με επιβολή δασμών το εμπορικό σύμπαν.
Το σενάριο των αυξημένων δασμών στην ουσία «σκοτεινιάζει» ακόμα περισσότερο τις προοπτικές της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, με τον μεταποιητικό τομέα να αγωνίζεται ήδη εδώ και μήνες να βρει τον βηματισμό του και τις αυτοκινητοβιομηχανίες να αποτελούν πλέον τον αδύναμο κρίκο του.
Η οικονομία της Γερμανίας μπορεί να απέφυγε μια ύφεση, με άνοδο 0,2% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο, αλλά η μέτρηση για τους προηγούμενους τρεις μήνες αναθεωρήθηκε απότομα προς τα κάτω και μια ακόμα συρρίκνωση στο σύνολο του έτους εξακολουθεί να φαίνεται πιθανή.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ifo, οι γερμανικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν παραγγελίες. Τον Οκτώβριο, το 41,5% των εταιρειών ανέφερε αυτό το πρόβλημα, από 39,4% τον Ιούλιο. Αυτό είναι το υψηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2009, ξεπερνώντας ακόμη και τα επίπεδα της πανδημίας. Συγκεκριμένα, το 47,7% των μεταποιητικών επιχειρήσεων και το 68,3% των εταιρειών παραγωγής μετάλλων ανέφεραν ελλείψεις παραγγελιών.
Η έλλειψη παραγγελιών όμως στην ουσία κρατάει «αιχμάλωτη» την οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία.
Το χρονοδιάγραμμα των εκλογών και οι πρώτες προβλέψεις
O ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ ενέκρινε την Τρίτη το χρονοδιάγραμμα που αποφάσισαν από κοινού οι κοινοβουλευτικές ομάδες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος -SPD- των Πρασίνων και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος -CDU- για τη διεξαγωγή ψήφου εμπιστοσύνης στον Σολτς στις 16 Δεκεμβρίου και εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου 2025.
Είναι σημαντικό ότι ως προϋπόθεση της συμβιβαστικής συμφωνίας μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανικής Ένωσης για την ημερομηνία διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, ήταν η συνεργασία στο Κοινοβούλιο για την έγκριση ορισμένων νομοσχεδίων πριν από τις εκλογές.
Τα δύο χριστιανικά κόμματα θα στηρίξουν το επόμενο διάστημα την κυβέρνηση μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων στο σημαντικό νομοσχέδιο για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και την προστασία του θεσμικού ρόλου του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Καρλσρούης.
Ένα ακόμη νομοσχέδιο που φαίνεται να συγκεντρώνει ευρεία στήριξη αφορά την παράταση των αποστολών των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στο εξωτερικό.
Οι βουλευτές της Χριστιανικής Ένωσης θα δώσουν επίσης πράσινο φως στο νομοσχέδιο που επιτρέπει την παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Και κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία της συναίνεσης, καθώς μια σειρά μεταρρυθμίσεων που εμπίπτουν στον πυρήνα του κοινωνικού κράτους, όπως το συνταξιοδοτικό πακέτο που προέβλεπε αύξηση των συντάξεων ή το πακέτο φοροελαφρύνσεων, που προωθούσαν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, θα παραμείνουν μετέωρες.
Όπως και να έχει, για τους πολιτικούς αναλυτές η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να αποτελεί ένα τεστ επί του πεδίου και για μια ενδεχόμενη μετεκλογική συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανικής Ένωσης, δεδομένου ότι πιο πιθανό μετεκλογικό σενάριο είναι ένας μεγάλος συνασπισμός υπό τον Φρίντριχ Μερτς, τον Γερμανό συντηρητικό της παλιάς σχολής που βρίσκεται κοντά στην επιχειρηματική ελίτ και έχει χτίσει την καριέρα του γύρω από την αντίθεση στον δημόσιο δανεισμό και τη μετανάστευση, θέσεις που τον είχαν φέρει σε σύγκρουση με την Άνγκελα Μέρκελ, όταν η ίδια ηγείτο του CDU.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Insa για λογαριασμό της εφημερίδας Bild, που αποτυπώνει την πρόθεση ψήφου μέχρι την 11η Νοεμβρίου, εάν διεξάγονταν την ερχόμενη Κυριακή εκλογές, πρώτοι θα αναδεικνύονταν οι Χριστιανοδημοκράτες/Xριστιανοκοινωνιστές με 32,5%.
Δεύτερη θα ήταν η ακροδεξιά Eναλλακτική -ΑfD- για τη Γερμανία με 19,5%, -σημειωτέον ότι μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται ενισχυμένη κατά 1,5% μονάδα- τρίτοι θα ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες με 15,5%, τέταρτοι οι Πράσινοι με 11,5% και πέμπτη η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ με 7%.
(σ.σ: Οι Φιλελεύθεροι σύμφωνα με τη συγκεκριμένη δημοσκόπηση αγγίζουν οριακά το 5% και τελευταία, κάτω από το εκλογικό όριο του 5% εμφανίζεται η Αριστερά).
Η αστάθεια στον Dax και το ευρώ θα επηρεάσει όλες τις ευρωαγορές
Η πολιτική αβεβαιότητα έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τις γερμανικές μετοχές , με βασικούς τομείς να αντιμετωπίζουν σημαντικούς αντίθετους ανέμους.
Η αυτοκινητοβιομηχανία, με επικεφαλή τη Volkswagen, παλεύει εν μέσω συνεχών μεταβαλλόμενων συνθηκών. Η εταιρεία που ήταν σύμβολο κάποτε για τη γερμανική οικονομία, αιφνιδιασμένη από την ταχεία άνοδο των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, έχει γίνει σύμβολο των οικονομικών δεινών της Γερμανίας και πρόσφατα ζήτησε από το προσωπικό να δεχθεί περικοπές μισθών, προειδοποιώντας ότι μπορεί να κλείσει εργοστάσια στη χώρα για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της.
O γερμανικός βιομηχανικός προμηθευτής ο Όμιλος Schaeffler ανακοίνωσε 4.700 περικοπές θέσεων εργασίας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων 2.800 στη Γερμανία.
Οι τραπεζικές μετοχές, συμπεριλαμβανομένης της Commerzbank , αντιμετωπίζουν πρόσθετη πίεση, καθώς το πολιτικό κενό περιπλέκει πιθανές καταστάσεις συγχωνεύσεων. (σ.σ: λόγω της έλλειψης σαφούς κυβερνητικής κατεύθυνσης καθίσταται πιο δύσκολος για τις εταιρείες ο στρατηγικός σχεδιασμός).
Η εξαρτώμενη από τις εξαγωγές οικονομία της Γερμανίας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα περισσότερα προβλήματα, αν επιβληθούν οι δασμοί των ΗΠΑ.
Οι αρνητικές προοπτικές για τη χώρα, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχουν επηρεάσει το κλίμα στο ευρώ και στο γερμανικό χρηματιστήριο σε όλες τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες συναλλαγών.
Αυτό ήταν εμφανές την ημέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, όταν ο γερμανικός χρηματιστηριακός δείκτης DAX 40 αρχικά σημείωσε ράλι ευθυγραμμισμένος με τους ομολόγους του στις ΗΠΑ, πριν κλείσει τη μέρα σε αρνητικό έδαφος, ενώ οι δείκτες των ΗΠΑ σημείωσαν ισχυρή άνοδο.
Βλέπετε οι παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις που προγραμματίζει ο Ντόναλτ Τραμπ έχουν προσθέσει άλλο ένα επίπεδο πολυπλοκότητας στην κατάσταση της Γερμανίας.
Δεν είναι μόνο η ανησυχία για το κατά πόσον θα επιβληθούν δασμοί της τάξης 10%-20% στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αλλά και η ανησυχία για τις σχέσεις με την Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας. Οποιαδήποτε επιδείνωση αυτών των δεσμών θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τα γερμανικά βιομηχανικά αποθέματα και την ευρύτερη απόδοση της αγοράς.
Η αστάθεια όμως του γερμανικού χρηματιστηρίου και του ευρώ, το οποίο πλέον έχει χάσει τις σημαντικές στηρίξεις του και έχει ανοίξει το διάγραμμα για τα επίπεδα του $1,0448-1,04491- είναι θέμα χρόνου να επηρεάσει και τις ευρωπαϊκές αγορές.
Οι τελευταίες νομοτελειακά θα αισθανθούν τις επιπτώσεις της πολιτικής κρίσης της Γερμανίας, δεδομένου του κεντρικού ρόλου της χώρας στην οικονομική πολιτική και τη λήψη αποφάσεων της ΕΕ.
Κοιτάζοντας μπροστά
Το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την κατεύθυνση της αγοράς. Μια κυβέρνηση που θα επικεντρωθεί στην επίλυση βασικών ζητημάτων πολιτικής, ιδιαίτερα γύρω από τη βιομηχανική στρατηγική και την ενεργειακή μετάβαση, θα μπορούσε να παράσχει ισχυρούς καταλύτες για τις κινήσεις των επενδυτών.
Και επειδή τα δελεαστικά σημεία εισόδου στις μετοχικές αγορές δίνονται πάντα μέσα από τον «πόνο» της πτώσης, αξίζουν την προσοχή μας οι τομείς που υπόκεινται σε σημαντικές αλλαγές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η τεχνολογία, καθώς ενδέχεται να παρουσιάσουν ενδιαφέρουσες δυνατότητες, αν η Γερμανία κινηθεί με επιτυχία στην πολιτική της μετάβαση.
Όπως και να έχει, η επαναφορά της πολιτικής σταθερότητας στη Γερμανία θα μπορούσε να δημιουργήσει δυναμικές ευκαιρίες συναλλαγών σε διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.
Βέβαια οι παγκόσμιοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών σχέσεων και των εξελίξεων της νομισματικής πολιτικής, θα συνεχίσουν να αλληλεπιδρούν με τις εγχώριες πολιτικές ανησυχίες και σαφώς θα κάνουν εξαιρετικά δύσκολο το έργο της επόμενης κυβέρνησης.
Βλέπετε, το μοντέλο ανάπτυξης της Γερμανίας βασιζόταν παραδοσιακά στην παγκοσμιοποίηση και την προσιτή ενέργεια για την ενίσχυση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου.
Αυτό το μοντέλο, πλέον, αντιμετωπίζει τεκτονικές μετακινήσεις και γεωπολιτικούς κινδύνους.
-Ο προστατευτισμός αυξάνεται παγκοσμίως, τη στιγμή που η Γερμανία συνεχίζει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ και την Κίνα για το εμπόριο. Την ίδια στιγμή η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση πλήττει σκληρά το εξαγωγικό προφίλ της χώρας.
-Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, ο οποίος ανέβασε τις τιμές της ενέργειας, συνεχίζεται.
-Συνεχίζεται, επίσης, η πτώση των δημόσιων επενδύσεων.
-Τα δημογραφικά στοιχεία παραμένουν δυσμενή, επιβάλλοντας ένδεια στην αγορά εργασίας.
- Χώρες όπως η Κίνα και η Τουρκία παράγουν όλο και περισσότερο αγαθά που κάποτε εισήγαγαν από τη Γερμανία, επιβαρύνοντας περαιτέρω τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από φθηνούς υπεργολάβους στην Ανατολική Ευρώπη, η εξωτερική ανάθεση αμυντικών υπηρεσιών από τις ΗΠΑ και η εισαγωγή χαμηλού κόστους ενέργειας και ενδιάμεσων αγαθών δεν είναι πλέον αρκετά για να συντηρήσουν τη γερμανική οικονομία, η οποία παραμένει στάσιμη από τις αρχές του 2022.
Οι γερμανικές εξαγωγές εξακολουθούν να εμφανίζουν πτωτική τάση, σημειώνοντας πτώση 1,7% σε μηνιαία βάση τον Σεπτέμβριο λόγω της συρρίκνωσης της κινεζικής ζήτησης, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας (Destatis). Η μεταποίηση υποχωρεί επίσης συνεχώς, επισημαίνοντας τις αδυναμίες του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.