Οι παγκόσμιες αγορές χτυπήθηκαν για άλλη μια φορά την Τετάρτη, καθώς τέθηκαν σε ισχύ οι δασμοί της τάξης του 104% του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα, με το Πεκίνο λίγες ώρες μετά να ανακοινώνει επιπλέον δασμούς στις εισαγωγές από ΗΠΑ της τάξης του 84%, για να ανταπαντήσουν εν συνεχεία οι ΗΠΑ σ’ένα γαϊτανάκι απόλυτης ανοησίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον το αμερικανικό Treasury έστειλε σήμα κινδύνου, με τους επενδυτές να επιλέγουν τον δρόμο της εξόδου από τα αμερικανικά ομόλογα και τις αποδόσεις να εκτοξεύονται στη μεγαλύτερη άνοδο από την περίοδο της πανδημίας της Covid-19 το 2020.
Όταν όμως η αγορά ομολόγων αιμορραγεί, ακόμα και ο πιο ιδιόρρυθμος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ οφείλει να το λάβει υπόψιν. (σ.σ: Θυμηθείτε την προχθεσινή ανάλυση εδώ).
Με μια ανάρτησή του λοιπόν στο Truth Social, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι αυξάνει «αμέσως» τους δασμούς των ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές στο 125% «με βάση την έλλειψη σεβασμού που έχει επιδείξει η Κίνα στις παγκόσμιες αγορές» και την ίδια στιγμή «εγκρίνει μια παύση 90 ημερών» για άλλες χώρες, επισημαίνοντας ότι περισσότερα από 75 έθνη τον έχουν ήδη προσεγγίσει για να διαπραγματευτούν.
«Αυτή η παύση, καθώς και ένα σημαντικά μειωμένο αμοιβαίο δασμολόγιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ύψους 10%, ισχύουν αμφότερα αμέσως», ανέφερε ο Τραμπ στο τέλος της ανάρτησής του, εκτοξεύοντας στην κυριολεξία τη Wall Street, με τη μητέρα των αγορών, S&P500 να προσεγγίζει τις 5500 μονάδες.
Τι έγινε όμως στην αγορά των ομολόγων που «τρόμαξε» τον Ντόναλντ Τραμπ;
To SOS του αμερικανικού treasury
Η όλη κατάσταση με τους δασμούς έχει ξεφύγει κάθε λογικής, κάτι που αντικατοπτρίζει πλέον και η αγορά των ομολόγων, η οποία χθες για τρίτη ημέρα δέχθηκε πιέσεις, που οδήγησαν την απόδοση της αμερικανικής 10ετίας μέσα στη συνεδρίαση ακόμα και πάνω από το 4,5%. Εν τω μεταξύ, η απόδοση του 30ετούς εκτινάχθηκε για λίγο πάνω από το 5% πριν υποχωρήσει κάτω από το 4,9%.
Αν και χθες ήταν μια σκληρή ημέρα ενδοσυνεδριακά για τις αποδόσεις των ομολόγων των περισσότερων εκδοτών - για παράδειγμα οι αποδόσεις των βρετανικών 30ετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 1998 - εντούτοις η αγορά που βρέθηκε στο επίκεντρο της καταστροφής για τρίτη συνεχόμενη ημέρα ήταν η ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα αμερικανικά ομόλογα.
Αυτή η εξέλιξη ήταν ασυνήθιστη, καθώς περιλάμβανε παράγοντες που κανονικά δεν θα έπρεπε να εμπλέκονται σε αντιδράσεις πανικού- hedge funds ή διαχειριστές συναλλαγματικών διαθεσίμων- και υπερκάλυψε κάποιες στιγμές την ικανότητα δημιουργίας παραγόντων που συνήθως λειτουργούν ως σταθεροποιητές στην αγορά. (σ.σ:μεγάλες τράπεζες, ιδίως JP Morgan).
Και όλα αυτά μια ημέρα που η αμερικανική κυβέρνηση είχε να διεκπεραιώσει δημοπρασία 10ετών ομολόγων αξίας 39 δισεκατομμυρίων δολαρίων. (σ.σ: Εν τέλει η δημοπρασία ολοκληρώθηκε με απόδοση 4,435%, πάνω από το υψηλό 4,310% της προηγούμενης δημοπρασίας και με τον δείκτη προσφοράς προς κάλυψη, ένα μέτρο της ζήτησης, στο 2,67 από το 2,59 της προηγούμενης δημοπρασίας).
Το ξεπούλημα ενός από πιο ασφαλή θεωρητικά περιουσιακά στοιχεία του κόσμου είναι ίσως μια από τις πιο ηχηρές καμπάνες που ήχησαν αυτές τις ημέρες πάνω από τον κόσμο των χρηματοπιστωτικών αγορών, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του sell off που διέγραψε τρισεκατομμύρια δολάρια σε αξία από τις μετοχές ανεπτυγμένων και αναδυόμενων αγορών και χτύπησε με δύναμη και τα εμπορεύματα, με πρώτο και καλύτερο το πετρέλαιο το οποίο έδωσε τιμές έως τα 58,4 δολάρια/βαρέλι.
Πολλοί δημοσιεύματα χθες υπερθεμάτισαν για το άγριο ξεπούλημα των αμερικανικών ομολόγων, πυροδοτώντας φόβους ότι ξένα κεφάλαια αρχίζουν να αποχωρούν μαζικά και αδιακρίτως από τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Την ίδια στιγμή, η Κεντρική τράπεζα της Κίνας ζήτησε από τις μεγάλες κρατικές τράπεζες να μειώσουν τις αγορές σε δολάρια ΗΠΑ, ενώ ο Γάλλος υπουργός βιομηχανίας Marc Ferracci, προέτρεψε την Τετάρτη τις γαλλικές εταιρείες να αναστείλουν τις επενδύσεις τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένων των συγκρούσεων μεταξύ Γαλλίας και Ευρώπης.
Η εικόνα ότι όλος ο κόσμος αρχίζει να απομακρύνεται από τις ΗΠΑ αντικατοπτρίστηκε και στο δολάριο, το οποίο υποχώρησε χθες ενδοσυνεδριακά σε μεγάλο βαθμό, με τους επενδυτές να σπεύδουν στον χρυσό και το ελβετικό φράγκο, για να μειώσει τις απώλειες μετά την υπαναχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ για τους δασμούς.
Ο καταλύτης όμως της χθεσινής ημέρας ήταν ότι η αγορά του Treasury άρχισε να γίνεται «άτακτη», με απρόβλεπτες κινήσεις και στιγμές ελεύθερης πτώσης όπου δεν υπήρχαν αγοραστές για πακέτα ομολόγων που προσφέρονταν προς πώληση.
Για τους περισσότερους αναλυτές ο κίνδυνος που άρχισε να αναδύεται δεν είναι μόνο η πτώση της τιμής των ομολόγων και η άνοδος των αποδόσεων τους, αλλά και η ρευστότητα της αγοράς.(σ.σ: Aν οι βασικοί διαπραγματευτές ξεπεράσουν την ικανότητα ισολογισμού τους, τότε η κρίση έχει διαχυθεί στην πλευρά της αγοράς, δηλαδή στη ρευστότητα. Ευτυχώς, δεν φτάσαμε εκεί, αλλά προφανώς αν συνέχιζαν οι αθρόες πωλήσεις θα πλησιάζαμε αρκετά).
Βλέπετε, οι επενδυτές χθες, πριν τις ανακοινώσεις για πάγωμα των δασμών, είχαν απορρίψει ακόμη και τα ασφαλέστερα περιουσιακά τους στοιχεία, καθώς το παγκόσμιο sell off εξαιτίας των δασμών των ΗΠΑ πήρε μια ανησυχητική στροφή προς τα μετρητά και την απομάκρυνση από μετοχές, εμπορεύματα και ομόλογα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, αναδύθηκε ο φόβος ότι ο «μεταβολισμός» που δίνει ενέργεια και «χρηματοδοτεί» την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέσω της αγοράς των ομολόγων αρχίζει να μη λειτουργεί αποτελεσματικά και αυτός ο φόβος είναι που «προσγείωσε» τον Αμερικανό Πρόεδρο και ανακοίνωσε το «πάγωμα» των δασμών για 90 ημέρες εκτός της Κίνας.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ήταν οι σύμβουλοι του ή ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ που συνειδητοποίησε ότι δεν πρόκειται πλέον απλά για μια διόρθωση της αγοράς που προκαλεί πόνο και απώλειες, αλλά για «ξεχείλωμα» που απειλεί τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το σημαντικό είναι ότι το μήνυμα της αγοράς των ομολόγων ελήφθη.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.