Η μεγάλη πρόκληση της Κριστίν Λαγκάρντ
SHUTTERSTOCK
SHUTTERSTOCK

Η μεγάλη πρόκληση της Κριστίν Λαγκάρντ

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει τα διάφορα επιτόκια αναφοράς κατά 0,25% ήταν αναμενόμενη. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στο Bloomberg λίγο πριν τις επίσημες ανακοινώσεις, και οι 65 οικονομολόγοι που πήραν μέρος στη «δημοσκόπηση» του διεθνούς πρακτορείου ήταν βέβαιοι πως θα γινόταν μείωση επιτοκίων αυτού του μεγέθους.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τα νέα για την κατάσταση της οικονομίας και τις δηλώσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας δεν είχαν αφήσει πολλά περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις. Κοιτώντας μπροστά, μετά τη σημερινή μείωση και λαμβάνοντας υπόψη μας το επίσημο ανακοινωθέν της τράπεζας και τις απαντήσεις της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ, θεωρείται ήδη βέβαιο πως στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της τράπεζας, στις 12 Δεκεμβρίου, θα έχουμε μία ακόμα μείωση.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και οι σχολιαστές του διεθνούς οικονομικού Τύπου πιθανολογούν πως η μείωση θα είναι της τάξης του 0,25% αλλά υπάρχει ήδη μία μερίδα που «ποντάρει» σε μείωση κατά 0,50%. Αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί βέβαια να αλλάξουν ανάλογα με τα νέα που θα έρθουν στη συνέχεια από τον τομέα του πληθωρισμού, της ανεργίας και της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μετά την αντίστοιχη μείωση κατά 0,25% πριν πέντε περίπου εβδομάδες, ελάχιστοι πίστευαν πως σήμερα θα είχαμε την οποιαδήποτε κίνηση στο μέτωπο των επιτοκίων αναφοράς. Όμως, τα νέα για τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη που βγήκαν ενδιαμέσως έκαναν το σύνολο των αναλυτών και οικονομολόγων να αλλάξει γρήγορα γνώμη, όπως βέβαια και των αξιωματούχων της ΕΚΤ.

Διαβάζοντας το σημερινό ανακοινωθέν και ακούγοντας το τι είπε η πρόεδρος Λαγκάρντ, είναι φανερό πως η ηγεσία της τράπεζας έχει αρχίσει να ανησυχεί για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Παρά το γεγονός πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει οικονομική ύφεση στην Ευρωζώνη, η Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της έχουν αρχίσει να φοβούνται πως αν δεν βρεθεί τρόπος να τονωθεί η οικονομία, μπορεί σύντομα οι μεγάλες επιχειρήσεις να αρχίσουν να προχωρούν σε μείωση προσωπικού. Αυτό είχε ομολογήσει ο Λετονός Martin Kazaks μιλώντας στο Bloomberg πριν μερικές μέρες, όταν είπε πως η καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει σε απολύσεις και αυτό να προκαλέσει με τη σειρά του μία χιονοστιβάδα αρνητικών εξελίξεων.

Όπως παρατήρησε ο Huw Worthington του Bloomberg, η ΕΚΤ μάλλον διαπίστωσε ξαφνικά πως έχει μείνει πίσω από τις οικονομικές εξελίξεις. Αυτό επιβεβαιώνεται εν μέρει και από μία παράγραφο του επίσημου ανακοινωθέντος: «Οι πληροφορίες που έρχονται για τον πληθωρισμό δείχνουν πως βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η διαδικασία υποχώρησής του. Η πορεία του πληθωρισμού επηρεάζεται και από πρόσφατες αρνητικές εκπλήξεις στους δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας. Την ίδια στιγμή, το χρηματοδοτικό περιβάλλον παραμένει περιοριστικό». Έτσι δικαιολόγησε η αρμόδια επιτροπή της ΕΚΤ τη χθεσινή απόφασή της, αναγνωρίζοντας πως οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων ήταν έξω από τις προβλέψεις της.

Παρ’ όλα αυτά, η επιτροπή επισήμανε πως ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2%, κάτι που όμως αναμένει πλέον να γίνει μέσα στο 2025. Πρόσθεσε δε πως θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού και δεν πρόκειται να χαλαρώσει μέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου.

Όπως γίνεται πάντα, την επίσημη ανακοίνωση ακολουθεί η συνέντευξη Τύπου της προέδρου της ΕΚΤ, με τους δημοσιογράφους να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή ελπίζοντας πως θα ακούσουν κάτι περισσότερο διαφωτιστικό σχετικά με τις μελλοντικές κινήσεις της τράπεζας. Η αλήθεια είναι πως δεν άκουσαν πολλά. Η πρόεδρος αρνήθηκε να πει κάτι σχετικά με τις επόμενες κινήσεις, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της πως η ΕΚΤ θα κινηθεί με βάση τα οικονομικά στοιχεία που θα γνωστοποιηθούν μέχρι την επόμενη συνεδρίαση της ειδικής επιτροπής, στις 12 Δεκεμβρίου.

Αρνήθηκε να δηλώσει πως ο πληθωρισμός έχει ήδη νικηθεί, αλλά παραδέχθηκε πως αυτό δεν θα αργήσει να γίνει, ενώ ομολόγησε πως η οικονομική δραστηριότητα είναι πιο αδύναμη του αναμενομένου. Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την αδυναμία της γερμανικής οικονομίας είπε πως παρά τα προβλήματα κάποιων κρατών, το σύνολο της Ευρωζώνης δεν πρόκειται να περάσει σε περιβάλλον οικονομικής ύφεσης. Εξέφρασε μάλιστα την ελπίδα πως η αύξηση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων σε συνδυασμό με τη σχετική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα τονώσουν την οικονομία μέσα στους επόμενους μήνες. 

Η πρόεδρος μίλησε, όμως, και για ζητήματα που δεν ανήκουν στην άμεση αρμοδιότητά της. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το Bloomberg, για μία ακόμα φορά αναφέρθηκε στην έκθεση που έχει ετοιμάσει ο προκάτοχός της στην ΕΚΤ Mario Draghi, καλώντας τις κυβερνήσεις να ακολουθήσουν τις προτάσεις της το συντομότερο δυνατόν. Αναφέρθηκε, επίσης, στην ανάγκη να αναληφθούν ισχυρές δεσμεύσεις για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη υιοθέτηση νέων δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν δίστασε να αναφερθεί και στην πιθανότητα εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και της επιβολής υψηλών δασμών, επισημαίνοντας πως αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα συνιστά ένα ακόμα πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε πολύ να καταλάβουμε γιατί η πρόεδρος της ΕΚΤ «βγήκε έξω από τα χωράφια της». Η ίδια, όπως και εμείς φυσικά, γνωρίζει πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται θετικά για την ήπειρό μας. Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν η κάθε μία σοβαρά προβλήματα. Η μεν Γερμανία έχει κολλήσει οικονομικά και βλέπει το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες να έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του, δυσκολεύεται όμως να χαράξει νέο δρόμο και μένει προσκολλημένη στη δημοσιονομική πειθαρχία στερώντας και τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης από πολύτιμα «καύσιμα».

Η δε Γαλλία βρίσκεται στο αντίθετο άκρο στο θέμα του δημοσίου χρέους και κινδυνεύει να μπει σύντομα στο στόχαστρο των διεθνών αγορών, αν δεν μπορέσει να πείσει πως έχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Η κατάσταση γίνεται πιο σοβαρή λόγω και της αρκετά μπερδεμένης πολιτικής κατάστασης και στις δύο χώρες. Ο κίνδυνος να δούμε τις δύο μεγάλες δυνάμεις να παρασύρουν προς τα κάτω τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης δεν είναι καθόλου αμελητέος. Τα εσωτερικά προβλήματα της Ε.Ε., συνδυαζόμενα και με τις πολύ μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις και τις πολεμικές συρράξεις είναι βέβαιο πως φοβίζουν ακόμα περισσότερο την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ξέρει πως η εφαρμογή των προτάσεων της έκθεσης Draghi είναι ίσως η μοναδική λύση που υπάρχει αυτή τη στιγμή για την Ευρώπη.

Η μεγάλη πρόκληση για αυτήν είναι να καταφέρει να πείσει τη Γερμανία να ασχοληθεί σοβαρά με αυτήν και να πάψει να την αντιμετωπίζει με δογματικό τρόπο, όπως φάνηκε αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της. Δεν είναι εύκολο έργο, όπως δεν ήταν εύκολο το έργο του προκατόχου της το 2012, όταν κατάφερε να πείσει την καγκελάριο Μέρκελ να τον βοηθήσει να σώσει το Ευρώ. Πιθανολογούμε πως η Κριστίν Λαγκάρντ θα προσπαθήσει να κάνει και αυτή «whatever it takes» για να ανοίξει τα μάτια της γερμανικής ηγεσίας και να τη σπρώξει προς την έκθεση Draghi. Και η ίδια ξέρει πως αν δεν επιτευχθεί αυτό, η νικηφόρα μάχη κατά του πληθωρισμού δεν θα έχει τελικά και τόσο μεγάλη σημασία.